Πίσω από έναν σκουριασμένο φράχτη και την έντονη βλάστηση που υποδηλώνει τον ερχομό άλλης μιας άνοιξης, τίποτα δεν μαρτυρά την ύπαρξη μιας γειτονιάς αλλιώτικης από τις άλλες. Κι όμως, σε ένα οικόπεδο πίσω από το Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας-Πειραιά ο χρόνος έχει παγώσει για δυόμισι δεκαετίες. Οικογένειες που επλήγησαν από τον καταστροφικό σεισμό του 1999 συνεχίζουν να στριμώχνονται στα ελάχιστα τετραγωνικά που περικλείονται σε τέσσερις τοίχους πολυουρεθάνης. Εχοντας χάσει τα σπίτια τους από το φονικό χτύπημα του Εγκέλαδου στην Πάρνηθα εκείνο το μεσημέρι της 7ης Σεπτεμβρίου, εγκαταστάθηκαν «προσωρινά» σε κοντέινερ. Κι όμως, 25 χρόνια μετά, παραμένουν στο ίδιο σημείο, έχοντας πια ξεχάσει τις δεσμεύσεις για διευθέτηση του στεγαστικού τους.
Η ιδιότυπη γειτονιά αποτελείται από τέσσερις οικογένειες, 10 άτομα, ενώ στα γειτονικά κοντέινερ, στα οποία παλαιότερα έμεναν συμπάσχοντες, έχουν πλέον εγκατασταθεί καταπατητές, εκμεταλλευόμενοι την απόλυτη και χρόνια αδιαφορία των συναρμόδιων φορέων. Οι πρώην γείτονές τους κατάφεραν να φύγουν είτε με τις δικές τους οικονομίες είτε με τη βοήθεια συγγενών και φίλων.
«Είμαστε στο έλεος του Θεού» λέει η 75χρονη Πόπη Αρναούτη, γέννημα-θρέμμα της Νίκαιας. Το σπίτι της ήταν στην οδό Λαοδικείας και από τον σεισμό κρίθηκε ακατοίκητο, με την ίδια να αναγκάζεται να εγκατασταθεί «στις λαμαρίνες», όπως χαρακτηριστικά λέει. Σε αυτές τις «λαμαρίνες» μεγάλωσε την οικογένειά της, πάντρεψε το παιδί της, γιόρτασε τον ερχομό των εγγονιών της και πριν από λίγα χρόνια πένθησε τον χαμό του συζύγου της. Από τότε ζει εκεί μόνη, στερούμενη – για μεγάλο διάστημα – μέχρι και το ρεύμα. Σήμερα, η ηλεκτροδότηση έχει αποκατασταθεί, όμως φυλάει για κάθε ενδεχόμενο το φαναράκι με τις μπαταρίες που αποτέλεσε τη μοναδική πηγή φωτισμού του νοικοκυριού της και δηλώνει ευτυχισμένη που το καλοκαίρι θα έχει κλιματισμό.
«Δεν έχω βοήθεια από κανέναν, μόνο το παιδί μου έρχεται και με βλέπει με τα εγγόνια μου. Μας είχαν πει ότι θα μείνουμε μόνο δύο χρόνια εδώ, αλλά φτάσαμε τα 25. Μας ξέχασαν εντελώς» λέει στα «ΝΕΑ» με πικρία και περιγράφει πώς το φθινόπωρο παλεύει με τα νερά της βροχής, το καλοκαίρι με τις υψηλές θερμοκρασίες και τον χειμώνα με το κρύο που «εισβάλλει» στο κοντέινερ από παντού. «Δεν ελπίζω πλέον σε κάτι καλύτερο. Ελεγαν ότι θα μας δώσουν κάτι για να εγκατασταθούμε, αλλά μείναμε με τις υποσχέσεις».
Υπό αντίστοιχες συνθήκες ζουν στο διπλανό λυόμενο οι γείτονές της, Κωνσταντίνα Μακρή και Βασίλης Κατσούλας, με τις δύο κόρες τους. Πίσω από την ξύλινη «αυλόπορτα» που έφτιαξε με τα χέρια του ο 65χρονος είναι κρυμμένοι ένας λουλουδόκηπος και ένας μικρός μπαχτσές με ζαρζαβατικά «για τις δύσκολες μέρες», τον οποίο φροντίζει η σύζυγός του. Το μαγείρεμα γίνεται στο πετρογκάζ και η ξυλόσομπα ζεσταίνει τους κρύους τοίχους, αλλά και το νερό «για να μη χαλάμε ρεύμα». Η αισιοδοξία, ωστόσο, δεν λείπει. Ανάμεσα στα νοβοπάν και στις σταγόνες της βροχής που διαπερνούν τη μόνωση του κοντέινερ, το πρόσωπο της 60χρονης κυρίας Ντίνας – όπως την ξέρουν όλοι στη «γειτονιά» – φωτίζει όταν θυμάται πώς επιβίωσε η οικογένειά της από τον μεγάλο σεισμό.
«Ζήσαμε άσχημες καταστάσεις όλα αυτά τα χρόνια, αλλά έχουμε καταφέρει να μεγαλώσουμε την οικογένειά μας με αξιοπρέπεια» αναφέρει με περηφάνια ο Βασίλης Κατσούλας, σημειώνοντας πως η μικρή κόρη του, Αναστασία, «μπήκε στο κοντέινερ πέντε ετών και τώρα κλείνει τα 30». «Μια ολόκληρη ζωή στον καταυλισμό. Εδωσε πανελλαδικές χωρίς να έχουμε ρεύμα για δύο χρόνια και πέρασε στα ΤΕΙ στη Μηχανιώνα. Ομως, δεν είχαμε την οικονομική άνεση να νοικιάσουμε εκεί, ούτε μπόρεσε να προχωρήσει η μετεγγραφή στην Αθήνα. Οπότε το παιδί δεν πήγε να σπουδάσει…».
«Μας έκαναν μπαλάκι»
Στις δυόμισι αυτές δεκαετίες συμπλήρωσαν αιτήσεις, έγραψαν υπομνήματα, έκαναν εκκλήσεις, διοργάνωσαν παραστάσεις διαμαρτυρίας… Εις μάτην, κανένα αντίκρισμα. «Κουραστήκαμε. Το ενδιαφέρον εκφράζεται μόνο όταν έχουμε εκλογές. Μας έκαναν μπαλάκι από το υπουργείο στην αποκεντρωμένη διοίκηση, από εκεί στον δήμο και πάλι από την αρχή. Κατά καιρούς, μάλιστα, φούντωναν οι φήμες πως θέλουν να μας διώξουν. Ομως, δεν έχουμε πού να πάμε. Δεν ενοχλούμε κανέναν».
Στα ενδότερα του καταυλισμού ζει και ο 45χρονος Βαγγέλης, ο οποίος ακόμη και τώρα δεν έχει ρεύμα. Οπως και οι άλλοι ξεχασμένοι σεισμόπληκτοι, έτσι και αυτός ήλπιζε πως κάποια στιγμή θα αποκτήσει ένα κανονικό σπίτι. Τώρα, «κάνει κάποια μεροκάματα εδώ κι εκεί για τα προς το ζην» και φροντίζει οι κοινόχρηστοι χώροι της «γειτονιάς» τους να παραμένουν καθαροί από αγριόχορτα και σκουπίδια. Σε γνωστούς ή γείτονες πηγαίνει μόνο για να φορτίσει το κινητό του και σε ώρες ανάγκης.
Χάος με τη δικαιοδοσία
«ΤΑ ΝΕΑ», μετά την αυτοψία στην άγνωστη γειτονιά των σεισμοπλήκτων, απευθύνθηκαν στον νεοκλεγέντα δήμαρχο Νίκαιας-Ρέντη Κωνσταντίνο Μαραγκάκη. «Αυτός ο χώρος ανήκει αποκλειστικά στο Γενικό Κρατικό και κατά καιρούς έχουμε κάνει πολλές νύξεις» ξεκαθαρίζει και σπεύδει να συμπληρώσει πως και παλαιότερα έχει ζητηθεί λύση του ζητήματος από τη διοίκηση του νοσοκομείου. «Ως δημοτική αρχή σκοπεύουμε να προβούμε σε κάποιες ενέργειες, αλλά χρειαζόμαστε λίγο χρόνο να το διερευνήσουμε» επισημαίνει χαρακτηριστικά.
Πάντως, πηγές τόσο της τρέχουσας όσο και της απελθούσας διοίκησης του δήμου εμφανίζονται κάθετες, σχολιάζοντας με απάθεια πως «οι άνθρωποι ζουν εκεί γιατί θέλουν να ζουν εκεί, επειδή… βολεύτηκαν».
Από την πλευρά του, ο διοικητής του Γενικού Νοσοκομείου Νίκαιας-Πειραιά Ανδρέας Πλεμμένος αναφέρει πως για την ερχόμενη εβδομάδα έχει προγραμματιστεί συνάντηση με τον δήμαρχο, στο επίκεντρο της οποίας θα βρεθεί ο καταυλισμός. Οπως λέει εντούτοις, επικαλούμενος την ενημέρωση που έχει λάβει, αυτές οι οικογένειες διαμένουν στον χώρο παράνομα. «Από ό,τι ξέρω, έχει γίνει πρόταση για να μετακινηθούν και να πάνε εκεί όπου έχουν πάει και οι υπόλοιποι, αλλά αρνήθηκαν. Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να ενημερωθώ περισσότερο για το νομικό στάτους της υπόθεσης…».
Στην εξίσωση των ευθυνών και το χάος της δικαιοδοσίας μπαίνει βεβαίως και η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής, στην οποία υπάγεται η Υπηρεσία Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων (νυν Τομέας Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων), με την οποία οι δικαιούχοι σύναψαν το «Συμφωνητικό Παράδοσης και Παραλαβής για Χρήση Οικισμού». Σε επικοινωνία των «ΝΕΩΝ» με στελέχη της, ωστόσο, υποστηρίχθηκε ότι σήμερα η δικαιοδοσία έχει περάσει «μάλλον» στο υπουργείο Πολιτικής Προστασίας και Κλιματικής Κρίσης.
«Γειτονιές» σε Αχαρνές, Δαμάσι, Αρκαλοχώρι
Ο «προσωρινός» καταυλισμός της Νίκαιας δεν είναι, βέβαια, ο μοναδικός του είδους του. Σεισμόπληκτοι του ’99 συνεχίζουν να διαβιούν σε λυόμενα μερικά χιλιόμετρα βορειότερα, στο Στρατόπεδο «Καποτά» στις Αχαρνές. Μία από τις παλαιότερες κατοίκους του εκεί καταυλισμού, η Μάχη Σιόλη, εξηγεί πως περίπου 10% των διαμενόντων βρίσκονται εκεί για 25 χρόνια. «Πολλοί δεν κατάφεραν να φτιάξουν το σπίτι τους. Ηρθε μετά και η κρίση, η ακρίβεια, και έμειναν εδώ. Οπως εγώ». Ομως, στο πέρασμα των χρόνων πολλά κοντέινερ «έχουν αλλάξει χέρια», καταλήγει με νόημα.
Από τον σεισμό των 6,3 ρίχτερ στην Ελασσόνα έχουν περάσει μόλις τρία χρόνια, διάστημα μικρό σε σύγκριση με τα 25 της Πάρνηθας. Εντούτοις, οι σεισμόπληκτοι από το Δαμάσι Τυρνάβου ανησυχούν ότι θα έχουν και αυτοί την τύχη των ξεσπιτωμένων της Ατιτκής. «Το δικό μου σπίτι βγήκε “κίτρινο” και την Πρωταπριλιά του 2021 μπήκα στο κοντέινερ. Ομως, πάνω από 100 οικογένειες ζουν μέσα στο χωριό σε χαρακτηρισμένα μη κατοικήσιμα σπίτια. Ενας Θεός ξέρει τι θα συμβεί αν κάνει σεισμό» λέει στα «ΝΕΑ» ο συνταξιούχος Θεόδωρος Γρέπος. Οι αρχικές αποζημιώσεις – 8.000 ευρώ για τα «κίτρινα» και 14.000 ευρώ για τα «κόκκινα» σπίτια – φτάνουν ίσα-ίσα για τους μηχανικούς. «Είχαν πει ότι θα δοθεί ένα ποσό. Το 80% από το κράτος και το 20% από άτοκο δάνειο, αλλά σε όσους γνωρίζω οι τράπεζες αποκρίθηκαν πως “δεν υπάρχει τέτοιο προϊόν”» προσθέτει.
Περίπου 600 άτομα, μεταξύ των οποίων και παιδιά, συνεχίζουν να ζουν σε κοντέινερ και στο Αρκαλοχώρι Ηρακλείου, με τους κατοίκους της περιοχής να ζητούν επίσπευση των διαδικασιών αποκατάστασης των κτιρίων. Εκεί, τουλάχιστον 150 οικογένειες έχουν επιστρέψει σε σπίτια χαρακτηρισμένα ακατάλληλα, ελλείψει άλλης επιλογής.