Ενα παγκόσμιο «κύμα» λοιμώξεων που προκαλούνται από ανθεκτικούς στις θεραπείες μύκητες έχει θέσει σε συναγερμό την ιατρική κοινότητα.
Η δερματική επαφή με μικροοργανισμούς που εντοπίζονται στο χώμα και στις σκληρές επιφάνειες – όπως για παράδειγμα στα ντους κοινής χρήσης στα γυμναστήρια – ή η έκθεση σε κατοικίδια μολυσμένα με μύκητες μπορεί να οδηγήσει σε μυκητιασικές λοιμώξεις γνωστές ως δερματομυκητιάσεις. Εξανθήματα, κνησμός, ενόχληση και αίσθημα καύσου στο δέρμα είναι κάποια από τα συμπτώματα των μυκητιάσεων του δέρματος.
150 εκ. κρούσματα και 1,7 εκ. θάνατοι
Επιδημιολογικά στοιχεία που δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό «Microbial Cell» δείχνουν ότι η αύξηση των σοβαρών μυκητιασικών λοιμώξεων οδηγεί σε περισσότερα από 150 εκατομμύρια κρούσματα και σχεδόν 1,7 εκατομμύρια θανάτους παγκοσμίως σε ετήσια βάση.
Ευρεία απειλή
Σε πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Pathogens and Immunity» οι Τόμας ΜακΚόρμικ και Μαχμούτ Γκανούμ, καθηγητές Δερματολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Case Western Reserve εξήγησαν πώς η ολοένα και μεγαλύτερη ανθεκτικότητα των μυκήτων στα φάρμακα επιδεινώνει το πρόβλημα των επιθετικών μυκητιασικών λοιμώξεων.
«Δεν πρόκειται για ένα ζήτημα που αφορά μεμονωμένους ασθενείς. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει αναγνωρίσει τις ανθεκτικές μυκητιασικές λοιμώξεις ως μια ευρεία απειλή η οποία μπορεί να επηρεάσει τα συστήματα υγείας ανά τον κόσμο αν δεν τεθεί υπό έλεγχο».
«Κλειδί» η πρώιμη ανίχνευση των μυκητιασικών λοιμώξεων
Με βάση τα ευρήματά τους οι δύο ερευνητές εξέδωσαν οδηγίες πρόληψης και κάλεσαν σε λήψη άμεσης δράσης από την ιατρική κοινότητα προκειμένου να προστατευθεί ο πληθυσμός από τους πολυανθεκτικούς μύκητες – η αρχή πρέπει να γίνει από την ευαισθητοποίηση και τη σωστή εκπαίδευση των ειδικών, όπως σημείωσαν.
«Οι γιατροί πρέπει να δίνουν προτεραιότητα στη χρήση διαγνωστικών τεστ όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με μια άγνωστη λοίμωξη από μύκητα» σημείωσε ο καθηγητής Γκανούμ και προσέθεσε ότι «η πρώιμη ανίχνευση των μυκητιασικών λοιμώξεων μπορεί να κάνει τη διαφορά στην έκβαση των ασθενών».
Οι ασθενείς με καρκίνο καθώς και οι μεταμοσχευμένοι είναι πιο ευάλωτοι στις λοιμώξεις από μύκητες και μάλιστα από φαρμακο-ανθεκτικούς μύκητες, τόνισαν οι δύο καθηγητές.
Ανησυχητική ανάδυση πολυανθεκτικών στελεχών
Η ανάδυση μάλιστα πολυανθεκτικών στελεχών μυκήτων όπως ο Candida Auris και ο Trichophyton indotineae, είναι ιδιαιτέρως ανησυχητική και απαιτεί άμεση προσοχή και δράση, υπογράμμισαν οι ερευνητές.
Σε μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό «Emerging Infectious Diseases» η ερευνητική ομάδα του δρος Γκανούμ σε συνεργασία με τα Κέντρα για τον Ελεγχο και την Πρόληψη Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC), περιέγραψαν μια περίπτωση ασθενούς από την οποία προέκυψε ότι ο Trichophyton indotineae, εκτός του ότι έχει καταστεί ανθεκτικός στις θεραπείες, ήταν και σεξουαλικώς μεταδιδόμενος. Η περίπτωση αυτή μαρτυρεί την ανησυχητική δυναμική που αποκτούν διαφορετικοί μύκητες θέτοντας σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία.
Τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν
Ως απάντηση στο ανησυχητικό αυτό πρόβλημα που λαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις οι ΜακΚόρμικ και Γκανούμ προτείνουν τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων:
- Αύξηση της ευαισθητοποίησης και της εκπαίδευσης των ειδικών ώστε να καταστούν καλύτερα κατανοητά τα αίτια της αύξησης των ανθεκτικών μυκητιασικών λοιμώξεων.
- Διεξαγωγή διαγνωστικών τεστ η οποία θα οδηγεί και στις κατάλληλες θεραπευτικές στρατηγικές για τον κάθε ασθενή.
- Ευρύτερη διεξαγωγή αντιμυκητογράμματος (τεστ ευαισθησίας για μύκητες το οποίο χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της ευαισθησίας των μυκήτων που εμπλέκονται σε διάφορες λοιμώξεις, έναντι διαφόρων αντιμυκητιασικών φαρμάκων).
- Υιοθέτηση στρατηγικών πρόληψης και διαχείρισης της ανθεκτικότητας των μυκήτων στις θεραπείες μέσω συντονισμένων προσπαθειών από επαγγελματίες υγείας, ερευνητές, αρμοδίους χάραξης πολιτικής και τη φαρμακοβιομηχανία.
«Ο τελικός στόχος αυτών των μέτρων είναι η βελτίωση της ποιότητας φροντίδας των ασθενών εξασφαλίζοντάς τους αποτελεσματικές θεραπείες και προλαμβάνοντας την περαιτέρω κλιμάκωση του προβλήματος» κατέληξε ο καθηγητής Γκανούμ.