“Ο γερο-νεγρο-Τζιμ / σ’ολόκληρο το Χάρλεμ…”, έλεγε ένα τραγούδι του Μάνου Λοΐζου σε μια από τις κασέτες-σάουντρακ των οικογενειακών μας εκδρομών με το Φίατ 128 τη δεκαετία του ’80. Είχα πολλές απορίες στους στίχους, αλλά το σίγουρο ήταν ότι το τραγούδι μού πλάκωνε την ψυχή, όσο χαρωπό κι αν ήταν το αττικό τοπίο όπου μας οδηγούσε ο μπαμπάς.
Πού να’ξερα ότι, αρκετές δεκαετίες αργότερα, θα μου κολλούσαν το παρατσούκλι “Χάρλεμ γκερλ”, καθ’ότι η ζωή το έφερε να κατοικώ στην εν λόγω γειτονιά της Νέας Υόρκης από το 2017 (αφού πρώτα έζησα δώδεκα χρόνια στα διπλανά Morningside Heights του Πανεπιστημίου Columbia).
Οι μουσικές των άλλων
Στο χωριό μου το Χάρλεμ, λοιπόν, αν ξυπνήσεις (ή πέσεις για ύπνο) και έχει ησυχία, κάτι δεν πάει καλά. Εκκωφαντικές μουσικές διεισδύουν στο σπίτι σου και στο κεφάλι σου μέρα-νύχτα, χειμώνα-καλοκαίρι. Οι γείτονές μου θεωρούν πως ό,τι μουσική ακούνε οι ίδιοι, πρέπει να την ακούνε και οι γύρω τους, ταυτόχρονα, ντε και καλά.
Από τα παράθυρα, από τους τοίχους, από τους φωταγωγούς της προπολεμικής πολυκατοικίας, ντάπα-ντούπα στη διαπασών κλονίζουν τα πατώματα και το νευρικό μας σύστημα.
Εκεί που τα ντεσιμπέλ σπάνε όλα τα ρεκόρ και τρίζουν τα τζάμια είναι με τα αυτοκίνητα, τα οποία είναι ουσιαστικά κινητά κλαμπ. Η ένταση είναι ενοχλητική για μας που είμαστε μέσα στα σπίτια μας – φαντάσου τι κώφωση έχουν πάθει αυτοί που βρίσκονται μέσα στο αυτοκίνητο.
Αλλά και οι πεζοί δεν πάνε πίσω: πένητες, φουκαράδες που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, έχουν, παρ’όλα αυτά, βρει τρόπο να σέρνουν σε καροτσάκι της λαϊκής ηχείο (σε μέγεθος φούρνου μικροκυμάτων τουλάχιστον), έτσι ώστε να μπορούν να “σέρνουν” μαζί τους τη μουσική τους, όπου κι αν πάνε.
Το είδος της μουσικής δεν έχει σημασία (αν και, ομολογουμένως, στα αφτιά μου αυτός ο θόρυβος ακούγεται σαν ένας καταιγισμός από ριπές που προκαλεί ταχυπαλμία, ανακατεμένος με ένα ατελείωτο παραμιλητό από λέξεις που θα λογοκρίνονταν όλες αν προσπαθούσα να τις παραθέσω)· εκείνο που έχει σημασία είναι ότι σου επιβάλλεται, και σε εξωφρενική ένταση.
Το κακό με τη μουσική είναι ότι δεν μπορείς να τη φιλτράρεις, μπαίνει στον εγκέφαλό σου και επιδρά στον κόσμο σου θες δεν θες. (Μου’ρχεται στο μυαλό η κλασική ερώτηση των καθηγητών μου στο πιάνο: “Τι ακούσματα έχετε;”)
Στο εκρηκτικό μείγμα μόνιμο συστατικό είναι βεβαίως και οι σειρήνες των περιπολικών και της Πυροσβεστικής (έχω υπογράψει αίτημα να χαμηλώσουν αλλά δεν είδα προκοπή).
Όμως στο χωριό μου το Χάρλεμ δεν έχουμε ξεχωριστά ήθη και έθιμα μόνο όσον αφορά την ψυχαγωγία· έχουμε και δικό μας ΚΟΚ: διπλοπαρκάρουμε όπου γουστάρουμε, όποτε γουστάρουμε, και μετά, αν τυχόν έχουμε κλείσει κάποιο άλλο όχημα που -τι παράξενο- θέλει να βγει, απλά περιμένουμε να μας ειδοποιήσει κορνάροντας ο οδηγός του, σηκώνοντας βεβαίως όλη τη γειτονιά στο πόδι. (Αυτό σε καθημερινή βάση, όχι “έτυχε μια φορά.”)
Σα να μην έφταναν όλα αυτά, μόλις ανοίξει λίγο ο καιρός, στο κομφούζιο προστίθενται και τα κρος, σε “αγέλη”, να μαρσάρουν δαιμονισμένα, με τις ωραίες τους “ήσυχες” εξατμίσεις να σου τρυπάνε το κρανίο σαν κομπρεσέρ. Όλα τα’χε η Μαριορή, τα “καθαρόαιμα” της έλειπαν.
Έξω: το χάος συνεχίζεται
Αποφασίζω να βγω έξω. Στον διάδρομο διασταυρώνομαι με τον εξολοθρευτή της πολυκατοικίας (απεντομώσεις κλπ). Καλό παιδί, μέτρια αποτελεσματικότητα. Στο πεζοδρόμιο της 137ης Οδού μας, με τα έξοχα προπολεμικά κτίρια, ειδυλλιακές σκηνές προσφέρουν αναψυχή: οικογένειες αρουραίων κυνηγιούνται πηδολογώντας εδώ κι εκεί. Τα τρωκτικά είναι δε τόσο εγκλιματισμένα που δεν κρύβονται για να αποφύγουν τους περαστικούς: δεν περιμένει ο ποντικός να περάσει ο άνθρωπος, αλλά ο άνθρωπος να περάσει ο ποντικός (αλλιώς το τρωκτικό θα μπερδευτεί στα πόδια σου). Κάτι λιγοστές ημιδεσποζόμενες γάτες που αραιά και πού κυκλοφορούν στη γειτονιά, κρύβονται γιατί φοβούνται τα ποντίκια, πιστεύω.
Στα πεζοδρόμια στοιβάζονται βουνά από ό,τι του καπνίσει του καθενός να πετάξει: από ολόκληρες επιπλώσεις μέχρι τηλεοράσεις, και από εκτυπωτές μέχρι γιγαντιαίες πλαστικούρες-παιχνίδια, και ρούχα κάθε στυλ και μεγέθους.
Ο καημένος ο δήμαρχος, κάνει καμπάνιες για μηδενικά απορρίμματα. Ας γελάσω. Δεν ξέρω πόσες γενιές θα χρειαστούν για να αλλάξει (αν αλλάξει) η νοοτροπία “ό,τι δεν γουστάρω πια να βλέπω μέσα στο σπίτι μου, το κατεβάζω απλά στον δρόμο.” Οι έννοιες “επισκευή/επαναχρησιμοποίηση/ανταλλαγή/δωρεά” είναι ανύπαρκτες. Ο πολιτισμός της μιας χρήσεως και της υπερκατανάλωσης εκτίθεται σε όλο του το θλιβερό μεγαλείο κάθε μέρα στο Χάρλεμ.
Το πιο ακατανόητο είναι να βλέπεις μέσα στους σκουπιδοντενεκέδες είδη μπεμπέ σε άριστη κατάσταση. Καλά, οι βιοπαλαιστές γονείς δεν έχουν κανένα ίχνος αλληλεγγύης για τους διπλανούς βιοπαλαιστές γονείς; Δεν τους περνάει απ’το μυαλό ότι το (σχεδόν αμεταχείριστο) καροτσάκι που πετάνε στον κάδο των απορριμμάτων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί από μια άλλη οικογένεια;
Προέκταση του προβλήματος ότι ο ΚΟΚ δεν ισχύει στον δρόμο, είναι το τι συμβαίνει στο πεζοδρόμιο: τα ποδήλατα-ντελίβερυ κυκλοφορούν κανονικά στα πεζοδρόμια από όλες τις κατευθύνσεις, πέφτοντας πάνω στους έρμους τους πεζούς.
Οι Κατοικίες των Βιοπαλαιστών
Και όμως, αφού περπατήσω μόλις μισό τετράγωνο και διασχίσω την Έβδομη Λεωφόρο, είναι σαν να έχω μεταφερθεί σε άλλη ζώνη, άλλη πόλη: σαν κάποιος να έκλεισε τον διακόπτη της ηχορύπανσης και μ’ένα μαγικό ραβδάκι να εξαφάνισε τρωκτικά και σκουπίδια (κι εδώ υπάρχουν, απλώς οι πλούσιοι τα κρύβουν καλύτερα): η 138η και η 139η Οδοί, στο κομμάτι τους μεταξύ Έβδομης και Όγδοης Λεωφόρου, συγκροτούν την περίφημη “Strivers’ Row” (ελεύθερα “Κατοικίες των Βιοπαλαιστών”, εκείνων που μοχθούν), ένα αρχιτεκτονικό διαμάντι.
Θαυμαστή και ανεξήγητη η ετοιμότητα του ανθρώπινου είδους να ξεχνάει το κακό και να στρέφεται στο ωραίο: βαθυκόκκινο και κίτρινο τούβλο, γεωμετρικά μοτίβα από τερακότα στις αψίδες. Ανάλαφροι κίονες πλαισιώνουν κομψά τα παράθυρα.
Θεσπέσιες κουπαστές στριφογυρίζουν στα σκαλιά των εισόδων. Καγκελόπορτες οδηγούν σε κηπάκια να μην τα χορταίνεις όλες τις εποχές, μα πιο λαχταριστά όταν το χιόνι στοιβάζεται σε παγκάκια και ζαρντινιέρες. Στο όλον δίνουν πνοή και ίσκιο χαρίζοντας αντανακλάσεις μέσα από φυλλωσιές το καλοκαίρι, και ποιητικές σιλουέτες των γυμνών κλαδιών τον χειμώνα, τα υπέροχα δέντρα του δρόμου, με τους χοντρούς, καθησυχαστικούς κορμούς τους.
Πολλές οι αγαπημένες λεπτομέρειες, καθώς το έχω τάμα, εφτά χρόνια τώρα, να περνάω από τις παραμυθένιες οδούς τουλάχιστον μια φορά τη μέρα, μιας και η μοίρα με έριξε απέναντί τους: τα δύο λιοντάρια που φρουρούν ένα από τα σπίτια της 139ης Οδού· το πευκάκι σε γλάστρα σε ένα μπαλκονάκι της 138ης. Στολισμένο γουστόζικα όλον τον χρόνο (με χαριτωμένες μπάλες τα Χριστούγεννα, με χρωματιστά πασχαλινά αβγά την άνοιξη, με μαγικά φαναράκια την Κινέζικη Πρωτοχρονιά τώρα τον Φεβρουάριο), αποτελεί αέναη πηγή υψηλής αισθητικής και γιορτής – γιορτής για “την ομορφιά που θα σώσει τον κόσμο”. Όμως η κορυφαία λεπτομέρεια της συνοικίας, και πιθανότατα μοναδική σε όλη τη Νέα Υόρκη, είναι η επιγραφή “Private Road: Walk Your Horses” που έχει διατηρηθεί σε κάποιες από τις πύλες των κάθετων ιδιωτικών δρόμων που διατρέχουν το συγκρότημα. Οι νοσταλγοί των παλιών καιρών παρακαλούνται να κατέβουν από την άμαξα εδώ.
Σχεδιασμένα από εξέχοντες αρχιτέκτονες γύρω στο 1891, τα δύο αυτά οικοδομικά τετράγωνα είχαν συλληφθεί ως πολεοδομικό και αισθητικό υπόδειγμα, με υψηλών τεχνικών προδιαγραφών κατοικίες που προορίζονταν για τους λευκούς Νεοϋορκέζους.
Όμως, έπειτα από έναν συνδυασμό οικονομικής ύφεσης και αποχώρησης των λευκών από την περιοχή, τελικά το συγκρότημα κατοικήθηκε από Αφροαμερικανούς το 1919, δηλαδή όταν το Χάρλεμ ζούσε την καλλιτεχνική και πνευματική του άνθιση. Στους φιλόδοξους, σκληρά εργαζόμενους Αφροαμερικανούς επαγγελματίες που μοχθούσαν για να ανέλθουν κοινωνικά και που μετακόμισαν στο αξιοζήλευτο συγκρότημα οφείλουν την προσωνυμία τους οι δύο αστραφτερές οδοί.
Από το ολλανδικό χωριό στην “Αναγέννηση”
Η σημερινή αίσθηση ανεξαρτησίας και αυτονομίας δεν είναι απλά ρητορική υπερβολή. Βαφτισμένο από τους Ολλανδούς αποίκους προς τιμήν της πόλης Haarlem της πατρίδας τους τον 17ο αιώνα, το βόρειο αυτό κομμάτι του Μανχάτταν ήταν αληθινά χωριό (λιβάδια και αγροικίες) μέχρι το 1830 περίπου, οπότε και άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία ως προάστιο.
Η τακτική σύνδεσή του με αστική συγκοινωνία το 1880 το εκτόξευσε ως μια από τις πιο περιζήτητες συνοικίες της Νέας Υόρκης. Η αληθινή όμως έκρηξη ήρθε το 1910, όταν η γειτονιά εξελίχθηκε σε πόλο έλξης και σύμβολο ολόκληρης της Μαύρης Αμερικής. Η περίφημη “Αναγέννηση του Χάρλεμ” ανέδειξε ηγετικές μορφές της μουσικής, της λογοτεχνίας, της πολιτικής και των κοινωνικών αγώνων. Η αποκομμένη “νησίδα” μετατράπηκε σε πνευματική κοιτίδα.
Η απομόνωση του Χάρλεμ αποδείχθηκε θησαυρός για την αισθητική εικόνα που παρουσιάζει σήμερα. Πρόκειται για μια από τις πιο σπάνιες -για τα δεδομένα της Νέας Υόρκης- περιπτώσεις διατήρησης της ιστορικής αρχιτεκτονικής: εκκλησίες, αριστοκρατικές πολυκατοικίες και σειρές από κατοικίες (rowhouses) έχουν διατηρηθεί ατόφιες διότι γλίτωσαν από τα κύματα καλπάζουσας κατεδάφισης και ανοικοδόμησης από τα οποία έχει περάσει το υπόλοιπο Μανχάτταν.
Δυστυχώς αυτή ακριβώς η πολύτιμη διατήρηση της αρχιτεκτονικής ταυτότητας αποβαίνει μοιραία για την οικονομική επιβίωση της ιστορικής κοινότητας: τα πανέμορφα κτίσματα ανακαινίζονται για να προσελκύσουν -με απλησίαστα ενοίκια ή σε αστρονομικές τιμές πώλησης- τους οικονομικά ισχυρούς· οι πλούσιοι εισβολείς εξαπλώνονται, ενώ οι φτωχοί ντόπιοι τρέπονται σε φυγή.
“Φαίνεσαι χαρούμενη σήμερα”, μου σφυρίζει καλόκαρδα ένας ντελιβεράς από το ποδήλατό του καθώς διασχίζω τη διάβαση (παραδόξως έχει σταματήσει στο φανάρι). “Ναι”, σκέφτομαι, “είμαι χαρούμενη γιατί επιβίωσα μία ακόμη μέρα εδώ πέρα”.
Όμως δεν το λέω φωναχτά. Ίσως να’χει δίκιο. Συνειδητοποιώ ότι χαμογελάω περπατώντας στο χωριό μου, που το μισώ και το αγαπώ. Και που είναι το μόνο μέρος σ’ολόκληρη τη Νέα Υόρκη όπου μπορείς να κυκλοφορείς όλο το εικοσιτετράωρο και να μη φοβάσαι, διότι οι γείτονες μπορεί να μην ξέρουν τι θα πει “κοινή ησυχία” αλλά είναι έξω καρδιά και φιλικοί, και σου μιλάνε χωρίς να σε ξέρουν και χωρίς σεξουαλικά υπονοούμενα. Μόνο στο χωριό μου το Χάρλεμ.