Δεν μας φτάνανε κάποιοι ακραίοι ζηλωτές και κάποιοι αργοπορημένοι των sugar daddies, πλήθαιναν αίφνης και οι νέοι θεματοφύλακες της ραχητικής ηθικολογίας και της επιλεκτικής «συμπερίληψης». (Τι λέξη κι αυτή…). Και λέω «επιλεκτικής» διότι αν είσαι όντως υπέρ της συμπερίληψης χωρίς όρια (και ποιος τα βάζει;) τότε συμπεριλαμβάνεις και τους εναντιόφρονες, ή όσους έχουν ασύμβατη άποψη, οπότε μπλέκουμε με τη σοφιστική, διότι αφού δεν εντάσσεις ακόμα και όσους είναι κατά της ένταξης, τότε είσαι κι εσύ μονοποικιλιακός, κατά της όντως συμπερίληψης, μεροληπτικός, μονόφρων, μονάντερος, και πάει λέγοντας. Πέφτεις στην ίδια σου την παγίδα κι αρχίζεις να περπατάς με τα χέρια.
Καθότι, αν είσαι υπέρ του «μικροί – μεγάλοι στο καφενείο», τότε θα εγκολπωθείς κι εκείνους που φρονούν διαφορετικά: ναι, μεν, την κυρία που έφτιαξε τη ροζ σημαία, ναι, την εσταυρωμένη στο φεστιβάλ Κινηματογράφου, αλλά κι εκείνους που σατίρισαν τον γκέι Κασσελάκη στο καρναβάλι της Κέρκυρας. Λογική συνέπεια. Εκτός και αν η Τέχνη είναι πιο ελευθέρια από το προαιώνια αθυρόστομο Καρναβάλι. Ναι; Και πού ακούστηκε; Στις Απόκρεω, όχι τώρα, αλλά ανέκαθεν ενυπάρχει η τόλμη, η ελευθεριότητα, το σεξουαλικό υπονοούμενο, οι φόρα παρτίδα απροκάλυπτοι φαλλοί (και τι φαλλοί – μετά συγχωρήσεως, στον Τύρναβο). Δηλαδή αν κάποιος γλύπτης έκανε ένα γλυπτό πανομοιότυπο με τον Κασσελάκη του καρναβαλιού της Κέρκυρας, τότε αυτό θα ήταν νόμιμο και αποδεκτό, ως έκφραση Τέχνης; Και ποιος κακομοίρης (ή κακομοίρα) αποφασίζει πλέον το όριο, τι είναι δήθεν ρατσιστικό και τι όχι; (Ξαναβάλε στην τσέπη τη φορμόλη, μεγάλε).
Εδώ και αρκετά χρόνια (1985) ο λαμπρός Γιώργης Μελίκης έχει κυκλοφορήσει ένα διπλό CD με εκπληκτικά, απολαυστικώς βέβηλα αποκριάτικα τραγούδια και με γενικό τίτλο «Αντρικά μουνάτα» – κάποια απ’ αυτά μπορεί να τα βρει κανείς και να τα απολαύσει και στο Youtube. Σε αυτά τα λαϊκά, αποκριάτικα άσματα και με βάση το σεξ, τα γεννητικά όργανα, τα γηρατειά, την όποια ιδιαιτερότητα, την ανίκανη επιθυμία, τη συνουσία και όλα τα σχετικά αγαθά, η σάτιρα σαρώνει με απεριόριστη ελευθεροστομία κι ευρηματικότητα. Η σκωπτικότητά των τραγουδιών αλέθει τα πάντα προκαλώντας ακατάσχετο γέλιο και εσωτερική απελευθέρωση του ακροατή που στραμπουλιέται όλο τον υπόλοιπο χρόνο μέσα στον ζουρλομανδύα του comme il faut και του ψευδο-ουμανιστικού κορέκτ. Μια διαχρονική, εκπληκτική εκδοχή αποκριάτικης, απελευθερωτικής έκφρασης, που μάλιστα δεν γεννήθηκε στα καθώς πρέπει αστικά κέντρα αλλά στην επαρχία, στα χωριά. Δηλαδή σε πολύ πιο συντηρητικές περιοχές, όπου η ανάγκη της ανατίναξης, η διάρρηξη της σοβαροφάνειας και των αυστηρών ηθών, ίναι πιο απαραίτητη, έστω για λίγες μέρες, για να ανασάνει ο κόσμος, να πει τα πράγματα με το όνομά τους, να γλεντήσει με τις στρεβλώσεις, τις προκαταλήψεις και την υποκρισία του ίδιου του εγκλωβισμένου του εαυτού.
Το τραγούδι «Επαντρεύαν έναν γέρο» (Η κατουρλοκανατιά) και ένα σωρό άλλα, είναι εκπληκτικά, κάποια θησαυρισμένα παλαιότερα και από την αξέχαστη Δόμνα Σαμίου, ενώ το ερωτικό, προκλητικό και ξεκαρδιστικό πνεύμα τους χάνεται βαθιά, στις εορτές του Διονύσου και στους αρχαιοελληνικούς Σατύρους που υμνούσαν τον φαλλό, τη γονιμότητα, τον έρωτα, γελοιοποιώντας κάθε σοβαροφάνεια και υποκριτική γύρω από την αντιμετώπιση του σώματος και της γενετήσιας πράξης – αλλά και τώρα: ο καθείς δικαιούται να σατιρίσει τον Ελληνάρα, τον Ευρωπαίο, τον ευρωλιγούρη, τον μάτσο, τον ματσό (πλούσιο), τον ζηλωτή παπά, τον πολιτικό. Εξίσου δικαιούται ο οποιοσδήποτε να σατιρίσει τον στρέιτ που ζορίζεται σε συζυγικά κρεβάτια, τον γκέι, τη γυναίκα, τον οποιονδήποτε και βεβαίως και κυρίως τον ίδιο του τον εαυτό. Εφόσον όλοι είμαστε ίσοι, άρα η σάτιρα μας παίρνει αμπάριζα όλους εξίσου – μας έχει ήδη πάρει η ίδια η ειρωνεία των πραγμάτων, η τραγική ειρωνεία της ύπαρξης. Οπότε ο παραλογισμός του βίου είναι πολύ πιο δραστικός από όποια κωμική αναπαράσταση, έργο τέχνης, καρναβάλι, γελοιογραφία, ή θεατρικό σκετς. Οποιος ιλαράν μούσαν μετέρχεται καλώς πράττει, γιατί εύκολα ο καθείς μας καβαλάει την κάλαμο, θωπεύει αυταπάτες, ή, το χειρότερο: αρχίζει ξαφνικά και γλείφει, περιδεής, την τρέχουσα ορθοέπεια. Που σημαίνει ότι διάφοροι πρωινάδες, ή μη και μικρομεσαίοι μωρόσοφοι εμφανίζονται, ξαφνικά, ως κορεκτικότεροι του κορέκτ, ικετεύοντας για λίγη εύκολη αποδοχή. Δεν έχουν άποψη, αποφεύγουν να συγκρουστούν και απλώς αρμενίζουν παράλληλα με την τρέχουσα καλλιλογία που σε δυο χρόνια θα αλλάξει κι αυτή. Αλλοι συναγωνίζονται σε πνευματική δουλικότητα και σε αναμάσημα των νέων κλισέ, λόγω της αγωνίας τους μη θεωρηθούν ντεμοντέ, παραδοσιακοί, μη προοδευτικοί. Και, με όλη αυτήν την αγκούσα, χαλκεύουν νέα δεσμά για τη γλώσσα, για τη σάτιρα, για το μυαλό και τη συμπεριφορά – μέχρι και για το ελευθερόστομο, ανέκαθεν προπετές και λυτρωτικά βέβηλο καρναβάλι. Ακόμα και τις Αποκριές θέλουνε να τις κάνουνε σεμνότυφες, ντεκαφεϊνέ, καθώς πρέπει, και άνοστες σαν οδοντιατρικό γύψο.
Πίσω, βροντόσαυροι! Διότι έχουμε δει ανθρώπους να τσουβαλιάζονται από άλλους με το ζόρι, αλλά το να θες μόνος σου να φορέσεις το περιβραχιόνιο της απόλυτης αυτολογοκρισίας, να θες μόνος σου να μπεις στο κλουβί της φοβισμένης βουβαμάρας μην και στάξει η ουρά του γαϊδάρου, μη σου ξεφύγει μία λέξη, χοντρός, ή λιγνός, ε, αυτό είναι ψέκας μαζοχισμός ανώτερος του αυτοθέλητου πουτινισμού.
(Αντε, καιρός, πλέον, να βγάζουμε λεξικά με φίμωτρο και χωρίς επίθετα).