Ως δημοσιογράφος που παρακολουθεί την αθλητική επικαιρότητα εδώ και 37 χρόνια έμαθα να αφήνω στην άκρη το συναίσθημα την ώρα της δουλειάς. Συγχωρήστε μου τον πρώτο ενικό, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί αυτό να γίνει το ίδιο εύκολα, διότι η συγκεκριμένη δημοσιογραφική κατάθεση αφορά τον πατέρα μου. Αφού λοιπόν ο Γιώργος Κατσαρός, έστω για λίγο, έγινε ο επαγγελματικός συνομιλητής μου, το πραγματικό συναίσθημα έμεινε στην άκρη. Για λίγο, επαναλαμβάνω (προκειμένου να το εμπεδώσω κιόλας…).
Αποκαλείται μαέστρος, μουσικός, σαξοφωνίστας, συνθέτης, ό,τι τραβάει η μελωδική ψυχούλα καθενός! Ο ίδιος ήταν και παραμένει δεκτικός, έτοιμος να δικαιολογήσει τους πάντες: «Οπως επιθυμεί ο καθένας μπορεί να με αποκαλεί. Το έργο μας φεύγει από εμάς και περνάει πνευματικά στον κόσμο. Αρα έχει το ελεύθερο να προσδιορίζει τον αγαπημένο του καλλιτέχνη, όπως του βγαίνει. Η τέχνη είναι ανθρώπινη έκφραση, το ίδιο και ο προσδιορισμός της».
Ο Γιώργος Κατσαρός γεννήθηκε στην Κέρκυρα και δεν επέτρεψε ποτέ στον εαυτό του να φύγει μακριά από τη θάλασσα. Κάτοικος Παλαιού Φαλήρου μια ζωή ολόκληρη, πρότεινε, αποδέχθηκε, συμφώνησε και ο ίδιος να τα πούμε για αυτό το δημοσιογραφικό θέμα με θέα το γαλάζιο των παραλιών Εδεμ και Μπάτη. Στο Παλαιό Φάληρο φυσικά, στον έβδομο όροφο του ξενοδοχείου Poseidon. Εκεί τον περιμένουν με χαμόγελο κάθε εβδομάδα, ετοιμάζοντας για λογαριασμό του το γωνιακό τραπέζι μπροστά στη θάλασσα, ακριβώς απέναντι από την Αίγινα. Πηγαίνει φορώντας το καπέλο της Ρεάλ Μαδρίτης! Αβυσσος η ψυχή του φιλάθλου!
Γαστριμαργική κληρονομιά
Λατρεύει το τσίπουρο, όπως και το φαγητό. Η σχέση του με τη γαστρονομία αφορά την ίδια τη ζωή του. Η καλή κουζίνα τολμώ να υποστηρίξω πως έχει από εκείνον ισάξια ιεράρχηση με τη μουσική… «O πατέρας μου ήταν ο μάγειρας του Γεωργίου Β’ όταν ερχόταν να παραθερίσει στην Κέρκυρα. Ετσι μετακόμιζε στο Μον Ρεπό και υπηρετούσε εκεί το καλοκαίρι. Παράλληλα διατηρούσε ταβέρνα στο κέντρο της πόλης. Οταν πέθανε, ανέλαβε η μητέρα μου, η οποία κατάφερε να σπουδάσει την αδελφή μου κι εμένα. Λόγω αυτής της… γαστριμαργικής κληρονομιάς με ενδιαφέρει πάντοτε η καλή κουζίνα. Οι κερκυραίοι σεφ φημίζονται άλλωστε για τη δημιουργικότητά τους».
Πριν πάντως προλάβεις να τον ρωτήσεις για οτιδήποτε σε προλαβαίνει εκείνος, προχωρώντας από μόνος του στην «εβδομαδιαία ενημέρωση» των επόμενων επαγγελματικών του εμφανίσεων! Ο χρόνος μοιάζει να έχει… σαστίσει μπροστά του. Οχι, δεν είναι υπερβολή αλλά η ξεκάθαρη πραγματικότητα. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι τον περασμένο μήνα έδωσε μαζί με τον Κώστα Χατζή τέσσερις συναυλίες σε επτά ημέρες στην Κύπρο και αμέσως μετά μία στο Παλλάς στην Αθήνα. Μη με ρωτάτε γιατί συμπεριφέρεται ως έφηβος. Θεωρώ πως ούτε ο ίδιος γνωρίζει. Με την άνεση που επιτρέπει ο βαθμός της συγγένειας επιχειρώ να βγάλω κάποια είδηση. Ποτέ δεν είναι αργά… «Ολοι με ρωτάνε τι είναι αυτό που με κρατάει και εξακολουθώ να μπορώ να φυσάω το πνευστό όργανο. Η απάντηση είναι πολύ συγκεκριμένη. Η αγάπη μου για τη μουσική. Πιστεύω ότι χωρίς αυτή δεν θα μπορούσα να ζήσω. Σε ηλικία επτά ετών ξεκίνησα στην Παλαιά Φιλαρμονική της Κέρκυρας, ζητώντας να μάθω σαξόφωνο. Δεν επιτρεπόταν όμως επειδή ήμουν πολύ μικρός. Ετσι ξεκίνησα βιολί και όταν έφτασα στα 11 τότε συνέχισα με το σαξόφωνο. Κάπως έτσι κατέληξα στις μεγάλες πίστες της Αθήνας και ταυτόχρονα μου άνοιξαν οι πόρτες για να συνθέσω σε όλα τα επίπεδα».
Είναι απρόβλεπτος. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι βέβαιος ότι τον ξέρεις. Καλλιτέχνης γαρ αλλά ταυτόχρονα εγκρατής στα λόγια! Δεν παρασύρεται να ξεστομίσει αυτό που εκείνος θεωρεί σοβαρή πληροφορία. Οταν πάντως κρίνει πως έφτασε η ώρα να το απελευθερώσει τότε αιφνιδιάζει, αφού δεν σε προετοίμασε για να το περιμένεις. Μιλάει λίγο διότι «μιλάει» με το σαξόφωνο. «Το σαξόφωνο είναι η ζωή μου, η φωνή και η ψυχή μου. Το έβλεπα στις ταινίες, στα μιούζικαλ τα αμερικάνικα στον κινηματογράφο. Ετρεχα στο σινεμά για να απολαύσω τα πολλά σαξόφωνα. Παράλληλα με τις μουσικές μου σπουδές που έκανα στην Αθήνα, πέρασα και στην Πάντειο».
Δεν την τελείωσε όμως, αφού τον πρόλαβαν οι δραστηριότητες του πενταγράμμου… Μουσική σύνθεση για τραγούδια, για ταινίες και θεατρικές παραστάσεις, ακόμα και παιδικές, την ίδια ώρα με τον ρόλο του σαξοφωνίστα. Δύσκολο να τον τοποθετήσεις κάπου. Δεν θυμάμαι ποτέ να τα ξεχώρισε. Ιδιο πάθος, συνέπεια, ενθουσιασμός. Αυτά παραδέχεται πως τα έχει ισόποσα. Τα άλλα είναι μάλλον ζήτημα διάθεσης στην κάθε ημέρα. «Ξεκινώντας τη σύνθεση έγραψα μουσική για τραγούδια, μετά στο θέατρο και για τον κινηματογράφο. Εχω το ρεκόρ με 117 ταινίες και στη δισκογραφία με 1.500 τραγούδια, ενώ στο θέατρο υπάρχει αριθμός που ακόμη κι εγώ δεν το πιστεύω, αφού ξεπέρασα τις 60 παραστάσεις, όπως το “Kαμπαρέ” με τη Βουγιουκλάκη» μου λέει με υπερηφάνεια, ανταποκρινόμενος άριστα στον ρόλο δημοσιογράφος-καλεσμένος!
Δεν του το λέω στο τραπέζι που τα συζητάμε, όμως θυμάμαι χαρακτηριστικά με πόση αγωνία περίμενα να με πάρει μαζί του τα Σάββατα στο καμαρίνι της Βουγιουκλάκη. Την ώρα που ετοιμαζόταν να βγει στη σκηνή η… θεά της ελληνικής σοουμπίζ, κάνοντας πρόβα τα τραγούδια της Λάιζα Μινέλι, κολακευόταν από τα σχόλια του έφηβου γιου του μαέστρου, ανταποδίδοντας με ένα αστραφτερό χαμόγελο.
Στην ιστορία των πνευματικών δικαιωμάτων ήταν πάντοτε ενεργός. Ασχολήθηκε με τον συνδικαλισμό και ήταν πρόεδρος του Πανελλήνιου Μουσικού Συλλόγου, όπως και των Συνθετών. Δημιούργησε τα μουσικά σχολεία. Εάν μπορούσε, επιτρέψτε μου να γνωρίζω καλά πως, θα ήθελε να μαθαίνει τουλάχιστον ένα όργανο κάθε έλληνας πολίτης.
Εχει ταξιδέψει ο ίδιος, όπως φυσικά και η μουσική του, σε όλον τον πλανήτη. Συμπεριλήφθηκε κάποτε στους 10 κορυφαίους σαξοφωνίστες του κόσμου, ενώ είχε ενεργό συμμετοχή στις αποφάσεις που λαμβάνονταν για τη συμμετοχή της Ελλάδας στη Eurovision.
Σουξέ στην Κίνα
«Υπήρξε εποχή όπου οι δίσκοι μου με το σαξόφωνο παίζονταν στην Κίνα» λέει και του θυμίζω πως όταν ταξίδεψα στο Πεκίνο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 2008, του τηλεφώνησα για να του πω ότι τον άκουγα από τα μεγάφωνα του ξενοδοχείου των δημοσιογράφων!
«Εγινα ο πρώτος έλληνας συνθέτης που εκπροσώπησα την Ελλάδα με τη Μαρινέλλα και τον Πυθαγόρα με το “Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και το αγόρι μου”. Η Eurovision είχε και δεν θα σταματήσει ποτέ να έχει ενδιαφέρον. Ο κόσμος θα την παρακολουθεί πάντοτε» λέει, αποφεύγοντας να σχολιάσει τη σημερινή μουσική πραγματικότητα. Ακόμα κι έτσι πάντως σχολιασμό κάποιας μορφής προσφέρει.
Δεν έχω καταλάβει ακόμη εάν η Κέρκυρα τον ζητάει περισσότερο ή εκείνος θέλει πιο πολύ να επιστρέφει σε αυτήν. Δεν θα απαντηθεί ποτέ αυτή η απορία… Περπατώντας στα καντούνια της πόλης αισθάνεσαι πως βρίσκεσαι σε μουσικό παράδεισο. Κάπως έτσι γεννήθηκε «Η κόμισσα της Κέρκυρας» και το τραγούδι-ύμνος του νησιού «Κέρκυρα, Κέρκυρα με το Ποντικονήσι», που έγραψε για τη Ρένα Βλαχοπούλου. Το τραγούδι, όπως λέει ο κινηματογραφικός μύθος, γράφτηκε στο πόδι, με τον Γιώργο Κατσαρό και τη Ρένα Βλαχοπούλου να λένε στο Αλέκο Σακελλάριο λέξεις κερκυραϊκές, εκείνος να συντάσσει άμεσα τους στίχους και ο μαέστρος να κάθεται στο πιάνο στο στούντιο της Finos Film επί τόπου και να το συνθέτει! «Οι μεγαλύτερες επιτυχίες γράφονται χωρίς ιδιαίτερη σκέψη. Εάν ψάχνεις τη μελωδία πολύ καιρό, άσ’ το καλύτερα. Η Ρένα ήταν η μεγάλη σταρ του κινηματογράφου και του θεάτρου. Εμεινε για τους ρόλους της, ήταν όμως και μοναδική ερμηνεύτρια στο τραγούδι».
Η μοίρα του Γιώργου Κατσαρού, ο οποίος πριν λατρέψει τη Βλαχοπούλου λάτρευε τα αμερικάνικα μιούζικαλ, έδειχνε προδιαγεγραμμένη.
«Η Κέρκυρα ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας για τη μουσική μου καριέρα διότι έλαβα σωστές μουσικές αρχές. Ερχόμενος στην Αθήνα ήμουν σωστά προετοιμασμένος και βρέθηκα σε σωστά καλούπια. Δεν δυσκολεύτηκα σχεδόν καθόλου. Υπάρχει μεγάλη συμμετοχή των παιδιών στο νησί από πέντε ετών. Δεν υπάρχει πόλη στην Ελλάδα χωρίς κερκυραίους μουσικούς δασκάλους και μαέστρους».
Στη διάρκεια του κορωνοϊού κλείστηκε στο σπίτι, επιβεβαιώνοντας ξανά το σημαντικό και ανεπτυγμένο δικό του αίσθημα της αυτοσυντήρησης. Νιώθεις πως όταν πρόκειται να πετύχει κάτι θα το προσπαθήσει στον μεγαλύτερο βαθμό ακούραστα. «Ασχολήθηκα με την ιστορία της μουσικής. Βρήκα την ευκαιρία να ξεκουραστώ από τις εμφανίσεις». Για αυτοσυντήρηση του λες, για μουσική μιλάει. Και όχι μόνο αυτό αλλά συνεχίζει εκπλήσσοντας: «Με ρωτούν εάν τα παιδιά μου ασχολούνται με τη μουσική. Εσύ και ο Αλέξανδρος δεν ασχοληθήκατε επαγγελματικά διότι κρίνατε πως δεν θα εξελιχθείτε επειδή ο πατέρας σας ήταν μεγάλο όνομα». Που σημαίνει ότι το σκεπτόταν και αυτό στη διάρκεια του εγκλεισμού της πανδημίας, όπως και τόσα άλλα. Δεν το συνέχισα…
Κλασική και τζαζ
Ποια μουσικά ερεθίσματα προτιμά: «Δεν αλλάζει αυτό ποτέ. Κλασική και τζαζ. Από εκεί και πέρα ακολουθεί η μελωδία που κάθε φορά ετοιμάζομαι να παρουσιάσω. Η τζαζ μπορεί να είναι ξένης προέλευσης, όμως ο Ελληνας έμαθε να τη δέχεται με μεγάλη αγάπη διότι καταλαβαίνει την αξία της. Την ίδια ώρα έχει τύχει να διασκευάσω και ρεμπέτικο για κάποιες θεατρικές παραστάσεις. Η μουσική είναι ανεξάντλητη. Μπορεί να παίζω με σαξόφωνο και να συνθέτω ταυτόχρονα για τον Πάριο και τη Μαρινέλλα».
Δεν του άνοιξα κι άλλη συζήτηση για τις επόμενες εμφανίσεις, διότι σίγουρα τις έχει ήδη στο μυαλό του, αλλά θα τις ανακοινώσει όταν οριστικοποιηθούν. Η εμφάνιση στη σκηνή ήταν και παραμένει η ίδια η ζωή του. Παρ’ όλα αυτά δεν την άφησε ποτέ να γίνει σενάριο όπως εκείνα που παρουσιάζονται επί σκηνής. Τα διαχώριζε με τη σύζυγο και μητέρα μας Μιρέλλα, την οποία είχε πάντοτε μπροστά. Σε σκηνή τη γνώρισε άλλωστε και σε σκηνή συνεχίζει ακόμα να παίζει και για εκείνη…