Αρχής γενομένης από την «ημέρα εορτής της μητέρας» καμία άλλη ημέρα εορτής δεν κατάλαβα. Αν περίμενα εγώ μια συγκεκριμένη ημερομηνία να γιορτάσω τη μητέρα μου ζήτω που καήκαμε. Λες και θα μπορούσε ποτέ η αγάπη μου γι’ αυτήν να χωρέσει σ’ ένα εικοσιτετράωρο. Παρ’ όλ’ αυτά, ε δεν μου στεκότανε καλά να πάω στο σπίτι της μέρα χρονιάρα χωρίς ένα λουλούδι, χωρίς ζεστή αγκαλιά κι ένα γλυκό φιλί να της ευχηθώ.

Ετσι και με την ποίηση προχθές, μέρα που είχε τη γιορτή της, παρ’ όλο που πιστεύω πως την ποίηση ή τη γιορτάζεις κάθε μέρα, ώρα και στιγμή ή άσ’ την στην ησυχία της και κοίτα τη δουλειά σου, πήρα κι εγώ να τη γιορτάσω (εδώ κανονικά ήθελε άνω τελεία αλλά δεν τη βρίσκω τη ρημάδα στο πληκτρολόγιο κι έβαλα ένα ξερό κόμμα εκεί να την αντικαταστήσει όπως όπως) να τη γιορτάσω την ποίηση λοιπόν, με τον τρόπο μου φυσικά, όχι «πηαίνοντάς … κι εκθέτοντάς την, στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινήν ανοησία» ούτε καν εν στενώ φιλικώ κύκλω, αλλά μοναχικά. Εγώ κι αυτή. Πρόσωπο με πρόσωπο.

Εφερα στον νου μου στίχους-κλειδιά που μου άνοιξαν ένα παράθυρο στον ουρανό της, ποιήματα που με σημάδεψαν για χρόνια και στις δύσκολες στιγμές ψιθυρίζοντάς τα συντόνιζα τους χτύπους τις καρδιάς κι άλλες φορές δίστιχα-ξόρκια που διώχνουν το κακό ή λέξεις παυσίλυπες όπως ΥΕΛΤΥΣ, Ανάκουστος, Κυκλοδίωκτος, Αθύρ, και Χαρμίδης.

Θα ‘μουν παιδί, νήπιο σχεδόν, όταν πρωτάκουσα τη λέξη. Οι γονείς μου θα πήγαιναν θέατρο να δουν «Στέλλα Βιολάντη» κι εγώ έκλαιγα κι έλεγα πάρτε με μαζί σας. Θέλω Βιολάντη». Μπα. Με βάλανε για ύπνο και φύγανε. Την άλλη μέρα με το που ξύπνησα, φαίνεται όλη νύχτα η Βιολάντη με βαλάντωνε, άρχισα να λέω συνεχώς και αδιαλείπτως με τη φωνή σε κόντρα λα, «Ο μπαμπάς μου ο Βιολάντης κι η μαμά μου η Βιολαντώ». Στην αρχή έτσι χύμα, μετά όμως του έδινα ρυθμό περπατώντας και χτυπώντας το πόδι σε κάθε τρίτη συλλαβή.

«Ο μπαμπΑς μου

ο ΒιολΑντης

κι η μαμΑ μου

η ΒιολαντΩ»

Στο τέλος δε έφτασα να το τραγουδάω κι από πάνω με μια μουσική αυτοσχέδια και άκρως φαίνεται εκνευριστική που η μητέρα μου δεν άντεξε πια, και… «Θα σκάσεις πια; Με αυτό το ποίημα μας πήρες το κεφάλι» και σκέφτηκα μέσα μου – «ποίημα, έτσι το λένε αυτό που κάνω» – και εν αντιθέσει με την πλειονότητα των Ελλήνων που γράφουν ένα ποίημα στην καθισά τους εγώ δεν το ξανατόλμησα.

Εμεινα με τον «Μπαμπά μου τον Βιολάντη και τη μαμά τη Βιολαντώ» να πορεύομαι εφ’ όρου ζωής.

Στο σχολείο δε, ποτέ δεν πήρα για ποίημα αυτά που είχε το αναγνωστικό μας, τα «Ξεύρεις την γην όπου ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα» και τα «Διπλή γιορτή διπλή χαρά γιατί γιορτάζει η πατρίς μαζί κι η Παναγιά» καληώρα μεθαύριο (εγώ δεν τον τρώω τον μπακαλιάρο, να εξηγούμεθα). Αντιθέτως όταν είδα σε ένα βιβλίο του ξαδέρφου μου, τρία χρόνια μεγαλύτερος, έναν πίνακα του Παρθένη με ένα κυπαρίσσι να γέρνει πάνω από μια εκκλησούλα κι από κάτω να γράφει «Το εκκλησάκι που ‘μοιαζε με λογισμό κρυφό», αναφώνησα εκστασιασμένος «Ναι. Ναι. Να αυτό είναι ποίηση».

Ετσι άρχισε, όχι απ’ την ωραία πύλη, ούτε καν από την αριστερή.

Από την πίσω πόρτα, για να μην πω απ’ το παραπόρτι, μπήκα (αν αξιώθηκα να μπω) στον άχραντο ναό της ποίησης. Κι από τότε «Ζητούσα να ψαύσω την ύλη των αισθημάτων» αενάως.

Πέρασα από πολλούς δρόμους-ποιητές, από πόλεις, δάση και βουνά, πέλαγα κι ερήμους μέχρι να σταθώ σε τούτη τη γωνιά με λιγοστά βιβλία και πολύτιμα, με ονόματα στις ράχες τυπωμένα όπως Διονύσιος Σολωμός, Κ. Π. Καβάφης, Τόμας Ελιοτ, Γιώργος Σεφέρης, Εζρα Πάουντ, Οδυσσέας Ελύτης, και τώρα τελευταία θέλει να κάτσει δίπλα κι ο Ουίτμαν. Λέω να του πω να περάσει μέσα. Πού ξέρεις. έρχονται δύσβατες μέρες, άσ’ τους να βρίσκονται μπας κι όλοι μαζί με προστατεύσουν γιατί…

«Ηρθαν

ντυμένοι “φίλοι”

αμέτρητες φορές οι εχθροί μου».

Χαιρετώ.