Εικοσιπέντε μήνες συμπληρώνονται την Κυριακή από την εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων στα εδάφη της Ουκρανίας και η εμπειρία των γεγονότων που ακολούθησαν δίνουν σε Κίεβο, Μόσχα και διεθνή κοινότητα την ευκαιρία να αρχίσουν να αναζητούν τρόπους για την κατάπαυση του πυρός και την έναρξη διπλωματικών διαπραγματεύσεων, σημειώνει σε μελέτη του το Ιnstitut Montaigne. Διότι αν ισχύει η περίφημη ρήση του Κλαούζεβιτς ότι «ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα», ίσως έφτασε η ώρα για τους εμπολέμους να πράξουν το αντίθετο: να συνεχίσουν τον πόλεμο με άλλα μέσα, πολιτικά και διπλωματικά.
«Η Ρωσία θα συνεχίσει να αποτελεί μακροπρόθεσμα μια σοβαρή απειλή για τις δυτικές χώρες λόγω της ρεβανσιστικής πολιτικής της ατζέντας και της οικονομικής ανθεκτικότητας που απέδειξε ότι διαθέτει στον πόλεμο με την Ουκρανία. Και παρά τις αρχικές δυσκολίες και οπισθοδρομήσεις που συνάντησε στα πεδία των μαχών…».
Αυτή είναι μια κεντρική παρατήρηση των ειδικών του Institut Montaigne που «μπορεί να μην εκπλήσσει πραγματικά, αλλά στην ουσία της είναι ανατριχιαστική», όπως εκτιμά ο Ιβ Μπουρντιγιόν της «Les Echos». Ο συντάκτης της γαλλικής οικονομικής εφημερίδας εξηγεί ότι η μελέτη για το ουκρανικό που δημοσιοποίησε την Πέμπτη το εδρεύον στο Παρίσι Ινστιτούτο βασίστηκε σε δεκάδες συνεντεύξεις με πρόσωπα που έχουν ενεργή ανάμιξη στον πόλεμο και με διεθνείς παρατηρητές στη Μόσχα, το Παρίσι, το Βερολίνο, την Κωνσταντινούπολη και το Βίλνιους.
Αδυναμίες
Το Ινστιτούτο, το οποίο αξιολογεί λεπτομερώς τις στρατιωτικές και οικονομικές δυνάμεις και αδυναμίες καθώς και τα δημογραφικά στοιχεία της Ρωσίας, δεν αναφέρει «για λόγους ασφαλείας» τα ονόματα των αξιωματούχων και των διεθνών παρατηρητών που συνεργάστηκαν στην έρευνα. Η μελέτη βασίστηκε επίσης σε μια «γεωπολιτική ατζέντα αμφισβήτησης εκ μέρους της Μόσχας της διεθνούς τάξης πραγμάτων που διαμορφώθηκε μετά τον τερματισμό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1945».
Παρενθετικά θα πρέπει να σημειώσει κανείς ότι το Ινστιτούτο Montaigne είναι μια δεξαμενή σκέψης που ιδρύθηκε το έτος 2000, στελεχώνεται από ειδικούς που προέρχονται από τη γαλλική επιχειρηματική κοινότητα και επίσης από Ευρωπαίους πανεπιστημιακούς, πρώην πολιτικούς και διπλωμάτες και θεωρείται ότι διαπνέεται από το πνεύμα και τις απόψεις των μεγάλων γαλλικών επιχειρήσεων που το χρηματοδοτούν.
Τα μαθήματα που πήρε η Μόσχα
«Σε στρατιωτικό επίπεδο η Ρωσία φαίνεται σήμερα να έχει καταφέρει να μειώσει σημαντικά τις πιθανότητες νίκης της Ουκρανίας, παρά το ότι η Μόσχα έχει χάσει το 20% με 30% του στόλου της στη Μαύρη Θάλασσα και τα μισά άρματα μάχης της» σημειώνει στη μελέτη του το Institut Montaigne.
«Πράγματι», σημειώνει μιλώντας στη «Les Echos» ο Μισέλ Ντικλό, πρώην πρεσβευτής της Γαλλίας που συμμετείχε στη συγγραφή της έρευνας, «η Ρωσία έχει πάρει μαθήματα από τις τακτικές της αποτυχίες επί του πεδίου. Αλλά συν τω χρόνω ανέκτησε τις παραδοσιακές στρατιωτικές της αρετές και μια υπεροχή που βασίζεται στο μεγαλύτερο αριθμό των ανδρών και πολεμικών μέσων, αν και ο εξοπλισμός της είναι απαρχαιωμένος».
«Η Ρωσία, από την οποία τέθηκαν εκτός μάχης σχεδόν και οι 360.000 στρατιώτες που εξαπέλυσαν την επίθεση τον Φεβρουάριο του 2022 (σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν), αναπτύσσει επί του παρόντος 470.000 άνδρες στο θέατρο των επιχειρήσεων. Περίπου οι μισοί εξ αυτών αντιμετωπίζουν στο μέτωπο περίπου 220.000 Ουκρανούς», αναφέρεται στη μελέτη.
Ο «πολεμικός καπιταλισμός» της Μόσχας τής επιτρέπει να παράγει 120 άρματα μάχης το μήνα, καθώς και ικανό αριθμό πυραύλων Iskander. «Στον πόλεμο της προπαγάνδας η Ρωσία καταφέρνει επίσης να διχάσει και να εκφοβίσει τη δυτική κοινή γνώμη παίζοντας με την απειλή της χρήσης πυρηνικών όπλων, σε αντίθεση με τον καθαρά αποτρεπτικό χαρακτήρα που προσέδιδε η Μόσχα κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου στην ανάπτυξη πυρηνικών προγραμμάτων», όπως σημειώνεται στην έκθεση.
Τρία μαύρα σενάρια
Με δεδομένη μια δυσμενή για το Κίεβο και τη Δύση τροπή που παίρνει ο πόλεμος όσο κυλούν οι μήνες, το Ινστιτούτο Montaigne αναφέρει κατ’ αρχάς τρία ευνοϊκά για τη Ρωσία (αλλά «μαύρα για τη Δύση») σενάρια τερματισμού των εχθροπραξιών – ίσως και λήξης του πολέμου ή συνέχισής του με διπλωματικά μέσα, όπως προαναφέραμε. Το πρώτο σενάριο προβλέπει την κατάρρευση της ουκρανικής αμυντικής γραμμής λόγω έλλειψης πυρομαχικών και την άνευ όρων παράδοση του Κιέβου.
Το δεύτερο σενάριο προβλέπει τη δημιουργία ενός ρωσικού «προτεκτοράτου» στην Ουκρανία, με την υποστήριξη του Ντόναλντ Τραμπ αμέσως μετά την επανεκλογή του – ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ που φιλοδοξεί να επιστρέψει στο Λευκό Οίκο έχει εξάλλου υποστηρίξει ότι μπορεί να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία εντός 24 ωρών.
Το τρίτο σενάριο προβλέπει τη διαίρεση της Ουκρανίας σε Δυτική και Ανατολική κατά τα πρότυπα της διαίρεσης της Γερμανίας κατά τον Ψυχρό Πόλεμο. Το δυτικό τμήμα της χώρας θα επωφεληθεί από τις εγγυήσεις ασφαλείας του ΝΑΤΟ, ενώ το ανατολικό τμήμα θα τεθεί υπό τον έλεγχο του Κρεμλίνου.
«Κανένα από αυτά τα σενάρια δεν θα διασφάλιζε τη σταθερότητα ή την ασφάλεια της Ευρώπης», σημειώνει το Institut Montaigne. Εξάλλου «ενθαρρυμένο από ενδεχόμενη επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία, το Κρεμλίνο είναι πιθανό να δοκιμάσει τη σταθερότητα του άρθρου 5 του καταστατικού της Ατλαντικής Συμμαχίας εισβάλλοντας σε μια χώρα της Βαλτικής», προσθέτει.
Ένα «γκρίζο» σενάριο
«Ο Βλαντιμίρ Πούτιν και οι στενοί συνεργάτες του που προέρχονται από τις μυστικές υπηρεσίες εμφορούνται από μια εμμονική εχθρότητα απέναντι στη Δύση και αντιλαμβάνονται οποιαδήποτε χειραφέτηση ενός γειτονικού σλαβικού λαού ως γεωπολιτική απειλή και απόδειξη της στρατηγικής συρρίκνωσης της Μεγάλης Ρωσίας», δηλώνει στη «Les Echos» ο πρώην διπλωμάτης Μισέλ Ντικλό.
«Είναι προφανές ότι οι ευρωατλαντικές δομές θα προέκυπταν αποδυναμωμένες και απαξιωμένες από όλα αυτά τα σενάρια, με τους Ευρωπαίους να περιορίζονται σε ρόλο κομπάρσων και να χρησιμεύουν ως αντάλλαγμα στις συμφωνίες που θα κλείσουν Μόσχα και Ουάσιγκτον», γράφει η γαλλική εφημερίδα.
Μένει όμως ένα τελευταίο, τέταρτο σενάριο που θα προέκυπτε από μια αλλαγή στην ισορροπία δυνάμεων στα μέτωπα των μαχών έπειτα από μια αποφασιστική αποστολή δυτικών οπλικών συστημάτων και πυρομαχικών στους Ουκρανούς, ικανών να αναγκάσουν το Κρεμλίνο να διαπραγματευτεί από θέση αδυναμίας.
Το τέταρτο αυτό σενάριο ασφαλώς δεν ευνοεί τη Ρωσία. Eγκυμονεί όμως ταυτόχρονα μακροπρόθεσμες απειλές για την Ευρώπη πρωτίστως και για τη Δύση εν γένει – γι’ αυτό και η γαλλική εφημερίδα χαρακτηρίζει ως «γκρίζο σενάριο». Διότι αν ηττάτο καθαρά επί του πεδίου, η Μόσχα θα άρχιζε να σκέφτεται να πάρει εκδίκηση βασιζόμενη σε έναν εμπειροπόλεμο και πολυπληθή στρατό και σε εξοπλισμό που θα ανασυστήσει πλήρως μέσα σε 3 έως 7 χρόνια, σύμφωνα με τους αναλυτές.
Η προοπτική ενός «διαρκούς πολέμου», έστω και δίχως αποτέλεσμα ή καθαρό νικητή, αποτελεί «ασφάλεια ζωής» για τον Βλαντιμίρ Πούτιν, η εξουσία του οποίου θα μπορούσε να απειληθεί μόνο με μια «πυρηνική κρίση τύπου Κούβας του 1962», όπως εκτίμησε ο γάλλος πρώην διπλωμάτης. Τότε, «αν έχανε το πόκερ του πυρηνικού τρόμου και αισθανόταν ότι βρισκόταν στα πρόθυρα της απώλειας της Κριμαίας, θα μπορούσε ενδεχομένως να ανατραπεί», κατά τον Μισέλ Ντικλό, που εμμέσως πλην σαφώς υπονοεί ότι, αν υπάρχει μια κόκκινη γραμμή για τον Πούτιν, αυτή είναι η επιστροφή της Κριμαίας στην ουκρανική κυριαρχία.
Εν κατακλείδι, από την έρευνα του Institut Montaigne αβίαστα συνάγει κανείς ότι η Μόσχα έχει για σύμμαχό της τον χρόνο. Και πέρα από τις ευθείες ή αντεστραμμένες διαπιστώσεις του πρώσου στρατιωτικού και συγγραφέα Καρλ φον Κλαούζεβιτς, ένας άλλος διάσημος πρώσος πολιτικός του 19ου αιώνα που υπηρέτησε μάλιστα και ως διπλωμάτης στη Μόσχα και στο Παρίσι, ο καγκελάριος Ότο φον Μπίσμαρκ, είχε αποφανθεί ότι «το μυστικό της διεθνούς πολιτικής είναι να κλείσεις μια καλή συμφωνία με τη Ρωσία».
Πηγή: ΟΤ