Ανήμερα μιας εκλογικής αναμέτρησης ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η οικογένειά του συνηθίζουν να «στοιχηματίζουν» για το αποτέλεσμα, γράφοντας σε χαρτάκι τα προγνωστικά τους. Θα το κάνουν, είπε ο ίδιος, σε 12 εβδομάδες όταν η ευρωκάλπη κλείσει τον εκλογικό κύκλο που άνοιξε τον Μάιο του 2023.
Ακόμα κι αν εκείνη τη μέρα ο Μητσοτάκης δεν επιλέξει να έχει ταυτόχρονα ανοιχτό το πρωθυπουργικό μπλοκάκι, είναι βέβαιο ότι θα ανατρέξει στις σημειώσεις του το επόμενο πρωί.
Γιατί ο πήχης που θα καταφέρει να ξεπεράσει η παράταξή του θα τον αναγκάσει αυτόματα σε αποφάσεις – μεγαλύτερου ή μικρότερου εύρους – για τη συνέχεια της κυβερνητικής θητείας, λειτουργώντας καταλυτικά, σε συνάρτηση με τις επιδόσεις των υπόλοιπων κομμάτων, στις εσωτερικές εξελίξεις – περιορισμένου ή εκτεταμένου βάθους.
Μπορεί προς το παρόν οι δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι η πολιτική ηγεμονία της κεντροδεξιάς παράταξης δεν απειλείται, με το ενδιαφέρον να στρέφεται στη «μάχη» για τη δεύτερη θέση και, άρα, στη σύγκρουση για το μέλλον του προοδευτικού χώρου, ωστόσο οι γαλάζιοι έχουν τις δικές τους, έντονες ανησυχίες. Κυρίως για τις συζητήσεις που μπορεί να ανοίξουν μετά την πολιτική αναμέτρηση τόσο για το κυβερνητικό προφίλ, τα πρόσωπα και την ατζέντα διακυβέρνησης, όσο και για τη φυσιογνωμία της ΝΔ.
33%+ Δίχτυ ασφαλείας, ορίζοντας 2027
Ως δίχτυ ασφαλείας λειτουργεί η επίδοση της ΝΔ στις τελευταίες ευρωεκλογές: το 33%+ του 2019 και η ανάδειξη τουλάχιστον οκτώ ευρωβουλευτών θα φέρει τις μικρότερες δυνατές αναταράξεις στο εσωτερικό κυβέρνησης και κόμματος.
Από μόνη της η υπεκφυγή προσδιορισμού του πήχη για τις ευρωεκλογές από τον Μητσοτάκη λέει πολλά για τη σημασία που ο ίδιος του αποδίδει. Προ ημερών, όταν μίλησε για «απόσταση» που «πάντα υπάρχει» μεταξύ εθνικών και ευρωπαϊκών εκλογών, ουσιαστικά δικαιολόγησε εμμέσως τις αναμενόμενες απώλειες για την παράταξή του.
Τη σύγκριση δηλαδή ανάμεσα στο ποσοστό του προσεχούς Ιουνίου και στο άπιαστο, σύμφωνα με τις γαλάζιες παραδοχές, 40%+ του περσινού Ιουνίου.
Οτιδήποτε πάνω από το αποτέλεσμα του 2019 σε συνδυασμό όμως με μια διευρυμένη απόσταση από τον δεύτερο – της τάξεως των 15 μονάδων – θα ανοίξει, όπως λέει κυβερνητική πηγή, «τον καθαρό κύκλο που επιθυμεί ο Μητσοτάκης, μέχρι το 2027».
Με άλλα λόγια, το αποτέλεσμα της ευρωκάλπης αποτελεί κρας τεστ (και) για την προοπτική ανανέωσης της κυβερνητικής θητείας σε τρία χρόνια. Ηδη ο Μητσοτάκης κινείται με το σκεπτικό ότι η Ελλάδα χρειάζεται σίγουρα δύο τετραετίες για να αλλάξει «πίστα», έχει διαψεύσει τη σεναριολογία (η οποία εσχάτως επανήλθε) ότι εποφθαλμιά ευρωπαϊκό αξίωμα μετά τις ευρωεκλογές και παραπέμπει συνεχώς στην Ελλάδα του 2030, διεκδικώντας ελευθερία κινήσεων στο υπόλοιπο της θητείας: από το περιεχόμενο της ατζέντας, έως τα πρόσωπα της κυβέρνησης.
Τέτοια ελευθερία μπορεί να έρθει, σύμφωνα με κυβερνητικά στελέχη, μόνο μέσα από την εμπέδωση των σημερινών πολιτικών συσχετισμών, ως απόδειξη ανανέωσης της «εμπιστοσύνης» στις κυβερνητικές επιλογές. Αυτός είναι ο κυρίαρχος στόχος του Μαξίμου, ακόμα κι αν επιτευχθεί το καλοκαίρι με… ψαλιδισμένα νούμερα.
30%+Αναστοχασμοί και λίφτινγκ
Οποιαδήποτε… πτώση έξω από το «δίχτυ» του 33%, ακόμα και αν δεν χαθεί το… 3 μπροστά από το ποσοστό της ΝΔ, προδιαγράφει ισχυρό προβληματισμό στο πρωθυπουργικό γραφείο και κλυδωνισμούς στην Πειραιώς.
Είναι δεδομένη η γαλάζια παραδοχή ότι, παρότι χαλαρότερες οι ευρωεκλογές χωρίς το διακύβευμα της κυβερνησιμότητας, πολιτικά συμπεράσματα θα εξαχθούν οπωσδήποτε. Το ερώτημα είναι αφενός η ερμηνεία που θα επιλέξει ο Μητσοτάκης να δώσει στα «μηνύματα» πίσω από μία (κακή) επίδοση 31%-32%, αφετέρου ο τρόπος που θα επιλέξει να τα διαχειριστεί. «Αναστοχασμός ή και αναστοχασμοί – πληθυντικός αριθμός» απαντά λακωνικά κυβερνητικός παράγοντας.
Δεν χρειάζεται κανείς μια βουτιά στο παρελθόν για να θυμηθεί τους γαλάζιους τριγμούς απέναντι σε σαφείς «προειδοποιήσεις» της κοινωνίας. Είναι πρόσφατες οι οδυνηρές ανατροπές των γαλάζιων στόχων στον β’ γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών τον περασμένο Οκτώβριο.
Ο Μητσοτάκης άφηνε τότε στην άκρη τη λέξη «κυριαρχία» και έπιανε την «εμπιστοσύνη», έδινε εντολή να ανοίξει πιο δυναμικά ο κυβερνητικός βηματισμός, προσπαθούσε να ισορροπήσει γκρίνιες βουλευτών του έως και παρασκηνιακές επιθέσεις τους σε κυβερνητικά στελέχη, επέλεγε έναν ουδέτερο πολιτικά χρόνο (αρχές του 2024) για αιφνιδιαστικές «διορθώσεις» προηγούμενων αποφάσεών του στο κυβερνητική σχήμα.
Οι εκτιμήσεις των γαλάζιων συμφωνούν σε ένα: αν υπάρξουν νέα «μηνύματα» από τους πολίτες θα είναι μονόδρομος το άμεσο (καλοκαιρινό, λένε) αλλά και ευρύ (πιθανώς με δομικά χαρακτηριστικά) κυβερνητικό λίφτινγκ.
29%- Καθίζηση, «δύσκολες» αποφάσεις
Η κυβερνητική φθορά φαίνεται στα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων και παρά το γεγονός ότι δεν αποτυπώνεται προσώρας ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών, το Μαξίμου δείχνει να μην υποτιμά τους κινδύνους της ευρωκάλπης.
«Δεν είναι κάλπες που προσφέρονται μόνο για κομματική καταγραφή ισχύος», έχει πει ο Μητσοτάκης, «ούτε πολύ περισσότερο για τυφλή διαμαρτυρία και αποστολή ανέξοδων μηνυμάτων προς εσωτερική κατανάλωση».
Δεν είναι κρυφή η αγωνία του Μαξίμου για την έκφραση δυσαρέσκειας προς την κυβέρνηση με ενίσχυση «κατά παράδοση», όπως εκτιμούν οι εκλογολόγοι, των μικρότερων κομμάτων. Ποσοστό που θα έχει μπροστά το… 2, οτιδήποτε δηλαδή από 29% και κάτω, θα αντιμετωπιστεί ως μεγάλη καθίζηση για την κυβερνώσα παράταξη, που θα τη φέρει μπροστά σε «δύσκολες» αποφάσεις. Προδιαγράφονται συζητήσεις πολιτικο-ιδεολογικού περιεχομένου για την κατεύθυνση του κόμματος, εσωτερικές αμφισβητήσεις, άμεσες προσπάθειες ανασύνταξης δυνάμεων της κυβερνητικής ομάδας έως και ερωτήματα για τον χρόνο διεξαγωγής των εθνικών εκλογών.
Το αν μπορεί το κρας τεστ της ευρωκάλπης να επηρεάσει ακόμα και τον χρόνο της εθνικής κάλπης συνδέεται πάντως, σύμφωνα με έμπειρο αναλυτή, και με άλλους παράγοντες με κυρίαρχο τις επιδόσεις του δεύτερου και του τρίτου κόμματος: τη μεταξύ τους ψαλίδα, δηλαδή, που θα δείξει εάν ταυτόχρονα με την κατρακύλα του πρώτου προβάλλει ή όχι εναλλακτική διακυβέρνησης.