Στη δημοκρατική Ελλαδίτσα είμαστε παράξενοι άνθρωποι. Για παράδειγμα, δεν βάζουμε φυλακή τους πολιτικούς που δεν γουστάρουμε. Το έχουμε ξεπεράσει εδώ και αρκετές δεκαετίες.
Ο τελευταίος που το προσπάθησε ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ κι αν πιστέψω την παραδοχή του Αλ. Τσίπρα μάλλον δεν του βγήκε σε καλό.
Εκ των πραγμάτων λοιπόν η εφαρμογή του δόγματος Πολάκη «να βάλουμε κάποιους φυλακή για να κερδίσουμε τις εκλογές» είχε ατυχή κατάληξη. Οχι μόνο δεν έβαλαν κανέναν φυλακή αλλά έκτοτε έχουν χάσει και πεντέξι εκλογές στη σειρά.
Λογικό. Στη δημοκρατική Ελλάδα φυλακή βάζει μόνο η Δικαιοσύνη, η οποία απονέμεται μέσα από τις διαδικασίες που προβλέπουν το Σύνταγμα και ο νόμος.
Με άλλα λόγια δεν απονέμεται ούτε από τον Πολάκη και τους φίλους του στα Σφακιά, ούτε από συγγενείς θυμάτων, ούτε από αντίπαλους πολιτικούς, ούτε από πρωινάδικα, ούτε από καφενεία όσους θαμώνες κι αν μαζεύουν.
Ενδεχομένως όλες οι ενέργειες ή όλες οι ετυμηγορίες της Δικαιοσύνης να μην αρέσουν σε όλους αλλά τι να κάνουμε; Αλλος τρόπος δεν υπάρχει.
Ή μάλλον, υπάρχει. Στα παλιά χρόνια είχαν τη μέθοδο του «οφθαλμόν αντί οφθαλμού». Εκανες στον άλλο ό,τι σου έκανε. Στο παραδοσιακό Ισλάμ κόβουν ακόμη χέρια αν κλέψεις.
Τον άλλο τρόπο τον γνωρίσαμε επίσης στο Φαρ Ουέστ όπου ο καθένας έβρισκε κι επέβαλλε το δίκιο με το πιστόλι και την παρέα του.
Τον ζήσαμε και σε συνθήκες βεντέτας στην ελληνική ή σικελική ύπαιθρο όπου ο κάθε συγγενής κάποιου θύματος έπαιρνε το αίμα του πίσω καθαρίζοντας τον συγγενή κάποιου θύτη που απαντούσε σκοτώνοντας τον επόμενο και πάει λέγοντας. Εγινε και σίριαλ.
Είναι ευχάριστο λοιπόν ότι η πολιτισμένη ανθρωπότητα άφησε πίσω της και τους οφθαλμούς και τις βεντέτες και τις αυτοδικίες. Το δίκαιο απονέμεται από τη συντεταγμένη δικαστική εξουσία μιας συντεταγμένης πολιτείας, τελεία.
Διαφορετικά τα Ανω Πετράλωνα θα είχαν μεταμορφωθεί σε Φαρ Πετράλωνα. Πριν τα κάνει ταινία ο Σκορσέζε. Και δεν θα μιλούσαμε για δικαιοσύνη, θα μιλούσαμε για εκδίκηση.
Φυσικά λέμε αυτονόητα πράγματα που δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις για κάθε λογικό άνθρωπο. Το ερώτημα είναι όμως ποιοι διεκδικούν την ανατροπή του αυτονόητου.
Ποιοι επιθυμούν δηλαδή την επιστροφή σε ένα παρελθόν που η ανθρωπότητα άφησε πίσω της.
Διαβάζω πως μαζεύτηκαν μερικές εκατοντάδες χιλιάδες υπογραφές για τα Τέμπη χωρίς να είναι σαφές τι ζητούν, ούτε από ποιον το ζητούν, ούτε αν εκείνο που ζητούν μπορεί να γίνει από κάποιον άλλο από τη Δικαιοσύνη.
Αλλά δεν θα μπω στην ουσία των αιτημάτων τους. Είναι αναντίρρητα βεβαρημένα από τη συγκίνηση των απωλειών.
Αν όμως η μέθοδος είναι η σωστή τότε δεν χρειάζονται δικαστήρια, ούτε κώδικες, ούτε δικονομίες, ούτε δικαστές και δικηγόροι.
Θα μαζεύαμε υπογραφές, θα ρωτούσαμε τον κόσμο και θα επαναφέραμε σε ευρεία κλίμακα το «άρον άρον, σταύρωσον».
Στα μέσα της εβδομάδας μάλιστα δύο από τους υπογράφοντες ζήτησαν από τη Βουλή να αγνοήσει το άρθρο 86 του Συντάγματος και να παραβεί τον νόμο περί ευθύνης υπουργών.
Κατά τη γνώμη τους, το Σύνταγμα και οι νόμοι δεν αρκούν για να ερευνηθούν και να αποδοθούν ευθύνες για το δυστύχημα των Τεμπών.
Δεν θα πω αν ισχύει κάτι τέτοιο.
Είμαι βέβαιος όμως πως ο καθένας αντιλαμβάνεται πως αν η νόμιμη ποινική διαδικασία μεταβάλλεται ή αλλοιώνεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, αυτό αποτελεί ουσιαστικά κατάργηση του κράτους δικαίου. Θα δικάζουμε κατά περίπτωση και κατά τη γνώμη του πλήθους.
Ευτυχώς οι πολιτισμένες κοινωνίες τα έχουν αφήσει πίσω τους αυτά. Τα «άρον άρον».
Οχι επειδή η Δικαιοσύνη είναι αλάνθαστη. Υπάρχουν πολλά δικαστικά λάθη και εκτιμήσεις και αξιολογήσεις. Εδώ η ευρωπαία εισαγγελέας δεν ξέρει καν τις αρμοδιότητές της.
Αλλά επειδή αυτή τη μέθοδο αποδεχόμαστε ως πολιτεία κι αυτή τη μέθοδο έχουμε υιοθετήσει για να ρυθμίζουμε την τάξη των πραγμάτων της κοινωνίας μας.
Μπορεί δηλαδή ο καθένας να έχει όποια γνώμη θέλει για όποιο κάθαρμα εκπορνεύει 12χρονα κοριτσάκια, μπορεί να διαφωνεί με την αγόρευση και τις προτάσεις ενός εισαγγελέα, μπορεί να εξαντλεί τα ποινικά επιχειρήματά του στο καφενείο της γωνίας. Κανείς λογικός άνθρωπος όμως δεν διανοείται να ντυθεί εισαγγελέας και να ανέβει στην έδρα.
Και σε αυτό δεν χωρούν εκπτώσεις, ελαφρυντικά και συμβιβασμοί. Αν το επιτρέψουμε, διαλυθήκαμε.
Οι αυτόκλητοι σερίφηδες και οι λαϊκοί τιμωροί του δρόμου δεν αποτελούν αποδεκτή, ούτε καν φυσιολογική λειτουργία σε μια κοινωνία που θέλουμε να συγκροτεί κράτος δικαίου.
Φυσικά ζούμε στην εποχή των απόψεων. Των ακατάσχετων απόψεων. Μερικοί ζουν μόνο μέσα από αυτές.
Κάπως έτσι ο κάθε αργόσχολος ή χασομέρης δεν περιορίζεται να λύσει τα προβλήματα της χώρας «αν ήμουν εγώ πρωθυπουργός», αλλά προσφέρεται να δικάσει κι όλα τα εγκλήματα της επικράτειας.
Συμμετέχει δηλαδή σε μια συγκινησιακή διαδικασία, η οποία όμως δεν τον νομιμοποιεί για κάτι περισσότερο από τη συγκίνηση που του προκαλεί.
Μια χαρά, αν τον ανακουφίζει. Αλλά το όριο είναι εκεί όπου η συγκίνηση μετατρέπεται σε αυτοδικία.
Αντιλαμβάνομαι ότι δεν είναι πάντα εύκολο να αποφύγουμε την παρόρμηση. Η αγανάκτηση, ο θυμός, η καχυποψία, η αίσθηση αδικίας είναι φυσιολογικά ανθρώπινα συναισθήματα, χωρίς να είναι πάντα βάσιμα ή ελεγχόμενα.
Κι όπως είπαμε ζούμε σε μια κοινωνία απόψεων όπου η συγκίνηση παίρνει συχνά το πάνω χέρι από τη λογική και τη γνώση.
Αλλά τότε ακριβώς είναι που πρέπει να έχουμε απόλυτη συνείδηση πως όπου η δικαιοσύνη ξεφεύγει από τη δικαιοσύνη είναι τα σύνορα με το Φαρ Ουέστ.
Και φυσικά με τα Φαρ Πετράλωνα.