Αν ήταν ταινία, οι ηθοποιοί θα πλησίαζαν στο νησί μέσα σ’ ένα βαρκάκι και θα τους ακούγαμε να μιλάνε, να γελάνε, και κάπου ανάμεσα στις κουβέντες τους να πέφτουν οι σκόρπιες φράσεις: «Το χτικιό από την Κίνα…», «Ακουσα ότι στο Μιλάνο…», «Στο Παρίσι λένε…». Τα πρόσωπά τους θα ήταν ανέμελα κι οι λέξεις τους θα χόρευαν στον αέρα της πρώτης άνοιξης. Αν ήταν ταινία, θα τους παρακολουθούσαμε τις επόμενες 3-4 μέρες να κάνουν βόλτες, να τρώνε σε ταβέρνες γεμάτες κόσμο με κλειστά παράθυρα (Μάρτιο μήνα, ψύχρα τα βράδια) και να μιλούν στα κινητά τους: «Σοβαρά; Τι θα βρουν ακόμα για να μας τρομάξουν;». Κι ύστερα cut, και θα τους βλέπαμε έναν μήνα μετά, κλεισμένους στα σπίτια τους, να μιλούν μεταξύ τους μέσω ζουμ. Θα είχαν μπροστά τους ένα ποτήρι με αλκοόλ και τώρα τα πρόσωπά τους θα ήταν αλλοιωμένα από εκείνη την ανθρώπινη έκφραση (όχι δύσκολη για ηθοποιούς), όταν δεν πιστεύεις αυτό που σου συμβαίνει, και φοβάσαι πολύ. Και δεν θα ήσαν όλοι. Κάποιος θα έλειπε.
Αν όμως δεν ήταν ταινία, θα ήμασταν εμείς. Τέσσερα χρόνια έπειτα από εκείνον τον Μάρτιο που φτάναμε στο νησί για την Καθαρή Δευτέρα, κουβαλώντας στους σάκους μας ταραμοσαλάτες και στ’ αφτιά μας έναν μακρινό μόνο απόηχο για κάποια αρρώστια από την Κίνα που κάποιοι-κάπου ίσως είχαν κολλήσει, και που κάπως-ίσως ήταν κάτι πιο σοβαρό από τα συνηθισμένα. Τέσσερα χρόνια μετά, και όχι οι ίδιοι: με φίλους που θα λείπουν για πάντα, και άλλους που περπατούν αργά στις ανηφόρες, και άλλους που δεν είναι πια τόσο φίλοι γιατί δεν «πιστεύουν» στα εμβόλια. Αλλά κυρίως εμείς αλλά όχι οι ίδιοι, γιατί κάτι έγινε έπειτα από εκείνον τον Μάρτιο, τέσσερα χρόνια πριν, που μας άλλαξε για πάντα.
Το πρώτο, ήταν ο χρόνος. Πώς κύλησε έτσι μέσα από τα δάχτυλά μας, φυγάς και μασκαρεμένος; Τι κάναμε ακριβώς τους επόμενους εκείνους μήνες αφού άρχισε το πρώτο λοκντάουν;
Και μετά, τι ακριβώς γινόταν; Μπερδεύουμε τις ημερομηνίες: πότε άρχισαν τα μηνύματα στο 13033, πότε ξεκίνησαν οι ατέλειωτες μοναχικές μας βόλτες με τον νου μας να προλάβουμε την απογευματινή ενημέρωση του Σωτήρη Τσιόδρα (η απαλή φωνή του, το γλυκό του βλέμμα, ο τρόπος που πέρασε από τις ζωές μας σαν προσφορά, μόνο προσφορά); Πότε ήρθαμε αντιμέτωποι με τις μοναξιές μας, με τις δύσκολες σχέσεις μας, με τα αδιέξοδά μας;
Και έτσι, αλλάξαμε κι εμείς. Κάποιοι πολύ, άλλοι λιγότερο. Κάποιοι βρήκαμε στους εσώτερους πυρήνες της ζωής μας ένα κέντρο που άντεξε, ίσως κι ευδοκίμησε: υπήρχαν τα βιβλία, η ησυχία, οι φωνές στα τηλέφωνα και τα βλέμματα στο σκάιπ που απέκτησαν ένα άλλο νόημα, πιο πολύτιμο – την αληθινή τους σημασία. Κάποιοι αναγκαστήκαμε να κοιταχτούμε στους καθρέφτες μας: μα ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος με τον οποίο μοιραζόμασταν τον περίκλειστο πια χώρο μας; Ποιες ήταν οι σχέσεις μας, ποιες οι δίοδοι διαφυγής/υπεκφυγής που τόσα χρόνια χρησιμοποιούσαμε και τώρα είχαν αίφνης κλείσει; Κάποιοι αναλογιστήκαμε το τέλος του κόσμου, το πρόσωπο κάποιου θεού, το βάρος κάποιων αμαρτιών. Κάποιοι ακούσαμε για πρώτη φορά τους αληθινούς ήχους των ζωών μας, απογυμνωμένους από τον θόρυβο. Τον ήχο της φύσης (ναι, ακόμα και στις πόλεις: δεν υπήρξαν ποτέ κελαϊδίσματα σαν εκείνα, τέσσερα χρόνια πριν, στους άδειους μας δρόμους, στις απέναντι στέγες, στα μπαλκόνια), της φύσης που ανάσανε καθώς ελάφρυνε λίγο από πάνω της το βάρος της ανθρωπότητας. Και τον ήχο της ίδιας της ανθρωπότητας: τα βήματά μας στη μέση των έρημων λεωφόρων, τα κατσαρολικά και κουταλοπίρουνα του βραδινού μας αλλά και των γειτόνων μας, τις φωνές των παιδιών και των γονιών τους – όλα διαφορετικά, συμπυκνωμένα σε λίγα τετραγωνικά.
Αν ήταν ταινία, ίσως οι ιστορίες του κάθε ήρωα να είχαν μια πιο δραματική πλοκή. Επειδή όμως δεν είναι, επειδή είμαστε μόνο εμείς τέσσερα χρόνια μετά και καθόλου ήρωες, γιορτάσαμε μια ακόμα συνηθισμένη Καθαρή Δευτέρα κουβαλώντας στους σάκους μας ταραμοσαλάτες, και βαθιά μέσα μας όλα όσα θέλουμε να θυμόμαστε, ή να ξεχάσουμε.