Στην Ελλάδα εκπαιδευόμαστε από μικροί να μισούμε τις επιχειρήσεις. Σκεφτείτε το απλό, στην Ελλάδα μετράμε την ανεργία, τις κενές θέσεις εργασίας, αλλά σπανίως αναφερόμαστε σε τακτική βάση σε αυτούς που βρήκαν δουλειά στον ιδιωτικό τομέα. Προτιμάμε να προβάλλουμε τους δείκτες γκρίνιας και όχι τις θετικές αναφορές. Στις ΗΠΑ κάθε πρώτη Παρασκευή του μήνα ανακοινώνονται τα στοιχεία από την αγορά εργασίας του μήνα που πέρασε. Τα στοιχεία του Φεβρουαρίου, για παράδειγμα, έδειξαν ότι προστέθηκαν 275.000 θέσεις εργασίας, και αυτό θεωρήθηκε καλό στοιχείο και ευνόησε τους βασικούς χρηματιστηριακούς δείκτες. Η μέση ωριαία αμοιβή (στις ΗΠΑ) αυξήθηκε κατά 5 σεντς στα 34,57 δολάρια. Και αυτό το μετρούν και το προβάλλουν τακτικά.
Στην Ελλάδα τέτοια στοιχεία δεν έχουμε. Την Παρασκευή πριν από τριήμερο ανακοινώθηκαν και ουδείς τα παρατήρησε και ας έσπασαν επίσης ρεκόρ δεκαπενταετίας άλλα θετικά στοιχεία. Οι κενές θέσεις εργασίας (αυτές μετράμε) έφτασαν τις 38.000 στο τέταρτο τρίμηνο, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο από το μακρινό και δυσφημισμένο 2009 (48.897). Επίσης, καλό νέο που δεν τους έδωσε κανείς σημασία, απλά γιατί είναι ένα πρόβλημα της ιδιωτικής οικονομίας που υπονοεί ότι οι επιχειρήσεις θέλουν να προσλάβουν. Αν απέλυαν θα γινόταν επικοινωνιακό πάρτι. Μαζί, την ίδια μέρα ανακοινώθηκε και ο δείκτης μισθολογικού κόστους (δηλαδή το μέσο ωρομίσθιο) ο οποίος αυξήθηκε σωρευτικά το 2023 κατά 5,9%, φτάνοντας τα επίπεδα του 2010. Ούτε με αυτό ασχολήθηκε κανείς. Προφανώς με ακριβότερη ζωή, άρα με μικρότερο πραγματικό μισθό σε σχέση με το 2010, αλλά σε ονομαστικό επίπεδο, οι επιχειρήσεις κατάφεραν και κάλυψαν σημαντικό έδαφος.
Στο ίδιο πλαίσιο της μαζικής δυσφήμησης των επιχειρήσεων, γράφονται περισπούδαστες αναλύσεις για το πόσο άδικα και κάτω από το τραπέζι μοιράζονται επιχειρήσεις και τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Βάσει αυτών, αν ρωτηθεί ο μέσος Ελληνας, με σιγουριά θα αποφανθεί ότι τα δίνουν «δωράκια» στις επιχειρήσεις. Η κυβέρνηση, δε, το αφήνει να κυκλοφορεί για να μη δείξει μια άλλη αδυναμία της τις κακές επιδόσεις του προγράμματος, καθώς το μόνο βέβαιο για την ώρα είναι ότι ελάχιστες από τις εκταμιεύσεις καταλήγουν σε επιχειρήσεις. Στο σημείωμα για την οικονομία που έδωσε στη δημοσιότητα την προηγούμενη εβδομάδα η Τράπεζα της Ελλάδος αναφέρεται ότι η Ελλάδα έχει λάβει από την Ευρώπη (απορρόφηση) 14,9 δισ. ευρώ (7,6 ευρώ για επιχορηγήσεις και 7,3 ευρώ για δάνεια) από το συνολικό κονδύλι των 36 δισ. ευρώ.
Σε ό,τι αφορά τις εκταμιεύσεις, από τις επιχορηγήσεις έχουν πάρει τον δρόμο τους 7,6 δισ. Μόλις 2,42 δισ. έχουν φτάσει όμως στα χέρια επιχειρήσεων. Τα υπόλοιπα έχουν πάει στο κράτος και τους φορείς του. Ακόμα χειρότερη είναι η κατάσταση των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης. Από τα 17,7 δισ. ευρώ, οι εκταμιεύσεις ανέρχονται σε 7,3 δισ. ευρώ, ωστόσο μόλις 1,4 δισ. έχουν δοθεί σε επιχειρήσεις.
Το Ταμείο Ανάκαμψης, βασικό ευρωπαϊκό εργαλείο ανάκαμψης των επιχειρήσεων από την κρίση που προκάλεσε η πανδημία, έχει εξελιχθεί σε πρόγραμμα κάλυψης κρατικών δαπανών. Αλλά όλοι συνεχίζουν να θεωρούν ότι καταλήγει στις τσέπες επιχειρηματιών.
Το πόσο φοβάται κάποιος να υποστηρίξει δημοσίως τις ελληνικές ιδιωτικές επιχειρήσεις φαίνεται ακόμα πιο έντονα στην αντιμετώπιση του εξ Αμερικής ορμώμενου Στέφανου Κασσελάκη από τους ίδιους του τους συντρόφους. Δύο πράγματα είπε για τις επιχειρήσεις, τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών εργοδοτών και εργαζομένων και τη μείωση της φορολογίας για την πλειοψηφία τους και ελάχιστα τα ακούμε να προβάλλονται από το ίδιο του το κόμμα.