Καρναβάλια
Να μην έχουμε παράπονα, θα ρίξει φωτιά ο Καρνάβαλος να μας κάψει. Διότι δεν θυμάμαι πώς ακριβώς μας μπήκε το καρναβάλι, αλλά μας βγήκε πανηγυρικά και φαντασμαγορικά. Υπερπαραγωγή, λέμε τώρα, εφάμιλλη των καλύτερων βραζιλιάνικων. Πρώτα απ’ όλα είχαμε το υπερθέαμα της στράτευσης Κασσελάκη. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατέπλευσε στο στρατόπεδο και με τροχήλατο βαλιτσάκι και με νεσεσέρ τίγκα (φαίνεται έχει ένα θέμα με το τι χωράει πού, το μαρτυρούν τα κουμπιά των πουκαμίσων του που είναι πάντα έτοιμα να αυτονομηθούν – αυτά και η Νέα Αριστερά) και σακ βουαγιάζ (σακουβαγιάζ το λέγαμε στη Σύρο, θεωρώντας ότι προέρχεται από τη σακούλα). Και μέσα στις αποσκευές του είχαν στοιβαχτεί όλα τα σχετικά κλισέ. Από το «Ζακέτα να πάρεις» της μητέρας του που ακούσαμε στο βίντεο που ανέβασε στο Tik Tok έως τη συνεργάτριά του που δάκρυζε καθώς τον αποχαιρετούσε και το κολλητάρι του Γιώργο Λιάγκα που τον συνόδευσε στο κέντρο εκπαίδευσης (σκέφτομαι πως αν, τελικά, του αρέσει ο στρατός να γίνει μετά μονιμάς στου Λιάγκα, εξάλλου μια φορά την εβδομάδα περνάει από την εκπομπή του).
Μια που τα είδαμε, μια που τα ξεχάσαμε, διότι μας ήρθαν μετά οι στολές για την τελετή αφής της Ολυμπιακής Φλόγας και μείναμε με τη σερπαντίνα στο χέρι. Δεν ξέρω ποιος μας κάνει πλάκα, αλλά κάποιος μας κάνει. Και ίσως η μόνη που δεν φταίει είναι η ντιζάινερ Μαρία Κατράντζου που τις σχεδίασε και η οποία, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της πετυχημένης καριέρας της, έδειξε το ταλέντο της στη χρήση της στάμπας στο ρούχο και τη διαχείριση του εμπριμέ και όχι στην ανάδειξη της πτύχωσης του υφάσματος, που είναι ένα αναγνωριστικό – και απαράμιλλο αν θυμηθούμε την έκθεση «Πτυχώσεις» στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας – στοιχείο του Ancient Greek Style. Δεν είδε κάποιος τα σχέδια από πριν; Δεν φαντάστηκε τους συνειρμούς που προκαλούν; Που δηλαδή τα βλέπεις και είναι σαν να ακούς την ιέρεια να λέει «Ισα που πρόλαβα να ρίξω μια μαρμαροκολόνα πάνω μου και έτρεξα να προλάβω την αφή». Ή νομίζεις ότι – θαύμα, θαύμα – σωματοποιήθηκαν κάτι ωραιότατα καραφάκια ούζου σε σχέδιο μαρμαροκολόνας που πουλάνε στα «σουβενιράδικα» και αρέσουν πολύ στους τουρίστες από τις πρώην ανατολικές χώρες.
Γιατί, βρε παιδιά, τέτοια γραφικοποίηση; Σαν το «Ηχος και Φως», επί χούντας, στην Ακρόπολη. Γιατί τέτοιος διακοσμητικός μαξιμαλισμός σε ένα στυλ που έγινε σύμβολο και πηγή έμπνευσης για σπουδαίους δημιουργούς – και όχι μόνο μόδας – λόγω της λιτότητας και του στυλιστικού υπαινιγμού του; Καταφέραμε να παρακάμψουμε, σε γενικές γραμμές, το κιτς στην επέτειο για τα 200 χρόνια της Επανάστασης και να επαναπροσδιορίσουν, τότε, πολλοί δημιουργοί την αισθητική αξία του τσαρουχιού και φερθήκαμε έτσι στις «ιέρειες»; Τις οποίες γιατί έπρεπε να ξαναντύσουμε; Εξαιρετικές ήταν οι ενδυμασίες τους μέχρι τώρα. Τουλάχιστον ξεχώριζαν από τον βωμό και τις κολόνες.
(Το αγόρι της παρέας, με την πλισέ φούστα, γιατί μου φαίνεται ότι φοράει ρωμαϊκή στολή;).
Από χωρίου εις χωρίον
Μια έκφραση που έχει εγκατασταθεί εδώ και χρόνια στην καθημερινή μας γλώσσα είναι το «Είχατε και στο χωριό σας εκείνο ή το άλλο;». Τη θεωρώ καραγκιοζιλίδικα σουσουδίστικη, απαξιωτική, ρατσιστική και ακυρωτική της ανθρώπινης φύσης. Τίποτα δεν είχαμε στο «χωριό» μας, φροντίσαμε όμως στην πορεία της ζωής μας να αποκτήσουμε. Και γνώσεις και ενημέρωση και πληροφόρηση και πολλά άλλα.
Θεωρώ λοιπόν μεγάλο φάουλ της Μαρίνας Σάττι να απαντήσει, μέσω σόσιαλ μίντια, σε αυτούς στους οποίους δεν άρεσε το «Ζάρι» της με τη φράση «Είχατε ρεγκετόν και στο χωριό σας;». Οχι, δεν είχαμε. Φροντίσαμε όμως να αποκτήσουμε, αν όχι τη συγκεκριμένη γνώση, άλλες πιο σημαντικές. Αυτό ακριβώς κάνει ο άνθρωπος. Μαθαίνει και εξελίσσεται. Ε, κι αν δεν ξέρει τη ρεγκετόν, δεν σταματά η εξέλιξη.
Η Μαρίνα Σάττι, ως συστηματική καλλιτέχνις, θα έπρεπε να ξέρει ότι ποτέ δεν απαξιώνεις έτσι αυτούς που δεν τους αρέσει κάτι που κάνεις. Και ως καλλιτέχνις γενικώς, θα έπρεπε επίσης να ξέρει ότι την τέχνη, και ειδικά το τραγούδι, δεν χρειάζεται να έχεις ειδικές γνώσεις για να την καταλάβεις. Είναι εκεί για να σε συγκινεί.