Για μια χώρα που ποτέ δεν τα κατάφερε να δημιουργήσει ένα αξιόπιστο πλαίσιο ανάπτυξης της υγιούς επιχειρηματικότητας, ήταν καλό νέο αυτό που ήρθε χθες από τη λίστα ανταγωνιστικότητας του «Economist». Ανεβήκαμε στη θέση 34 στη λίστα με τις 82 χώρες που εξετάζονται με συγκεκριμένα κριτήρια κάθε χρόνο από το έγκυρο οικονομικό περιοδικό. Ανεβήκαμε 28 θέσεις φέτος και άλλες 16 θέσεις το 2022, κάτι που σημαίνει ότι μπήκαμε στην τρίτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα από τον πάτο σχεδόν της σχετικής κατάστασης. Οτι βγήκαμε από αυτόν (τον πάτο) είναι ξεκάθαρα μια θετική εξέλιξη.
Ο συγκεκριμένος δείκτης μετρά πόσο ελκυστικό είναι το επιχειρηματικό περιβάλλον, με βάση 91 μεταβλητές σε κατηγορίες που φτάνουν σε έκταση και καλύπτουν σχεδόν ένα πλήρες κυβερνητικό πρόγραμμα. Συγκεκριμένα, εξετάζονται παράγοντες όπως το πολιτικό περιβάλλον, το μακροοικονομικό περιβάλλον, οι επιχειρηματικές ευκαιρίες, η πολιτική ως προς την ελεύθερη αγορά και τον ανταγωνισμό, η πολιτική έναντι των ξένων επενδύσεων, το εξωτερικό εμπόριο, οι φόροι, η χρηματοδότηση, η αγορά εργασίας, οι υποδομές και η τεχνολογική ετοιμότητα. Οσα δηλαδή μετράνε στον καπιταλισμό προκειμένου να αναπτύσσονται υγιείς επιχειρήσεις, που θα δημιουργούν καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας με στόχο μια καλύτερη ζωή για όλους. Σε αυτά τα πεδία υπήρχε βελτίωση και η μικρή Ελλάδα που πριν από λίγα χρόνια… κοσμούσε το εξώφυλλο του «Economist» με το καμένο 20ευρο της χρεοκοπίας, έχει κάνει πολλά βήματα μπροστά. Πολλά όμως ακόμα μένει να γίνουν.
Τώρα που προχωράμε, μήπως ήρθε η ώρα να αφήσουμε πίσω και αυτούς που δεν ήρθαν στην Ελλάδα για να επενδύσουν κατ’ επιλογή, αλλά λόγω της συγκυρίας; Να αλλάξουμε δηλαδή, τώρα που μπορούμε, επενδυτική πίστα; Η Ελλάδα ήρθε η ώρα να αφήσει πίσω της επενδύσεις σαν αυτές της Hellenic Train, της πιο αποτυχημένης αποκρατικοποίησης στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Και βέβαια επενδύσεις σαν αυτές των Πορτογάλων της BA Glass, που το 2017 μέσα στην κρίση και τη δική μας ανάγκη, αγόρασαν τη μοναδική σοβαρή υαλουργία (με 75 χρόνια ιστορία) που έχει η χώρα, τη Γιούλα, γιατί απλά ήθελαν το εργοστάσιό της στη Βουλγαρία και το πρώτο που έκαναν είναι να κλείσουν αυτό της Ελλάδας. Χωρίς μάλιστα πρώτα να επενδύσουν ούτε ευρώ. Μόνιμα η μονάδα στην Ελλάδα ανέμενε μια κεφαλαιακή ενίσχυση που ποτέ δεν ερχόταν από την Πορτογαλία.
Και το τελικό χτύπημα ήρθε με προσωπικά μηνύματα στους 300 εργαζομένους, για να επιλέξουν μεταξύ της απλής αποζημίωσης απόλυσης και μιας πιο πλούσιας αποζημίωσης παραίτησης. Και το φουγάρο σταμάτησε να βγάζει καπνό. Ο κλίβανος στην υαλουργία εάν σταματήσει να λειτουργεί, δύσκολα ξαναπαίρνει εμπρός και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου. Και μια παραγωγική μονάδα, από αυτές που δεν μας περισσεύουν, χάθηκε.
Μέσα στην κατήφεια που προκαλεί πάντα ένα λουκέτο, ήταν ωραία χθες τα νέα που μας ήρθαν από τον «Economist». Είναι ώρα να δούμε πώς θα αξιοποιήσουμε όμως πλέον όλα αυτά τα δυνατά κομμάτια που μόλις δημιουργήσαμε και τα επικρότησαν οι οικονομολόγοι του διεθνούς οικονομικού εντύπου. Οχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να μη χρειαστεί ποτέ ξανά να δεχθούμε στην Ελλάδα επενδυτές που εμφανώς δεν ήθελαν ποτέ να ρίξουν ούτε ένα ευρώ στην ελληνική οικονομία.