Η αντίληψη ότι οι γυναίκες αποτελούν έναν πληθυσμό χαμηλού καρδιαγγειακού κινδύνου έχει αναθεωρηθεί, καθώς η καρδιαγγειακή νόσος στις γυναίκες έχει υψηλότερη θνητότητα απ’ ό,τι στους άνδρες, ενώ περίπου το 50% των γυναικών στην αναπαραγωγική ηλικία έχουν ήδη κακή καρδιαγγειακή υγεία.
Υπό τα δεδομένα αυτά, οι ειδικοί επιμένουν πως η ανάγκη για μεγαλύτερη εγρήγορση και ενημέρωση για τη σημασία της πρόληψης, διάγνωσης και θεραπείας, είναι απαραίτητη. Οπως ενδεικτικά σημειώνει ο πρόεδρος της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας (ΕΚΕ) και καθηγητής Καρδιολογίας Γιώργος Κοχιαδάκης, «οι καρδιαγγειακές νόσοι στις γυναίκες υποδιαγιγνώσκονται και υποθεραπεύονται τόσο στην Ελλάδα όσο και παγκοσμίως. Σε ένα σημαντικό ποσοστό, τόσο οι ίδιες οι γυναίκες όσο και οι ιατροί, υποεκτιμούν τον καρδιαγγειακό αυτόν κίνδυνο».
Η καρδιά δεν είναι… άτρωτη. Εξαιτίας της ευρέως διαδεδομένης άποψης ότι οι γυναίκες προστατεύονται από τα οιστρογόνα μέχρι την εμμηνόπαυση, πολλές νεότερες γυναίκες θεωρούν λανθασμένα ότι είναι άτρωτες και ότι δεν χρειάζεται να αντιμετωπίζουν και να περιορίζουν τους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές νόσους, όπως κάπνισμα, παχυσαρκία, αρτηριακή υπέρταση, υπερλιπιδαιμία, σακχαρώδη διαβήτη, έλλειψη άσκησης.
Αυτό, όπως υπογραμμίζουν οι ειδικοί της ΕΚΕ, έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου των συγκεκριμένων γυναικών. Οσον αφορά τα οξέα στεφανιαία σύνδρομα οι γυναίκες συχνά μπορεί να παρουσιάσουν διαφορετικά, μη τυπικά συμπτώματα σε σύγκριση με τους άνδρες. Δηλαδή, αντί του τυπικού θωρακικού-οπισθοστερνικού άλγους μπορεί να εμφανίσουν δύσπνοια, ναυτία, έμετο και άτυπο άλγος (π.χ. στην πλάτη ή το επιγάστριο) με αποτέλεσμα την υποδιάγνωση των οξέων στεφανιαίων συνδρόμων στις γυναίκες και τη μη παροχή ή καθυστέρηση εφαρμογής της ενδεδειγμένης φαρμακευτικής αγωγής ή/και επεμβατικής αντιμετώπισης.
Επίσης και στις χρόνιες καρδιαγγειακές νόσους οι γυναίκες λαμβάνουν σε χαμηλότερο ποσοστό θεραπεία σύμφωνη με τις κατευθυντήριες οδηγίες, σε σύγκριση με τους άνδρες. Επιπλέον δεν λαμβάνονται υπόψη οι σχετιζόμενοι με το φύλο παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Ωστόσο, μόλις πρόσφατα έχει αρχίσει η ευαισθητοποίηση της ιατρικής κοινότητας σχετικά με αυτούς τους ειδικούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου στις γυναίκες.
Ο κίνδυνος έχει… φύλο. Μοναδικοί παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου για τις γυναίκες σε νεαρή ηλικία – όπως ιδιαίτερες συνθήκες κατά την κύηση (αρτηριακή υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης, ανεπιθύμητη έκβαση), ορμονικοί παράγοντες (λήψη αντισυλληπτικών φαρμάκων, σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, πρόωρη εμμηνόπαυση), καρδιοτοξική χημειοθεραπευτική αγωγή ή ακτινοθεραπεία και ανοσολογικά νοσήματα (πιο συχνά στις γυναίκες – ερυθηματώδης λύκος, ρευματοειδής αρθρίτιδα) – αυξάνουν τον μελλοντικό καρδιαγγειακό κίνδυνο και χρήζουν ιδιαίτερης φροντίδας και αντιμετώπισης στις νέες γυναίκες. Οπως προσθέτουν οι ειδικοί της εταιρείας η τροποποίηση του τρόπου ζωής με διακοπή καπνίσματος, συστηματική άσκηση, αποφυγή καθιστικής ζωής, διατήρηση του ιδανικού βάρους του σώματος, υγιεινό τρόπο διατροφής, μέτρια πρόσληψη αλκοόλ και άλατος, είναι απαραίτητα για την πρωτογενή πρόληψη των καρδιαγγειακών συμβαμάτων από τη νεαρή ηλικία γυναικών.
Τα συχνότερα συμπτώματα του εμφράγματος δεν διαφέρουν μεταξύ ανδρών και γυναικών. Αυτά είναι έντονος πόνος ή δυσφορία στο στήθος, αλλά συχνά περιγράφονται και ως σφίξιμο, κάψιμο ή πίεση βαθιά πίσω από το στέρνο. Συχνά ο πόνος αυτός επεκτείνεται στον λαιμό, την κάτω γνάθο, τους ώμους, τους βραχίονες και τους αγκώνες όπου αποτελεί μια πολύ χαρακτηριστική αντανάκλαση. Κάποιες φορές ο πόνος επεκτείνεται ή και εντοπίζεται στην περιοχή του στομάχου και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή ώστε να μην ξεγελαστούμε θεωρώντας τον πόνο αυτό έλκος ή γαστρίτιδα. Ο πόνος του εμφράγματος συνήθως συνδυάζεται με αίσθημα αδυναμίας, ωχρότητα, ναυτία και έντονη εφίδρωση. Οι επιστήμονες της Εταιρείας υπογραμμίζουν πάντως ότι στις γυναίκες ιδιαίτερα το έμφραγμα εμφανίζεται κάποιες φορές με διαφορετικά από τα παραπάνω συμπτώματα. Ετσι μπορεί να εμφανίσουν ζάλη, δυσκολία στην αναπνοή, έμετο, λιποθυμία, αίσθημα κόπωσης ή ακόμα και αϋπνία. Αυτό οδηγεί πολλές φορές σε υποεκτίμηση της σοβαρότητας της κατάστασής τους. Τα παραπάνω συμπτώματα εύκολα αποδίδονται στις γυναίκες σε ψυχολογικά αίτια ή άγχος, με αποτέλεσμα να καθυστερούν να ζητήσουν βοήθεια από τον γιατρό και να καθυστερούν να λάβουν τη σωστή θεραπεία, με πολύ σοβαρές συνέπειες για την υγεία και την ίδια τους τη ζωή.
Κολπική μαρμαρυγή. Σε ασθενείς ηλικίας μικρότερης των 75 ετών η επίπτωση της κολπικής μαρμαρυγής είναι μεγαλύτερη στις γυναίκες. Επίσης έχει παρατηρηθεί πως οι ασθενείς αυτές έχουν πιο συχνά βαλβιδοπάθεια, στεφανιαία νόσο, και γενικά πιο πολλές συνοσηρότητες. Επιπλέον διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για εγκεφαλικό επεισόδιο και θάνατο συγκριτικά με τους άνδρες. Ακόμα όμως και οι θεραπευτικές στρατηγικές για την κολπική μαρμαρυγή διαφέρουν. Η επιλογή της καρδιομετατροπής και της κατάλυσης αποτελούν λιγότερο συχνές επιλογές, ενώ η φαρμακευτική θεραπεία για τον έλεγχο συχνότητας ή η χορήγηση αντιαρρυθμικών φαρμάκων αποτελούν πιο συχνές θεραπευτικές στρατηγικές. Εντούτοις, οι ειδικοί επισημαίνουν πως οι γυναίκες γενικά δεν εκπροσωπούνται επαρκώς στις πολυκεντρικές μελέτες για να εξαχθούν αξιόπιστα αποτελέσματα και συνεπώς χρειάζεται πιο ενδελεχής έρευνα.
Αναφορικά με την καρδιακή ανεπάρκεια οι ασθενείς υπολογίζονται στο 1%-2% του πληθυσμού παγκόσμια, παρουσιάζουν δραματική αύξηση τα τελευταία χρόνια, και περίπου το 50% αυτών είναι γυναίκες. Τα αίτια που σχετίζονται με μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου στις γυναίκες είναι η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, η κολπική μαρμαρυγή, οι βαλβιδοπάθειες, η παχυσαρκία και η καρδιοτοξικότητα θεραπειών για τον καρκίνο του μαστού. Επιπλέον, η νόσος επηρεάζει διαφορετικά τα δύο φύλα. Οι γυναίκες την παρουσιάζουν σε μεγαλύτερη ηλικία (συνήθως >65 ετών) ενώ εμφανίζουν έναν ιδιαίτερο τύπο καρδιακής ανεπάρκειας, στον οποίο η καρδιά έχει σχετικά καλή σύσπαση (δύναμη να στείλει αίμα στα όργανα) αλλά έχει «σκληρύνει» και δεν μπορεί να «χαλαρώσει» καλά για να γεμίσει με ικανή ποσότητα αίματος. Ο τύπος αυτός είναι πιο δύσκολο να διαγνωσθεί και να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί. Οι γυναίκες επίσης έχουν πολύ περισσότερα συμπτώματα, λιγότερη αντοχή στην κούραση, νοσηλεύονται συχνότερα και έχουν συχνότερα κατάθλιψη. Εχει όμως διαπιστωθεί πως ζουν λίγο περισσότερο και ανταποκρίνονται λίγο καλύτερα σε ορισμένες θεραπείες, ενώ τα περισσότερα από τα αίτια που τους προκαλούν τη νόσο μπορούν σε μεγάλο βαθμό να προληφθούν.
H πρόωρη εμμηνόπαυση. Οι γυναίκες σε πρώιμη εμμηνόπαυση έχουν αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα και εγκεφαλικό επεισόδιο, λόγω της απώλειας της θετικής δράσης των οιστρογόνων. Πρώιμη είναι η εμμηνόπαυση που συμβαίνει πριν από την ηλικία των 40 και αφορά το 1% των γυναικών, εξηγούν οι ειδικοί της Εταιρείας. Και προσθέτουν πως η θεραπεία υποκατάστασης ορμονών δεν επιδεινώνει τον κίνδυνο καρδιοαγγειακής νόσου όταν ξεκινά πριν από τα 60 έτη και 10 χρόνια από την εμμηνόπαυση.
Επειτα διευκρινίζουν ότι «η χρήση ορμονοθεραπείας που περιλαμβάνει μόνο οιστρογόνο δεν επηρεάζει ή και ελαττώνει την πιθανότητα καρδιακού επεισοδίου. Ωστόσο αν περιέχεται και προγεσταγόνο τότε ο κίνδυνος μπορεί να αυξηθεί λίγο. Ο κίνδυνος εγκεφαλικού επεισοδίου μπορεί να αυξηθεί λίγο με την χορήγηση ορμονοθεραπείας από το στόμα όχι όμως και με τη διαδερμική χορήγηση». Μάλιστα, η διαδερμική χορήγηση είναι ασφαλής και σε γυναίκες με αυξημένο σωματικό βάρος. Τονίζεται επίσης πως για τις γυναίκες που έχουν επιβαρυντικό ιστορικό για θρομβοεμβολικό επεισόδιο συστήνεται ειδικός αιματολογικός έλεγχος πριν από την έναρξη της θεραπείας, ενώ θα πρέπει να συνεκτιμάται και ο κίνδυνος καρκίνου του μαστού. Σε κάθε περίπτωση «η δόση, ο τρόπος χορήγησης και η διάρκεια της θεραπείας υποκατάστασης θα πρέπει να εξατομικεύεται και να επανεκτιμάται σε σταθερά χρονικά διαστήματα. Η διασφάλιση της ποιότητας ζωής με τη διατήρηση της σωματικής και ψυχολογικής υγείας της γυναίκας μετά την εμμηνόπαυση είναι θεμελιώδης και αλλαγές του τρόπου ζωής όπως διακοπή καπνίσματος, άσκηση και προσεγμένη διατροφή θα πρέπει να ενθαρρύνονται», προσθέτουν οι ειδικοί.