Ενώ σιγά σιγά βαδίζουμε σε περίοδο πολιτικά φορτισμένη ενόψει των ευρωπαϊκών εκλογών, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ένα νέο πολιτικό τοπίο. Στη δημόσια ζωή έχει εγκατασταθεί μια δυσαρέσκεια που έχει στόχο την κυβέρνηση και τις επιδόσεις της, και για πραγματικά ζητήματα (ακρίβεια, στεγαστικό πρόβλημα, εγκληματικότητα) αλλά και για συμβολισμούς. Περισσότερη ζημιά φαίνεται να έχουν κάνει και στην κυβέρνηση και στον Πρωθυπουργό οι συνέπειες της συζήτησης και του θορύβου για τα Τέμπη, κάτι που εκ των πραγμάτων σημαίνει ότι η κυβέρνηση δεν υπολόγισε σωστά τις επιπτώσεις από την παρατεταμένη κοινοβουλευτική συζήτηση για το θέμα αλλά και από την εξαγωγή του θέματος στην Ευρώπη, όχι αυτή τη φορά από τους συνήθεις υπόπτους, από τα φθαρμένα πολιτικά πρόσωπα. Η καμπάνια περί «δικαιοσύνης για τα Τέμπη», της οποίας ηγείται μητέρα θύματος, αποδείχτηκε αποτελεσματικότερη. Η κοινή γνώμη είναι περισσότερο ευάλωτη στα «επιχειρήματα» της συγκίνησης που προκαλεί η επίκληση της δυσάρεστης βιωμένης εμπειρίας.
Η μετρήσιμη σε όλες τις δημοσκοπήσεις υποχώρηση της υποστήριξης στις κυβερνητικές επιλογές, ακόμα μια φορά, δεν οδηγεί στη διαμόρφωση ενός κυρίαρχου αντιπολιτευτικού ρεύματος. Η αντιπολίτευση παραμένει κομμένη στα τρία: ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και ο επιστολογράφος του Ιησού διεκδικούν να εκφράσουν το ρεύμα της κυβερνητικής δυσαρέσκειας. Κοινό τους χαρακτηριστικό, ένας τυφλός αντικυβερνητικός λόγος χωρίς ουσιαστικά προγράμματα διαχείρισης μιας χώρας βγαλμένης από βαθιά κρίση. Τα τρία ρεύματα της αντιπολίτευσης χρησιμοποιούν, με διαβαθμίσεις, κοινή ρητορική. Στα ζητήματα της οικονομίας κλείνουν το μάτι σε κάθε είδους διεκδίκηση ελπίζοντας να κεφαλαιοποιήσουν τη διαμαρτυρία, αδιαφορούν για τα ζητήματα των μεταρρυθμίσεων (εκτός αν αγγίζουν τις προσωπικές τους διεκδικήσεις, όπως π.χ. συνέβη με τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ στο θέμα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών) ή τα εχθρεύονται και υποθάλπουν, ευθέως αλλά κυρίως υποδόρια, τον αντιδυτικισμό, ουσιαστικά παίρνοντας αποστάσεις από τη στάση της κυβέρνησης στο θέμα της Ουκρανίας.
Στην Ακροδεξιά, από τη στάση αυτή κερδίζει έδαφος ο Επιστολογράφος. Στα αριστερά, φαίνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, υπό τον Κασσελάκη, υπερσκελίζει το ΠΑΣΟΚ. Ο Κασσελάκης είναι επικοινωνιακός, εισδύει σε απολίτικα κοινά και φτιάχνει ένα νέο κόμμα, που πάντως παραμένει κόμμα διαμαρτυρίας.
Ο Ανδρουλάκης, από τη δική του σκοπιά, βλέπει να μην τελεσφορεί η προσπάθεια να φτιάξει ένα προσωπικό κόμμα στηριγμένο, επίσης, στην κουλτούρα της αριστερής διαμαρτυρίας. Ηδη κάποιες δημοσκοπήσεις (π.χ. Opinion) μετρούν τον παλαιό ανταγωνιστή του για την αρχηγία στο ΠΑΣΟΚ, τον Ανδρέα Λοβέρδο, και το δικό του κόμμα, τους Δημοκράτες, με ποσοστό που του επιτρέπει την υπολογίσιμη καταγραφή. Αν αυτό το ποσοστό επιβεβαιωθεί ή και αυξηθεί, αν δηλαδή η στάση του Λοβέρδου υπέρ μιας συστημικής αντιπολίτευσης επιβραβευτεί από τους ψηφοφόρους, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κινδυνεύει να είναι ο πρώτος τέως κραταιός στο κόμμα του.
Πάντως, όλα δείχνουν ότι βρισκόμαστε σε καμπή. Η κυβέρνηση πλαγιοκοπείται από κόμματα με πολιτικό λόγο παρόμοιο εκείνου που παρέτεινε την πολιτική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας – αλλά αυτή τη φορά το μοναδικό αφήγημά της, η πολιτική σταθερότητα, χάνει έδαφος από τη δυναμική των προβλημάτων που διαχειρίζεται πλημμελώς. Αν μάλιστα αυτή η αδυναμία εκφραστεί με ένα αδύναμο ευρωψηφοδέλτιο από σταρ της δημόσιας ζωής που θα αδυνατούν να κατανοήσουν το Ευρωκοινοβούλιο και, κυρίως, να δράσουν αποτελεσματικά, μπορεί να μην υπάρχει δυνατότητα ανακοπής αυτής της δυναμικής προς τη φθορά.
Κάτι τέτοιο θα επαναφέρει τάσεις πολιτικής αποσταθεροποίησης που στο παρελθόν την πληρώσαμε ακριβά.