Η ανακοίνωση έγινε με βασιλική βούλα και κάθε δέουσα επισημότητα: η πριγκίπισσα της Ουαλίας έκανε προγραμματισμένο χειρουργείο στην κοιλιακή χώρα, το οποίο πήγε καλά. Σε λίγες μέρες, έγραφαν από το Παλάτι, θα επιστρέψει σπίτι της για την ανάρρωσή της, που θα πάρει κάποιον χρόνο – θα επιστρέψει στα καθήκοντά της μετά το Πάσχα. Ούτε γάτα ούτε ζημιά. Η λέξη-κλειδί ήταν η λέξη «προγραμματισμένο». Προγραμματισμένο, στη γλώσσα της επικοινωνίας, είναι ένα συμβάν που δεν έρχεται έκτακτα, ως κεραυνός εν αιθρία, και αφορά κάποιο γνωστό πρόβλημα που βρίσκεται σε διαδικασία επίλυσης. Κρύβει μια κανονικότητα, μια ρουτίνα και παράλληλα λειτουργεί ως προτροπή στη λεγόμενη κοινή γνώμη να στρέψει τα μάτια της από την άλλη, αποδεχόμενη την ιδιωτικότητα που φέρει κάθε ιατρικό ζήτημα. Είναι ένδειξη πως όλα βρίσκονται υπό έλεγχο, ακόμα κι όταν δεν είναι. Το θέμα είναι να λειτουργήσει πειστικά.
Ακούγεται ίσως ως δικαιολογία στην πριγκιπική κλειδαρότρυπα, όμως δεν είναι: αν κάποιος θέλει να διαπιστώσει τον τρόπο που η καχυποψία διαβρώνει τις σχέσεις ανάμεσα στους πολίτες και τους θεσμούς πρέπει να μελετήσει σοβαρά την «εξαφάνιση» της Κέιτ Μίντλετον. Η σημειολογία δεν πέρασε στο ευρύ κοινό. Το Παλάτι, η «εταιρεία», το πιο συμβολικό σημείο αναφοράς για τη βρετανική ταυτότητα ακόμα και σήμερα, παράγει τις τελευταίες ημέρες διαρκείς αποδείξεις δημόσιας παρουσίας της πριγκίπισσας, που βρίσκεται ακόμη σε αναρρωτική άδεια, οι οποίες δεν γίνονται πιστευτές: μια φωτογραφία στο αυτοκίνητο από απόσταση, μια «πειραγμένη» ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που τα μεγαλύτερα πρακτορεία του κόσμου αρνήθηκαν να μοιράσουν και ένα θολό βίντεο από κάμερα κινητού περασμένης δεκαετίας, που αποτυπώνουν τρεις διαφορετικές βερσιόν της ίδιας ιστορίας. Οι κινήσεις, με ή χωρίς αιτία, δείχνουν ανοργανωσιά και πανικό ενός θεσμού σε κρίση, που κρύβει πολύ περισσότερα από ένα προγραμματισμένο χειρουργείο.
Το πιο σημαντικό ίδρυμα της Βρετανίας, που κατάφερε να αποκαταστήσει τη φήμη της βασιλικής οικογένειας μετά τις δυσκολίες της δεκαετίας του ’90 και επέτρεψε στην Ελισάβετ να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής της σε πλήρη λαϊκή αποδοχή, παρά τις διαμάχες των απογόνων της, αδυνατεί να συγκρατήσει τη φημολογία που συνοδεύει την ανάρρωση της Μίντλετον: όσοι Βρετανοί δεν τρολάρουν, ισχυριζόμενοι ότι συμμετέχει σε τηλεοπτικό πρόγραμμα κρύβοντας το πρόσωπό της ή ότι έχει κάνει πλαστική, απλώς θεωρούν πως τους λένε ψέματα.
Ψάχνουν τον ιατρικό φάκελο της πριγκίπισσας, συγκρίνουν πειστήρια και σωσίες. Προτιμούν τις θεωρίες συνωμοσίας, που περιλαμβάνουν τον καρκίνο του Καρόλου και την απιστία του Γουίλιαμ ως συνθετικά στοιχεία μιας ιστορίας ανταρσίας – ως εξελιγμένο μοντέλο «πριγκίπισσας του λαού» χωρίς τις ακραίες συναισθηματικές μεταβάσεις της ομότιτλής της, η Κέιτ αρνείται, σε πλαίσιο και με στόχο, να συνεργαστεί με το Παλάτι μέχρι να επιβάλει τους όρους της. Στη συνείδηση όσων παρακολουθούν τις εξελίξεις, από πρότυπο βασιλικής συμπεριφοράς η Κέιτ έχει μετατραπεί στην «απόδειξη» όσων θέλουν να δουν το σύστημα, οποιοδήποτε σύστημα, να φαγώνεται σιγά σιγά από μέσα. Στο καλό σενάριο, γιατί στο κακό είναι ήδη νεκρή και «μας το κρύβουν».
Ενδεχομένως σε ένα Ηνωμένο Βασίλειο που δεν έχει ζήσει τις πολιτικές και κοινωνικές περιπέτειες της περασμένης δεκαετίας, με πολίτες που δεν θα είχαν κληθεί να διαχειριστούν τις συνέπειες ενός Brexit που όταν ψήφισαν δεν πολυσκέφτηκαν, η ασθένεια της Κέιτ θα ήταν απλώς ασθένεια. Αλλά απέχουν πολύ από αυτό – και εκείνοι στη Βρετανία και εμείς οι υπόλοιποι.