Ισως να μην το θυμούνται πολλοί, αλλά ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν είναι ο μόνος ηγέτης που θα ξεκινήσει και επισήμως προσεχώς (στις 7 Μαΐου) μία νέα (την τρίτη κατά σειρά, την πέμπτη συνολικά…) προεδρική θητεία. Πολύ πιο σύντομα, στις 3 Απριλίου, θα ορκιστεί για τρίτη συνεχόμενη φορά πρόεδρος της Αιγύπτου ο Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι. Οπως και στη Ρωσία, έτσι και στην Αίγυπτο οι προεδρικές εκλογές διήρκεσαν τρεις ημέρες, από τις 10 έως τις 12 Δεκεμβρίου. Οπως στη Ρωσία, έτσι και στην Αίγυπτο ο αλ-Σίσι επανεξελέγη θριαμβευτικά, εξασφαλίζοντας ένα 89,6% των ψήφων. Οπως στη Ρωσία, έτσι και στην Αίγυπτο, χρειάστηκε μία συνταγματική μεταρρύθμιση, το 2019 η συγκεκριμένη, ώστε να επιτραπεί στον απερχόμενο πρόεδρο να διεκδικήσει και τρίτη συνεχόμενη θητεία – η διάρκεια της οποίας επεκτάθηκε με την ευκαιρία από τα τέσσερα στα έξι έτη. Οπως στη Ρωσία, έτσι και στην Αίγυπτο ο απερχόμενος πρόεδρος φρόντισε να μην έχει ουσιαστικούς αντιπάλους, αλλά να δώσει μία επίφαση πλουραλισμού, τοποθετώντας απέναντί του στην κούρσα ακόμα τρεις, προσεκτικά επιλεγμένους, και εγγυημένα άκακους υποψηφίους.
Τα ονόματά τους (Χαζέμ Ομάρ, Αμπντέλ-Σανάντ Γιαμάμα, Φαρίντ Ζαχράν) δεν τα θυμάται πια κανείς, και δικαίως. Κάποιοι, λίγοι, όσοι επιμένουν να δραστηριοποιούνται σε αυτόν τον δυστυχή τομέα που ονομάζεται «προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», θυμούνται ενδεχομένως τα ονόματα των τριών πραγματικών αντιπάλων του αλ-Σίσι που δεν κατάφεραν καν να θέσουν υποψηφιότητα, ο ένας, ο δημοσιογράφος Χισάμ Κασέμ, γιατί βρέθηκε περιέργως στη φυλακή, η δεύτερη, η Γκαμέελα Ισμαήλ, επικεφαλής του Al-Dostour, γιατί δεν κατάφερε περιέργως να λάβει τη στήριξη του κόμματός της, και ο τρίτος και κυριότερος, ο Αχμέντ αλ-Ταντάουι, πρώην βουλευτής και πρώην επικεφαλής του αριστερού κόμματος Karama, γιατί δεν κατόρθωσε περιέργως να συγκεντρώσει παρά μόνο 14.000 από τις 25.000 υπογραφές αιγύπτιων πολιτών που χρειάζονταν οι ανεξάρτητοι υποψήφιοι.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, τίποτε από αυτά δεν είναι «περίεργο», για όλα φρόντισε η σιδηρά πυγμή με την οποία κυβερνά την Αίγυπτο ο στρατηγός αλ-Σίσι από το 2014, έναν χρόνο αφότου ανέτρεψε με πραξικόπημα τον ισλαμιστή Μοχάμεντ Μόρσι. Σύμφωνα με οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η χώρα έχει σωρεύσει αυτή τη δεκαετία κάπου 60.000 πολιτικούς κρατουμένους. Τα βασανιστήρια θεωρούνται «κομμάτι μιας κρατικής πολιτικής», «ένα πολιτικό εργαλείο για την καταστολή της διαφωνίας». Το ίδιο και οι αυθαίρετες συλλήψεις, μαζί με τον εκφοβισμό. Πολλοί υποστηρικτές του αλ-Ταντάουι συνελήφθησαν προεκλογικά, ακόμα περισσότεροι κατήγγειλαν πως, όταν προσήλθαν στα εγκεκριμένα από την κυβέρνηση κέντρα συλλογής υπογραφών, είτε τους είπαν ότι το σύστημα δεν λειτουργούσε, είτε τα βρήκαν αποκλεισμένα από «μπαλτάγκια», πληρωμένους από το καθεστώς μπράβους, που επέτρεπαν μόνο σε υποστηρικτές του αλ-Σίσι να περάσουν.
Κάπως έτσι, ο πρόεδρος συγκέντρωσε περισσότερες από ένα εκατομμύριο υπογραφές καθώς και τη στήριξη περισσότερων από 420 βουλευτών, σε σύνολο 596. Το μόνο που έμενε, ήταν μία μαζική προσέλευση, ώστε να ξεπλυθεί εκείνη η ντροπή του 60% της αποχής στις προεδρικές εκλογές του 2018. Την έχουν ανάγκη οι δικτάτορες τη μεγάλη συμμετοχή, και φροντίζουν να την εξασφαλίζουν με κάθε μέσο: στο 66,8%, «ποσοστό – ρεκόρ», έφτασε στις προεδρικές εκλογές της Αιγύπτου, στο 67,5% έφτασε στις προεδρικές εκλογές της Ρωσίας. Κάπου μέσα στο εγχειρίδιο της απολυταρχίας, πρέπει να γράφει ότι «για διάφορους λόγους, ιδανικό είναι ένα ποσοστό συμμετοχής μεταξύ 65% – 68%».
Οχι ότι μπορούν, φυσικά, να συγκριθούν οι δύο χώρες. Με τον επιθετικό της πόλεμο στην Ουκρανία, με τις απειλές για χρήση πυρηνικών όπλων, με τη δολοφονία του Αλεξέι Ναβάλνι, με την εγκατάλειψη κάθε προσχήματος, η Ρωσία είναι μια κατηγορία από μόνη της. Η Αίγυπτος, από την πλευρά της, όχι απλά δεν είναι παρίας της διεθνούς κοινότητας αλλά είναι ένας σημαντικότατος διαμεσολαβητής στην προσπάθεια τερματισμού του πολέμου Ισραήλ – Χαμάς – τον ρόλο αυτό πρόταξε άλλωστε και ο αλ-Σίσι προεκλογικά, ώστε να περάσει σε δεύτερη μοίρα η δεινή οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα. Αν συνυπολογίσει, λοιπόν, κανείς τη στρατηγική θέση της Αιγύπτου, και τον ρόλο που μπορεί να παίξει στην ανάσχεση των μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη, μπορεί κάλλιστα να αποφανθεί πως και λογική και θεμιτή είναι η Στρατηγική Συνεργασία ΕΕ – Αιγύπτου που υπογράφηκε την Κυριακή στη χώρα – μαζί με την υπόσχεση για την παροχή 7,4 δισεκατομμυρίων ευρώ, σε επιχορηγήσεις και δάνεια, στο Κάιρο, χωρίς καμία πρόβλεψη για επιτήρηση, κανέναν όρο σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Πραγματισμός, λέγεται. Και ιεράρχηση των προτεραιοτήτων.
Μόνο οι συνήθεις ύποπτοι, οι οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς και μερικοί ευρωβουλευτές των επιτροπών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δικαιοσύνης και εξωτερικών υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου, αυτοί που κατηγόρησαν την περασμένη Τετάρτη την Κομισιόν, ενόψει της συμφωνίας με την Αίγυπτο, αλλά και δεδομένης της αντίστοιχης συμφωνίας που έχει υπογράψει με την Τυνησία, ότι «χρηματοδοτεί δικτάτορες σε όλη την περιοχή», έμειναν να διαμαρτύρονται. Αλλά οι πρώτες, έχουν φτάσει ήδη να θεωρούνται ευρέως από γραφικές έως πουλημένες. Οσο για τους δεύτερους, ευρωεκλογές έρχονται, μεγάλη άνοδος των ακροδεξιών προβλέπεται, οι φωνές αυτές αν δεν εκλείψουν θα αποδυναμωθούν σημαντικά, και όλα θα πάνε καλά.