Συνάντησα πριν από λίγο καιρό μια φίλη, συμμαθήτρια στο λύκειο, παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών. Δεν κάναμε ποτέ ιδιαίτερη παρέα, αλλά ένα κοινό μας στοιχείο ήταν ανέκαθεν το διάβασμα, βιβλιοφάγοι και οι δύο, με πλούσια βιβλιοθήκη και ατελείωτους τίτλους προς ανάγνωση καθώς ο χρόνος δεν είναι αρκετός για να τα διαβάσεις όλα, όσο και αν προσπαθείς.
Μιλώντας μαζί της, όταν ήρθε η στιγμή της αναφοράς σε κάποιο βιβλίο, με την αγωνία να δω τι έχει διαβάσει τώρα τελευταία ώστε να το τσεκάρω κι εγώ, χωρίς να κρύψει τη στενοχώρια της μου εξομολογήθηκε ότι δεν έχει ανοίξει βιβλίο εδώ και μήνες. Δεν πίστευα στ’ αφτιά μου. Αυτή η κοπέλα που δεν άφηνε σελίδα αδιάβαστη, να μην έχει ελέγξει τις νέες κυκλοφορίες; Να μην έχει τσεκάρει τις επανεκδόσεις που αξίζει να αγοράσεις ξανά μόνο και μόνο για την απόλαυση της νέας μετάφρασης, ή τη χαρά του καινούργιου εξωφύλλου;
«Ασε άσε» μου είπε. «Αυτό είναι πλέον το μόνιμο βιβλίο μου». Και μου έδειξε το κινητό της τηλέφωνο. Μόνο που δεν με έπνιξε η γουλιά του καφέ που εκείνη τη στιγμή κατάπινα. Εξεπλάγην. «Μπορείς και διαβάζεις e book;», αφελώς τη ρώτησα. «Γιατί εγώ δεν μπορώ» (είμαι λάτρης της παραδοσιακής ανάγνωσης σε χαρτί και καθότι βαριάς μορφής μύωψ δυσκολεύομαι στην ανάγνωση από την οθόνη, πόσω μάλλον την πολύ μικρή, ενός κινητού).
«Τι e book και κουραφέξαλα μου λες εσύ τώρα…» η απάντηση. «TikTok και παιχνίδια φίλε μου… Σκάω φούσκες και ενώνω μπαλίτσες. Δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο. Οσο και αν το προσπαθώ. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ». Και το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορεί να συγκεντρωθεί γενικώς, όχι μόνο στο διάβασμα. Σε μια περίπτωση, ξαπλωμένη στο κρεβάτι πριν κοιμηθεί, μου είπε ότι ήταν τόσο απορροφημένη από το «ξεφύλλισμα» του ΤikTok που αντί να βάλει την ωτοασπίδα στο ένα της αφτί, έβαλε τη μασημένη τσίχλα που είχε ακουμπήσει δίπλα στο προσκέφαλό της.
Το πρωί που ξύπνησε τρόμαξε βλέποντας τις «κλωστές» τσίχλας να βγαίνουν μέσα από την τρύπα του αφτιού της και νόμισε ότι η παραφίνη της ωτοασπίδας είχε λιώσει και ότι θα έπρεπε να πάει στον γιατρό! Τελικά έπεσε αρκετό τσιμπιδάκι και το πρόβλημα λύθηκε, όχι βέβαια χωρίς πόνο. «Ασε φίλε, η παραφίνη έλιωσε και το μυαλό καμένο». Mέχρι και ο γιος της, που δεν είναι στα κοινωνικά δίκτυα, της κάνει πια «ντου» για να δει αν διαβάζει βιβλίο ή κινητό και ουαί και αλίμονο αν την πιάσει με το κινητό. «Πώς έρχονται τα πράγματα στη ζωή» μου είπε η φίλη. «Εκεί που εγώ τον κυνηγούσα κάποτε για να διαβάζει, τώρα το κάνει εκείνος…».
Βεβαίως, το ανά χείρας κείμενο δεν έχει σκοπό ούτε να «κατηγορήσει» το ΤikTok λέγοντας ότι μπορεί να βλάψει σοβαρά την υγεία, ούτε να επισημάνει για μια ακόμη φορά το αυτονόητο, δηλαδή την τρομερή επίδραση που μπορεί να έχουν στη ζωή όλων – ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, κοινωνικής και οικονομικής τάξης – τα κοινωνικά δίκτυα και βέβαια τα κινητά. Αυτά τα γνωρίζουμε. Αυτό που ίσως πολλοί να μη γνωρίζουν ή μάλλον να μη θέλουν να δουν, είναι ότι η αποκλειστική προσήλωσή μας στο Χ-Ψ κοινωνικό δίκτυο ή ό,τι άλλο προσφέρει αυτή η μικρή συσκευή στην παλάμη μας, μας στερεί την απόλαυση του παραδείσου που μπορεί να είναι η ίδια η απλότητα της καθημερινότητάς μας.
Το διάβασμα ενός βιβλίου. Το να κοιτάξεις τον ουρανό. Το να καθίσεις στο γρασίδι και να ρεμβάσεις για λίγο.
Μιλώ για αυτόν τον παράδεισο που ο Βιμ Βέντερς στην τελευταία ταινία του, «Υπέροχες μέρες», αποτύπωσε μέσα από την απλότητα της ζωής του κεντρικού ήρωα, ενός καθαριστή τουαλετών του Τόκιο που απολαμβάνει Πατρίσια Χάισμιθ και Γουίλιαμ Φόκνερ πριν κοιμηθεί το βράδυ, τρώει το σάντουίτς του στο παγκάκι κάθε μεσημέρι ακούγοντας το τιτίβισμα των πουλιών στο πάρκο και γουστάρει να ακούει «παλιο-ροκιές» ενώ οδηγεί κάθε μέρα στη δουλειά του.
Είναι πραγματικά άξιο απορίας και εντελώς αντιφατικό που αυτή η ταινία άρεσε τόσο πολύ και σε τόσο πολλούς ανθρώπους, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παντού, αφού στην πραγματικότητα είναι το εγκώμιο ενός ανθρώπου εντελώς έξω από την εποχή μας. Ενός ζεν δεινόσαυρου. Μήπως όμως άρεσε επειδή τους είπε τι μπορεί να χάνουν και τους έδειξε τι μπορούν να κάνουν;