Εχει «εκπαιδευτεί» από μικρή να εξυπηρετεί τ’ αδέρφια της και να απαλύνει κάθε δυσφορία τους. Στο δικηγορικό γραφείο όπου εργάζεται ως δακτυλογράφος νιώθει μονίμως ανεπιθύμητη. Βλέπει με τη φαντασία της διάφορα βίαια περιστατικά που έχουν ως θέμα τους τον τραυματισμό της. Οταν την καλεί ο αδερφός της, που μόλις έχει χωρίσει, δεν μπορεί να πει όχι. Φτάνει, λοιπόν, «σ’ αυτή την απομακρυσμένη βόρεια χώρα, γενέτειρα, όπως εν καιρώ αποκαλύφθηκε, των προγόνων της οικογένειάς μας, ενός αφανούς αν και κακοποιημένου γένους που με το μουλαρίσιο πνεύμα του είχε περάσει σύνορα και σύνορα και είχε πεταχτεί σε λάκκους…».
Η ιδέα της εβραϊκότητας που αντιμετωπίζεται με καχυποψία από τον ντόπιο πληθυσμό επισημάνθηκε με το που κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα της Καναδής Σάρα Μπερνστάιν, η οποία με την ανώνυμη αφηγήτρια της «Σπουδής στην υποταγή» (εκδ. Διόπτρα, στην καίρια μετάφραση της Εφης Τσιρώνη, 2023) έφτασε ως τη βραχεία λίστα του Μπούκερ και συμπεριλήφθηκε στη λίστα με τους 20 καλύτερους νέους βρετανούς συγγραφείς που δημοσιεύει ανά δεκαετία το βρετανικό περιοδικό «Granta».
«Και η Ιστορία… ήταν μέρος του προβλήματος. Είχα την αίσθηση ότι οι ντόπιοι, παρά την ευυποληψία του αδερφού μου, παρά την εξουσία της ιδιοκτησίας που απολάμβανε μαζί με όλα της τα οφέλη, ήξεραν τι ήμαστε, από πού είχαμε έρθει, από το μέρος που κάποτε υπήρξε στην άλλη μεριά του δάσους, το όνομα του οποίου τώρα αρθρωνόταν μόνο ψιθυριστά».
Κι όμως, τα φαινόμενα είναι για να απατούν – όπως πιθανότατα η οπτική μέσα από την οποία οι αναγνώστες οδηγούνται στην τελική ανατροπή, όταν ο αδερφός της αφηγήτριας αρχίζει να χάνει την αντίληψη και τις δυνάμεις του.
Διόρθωσέ με αν κάνω λάθος, αλλά αυτό που ήταν εμφανές από την πρώτη ανάγνωση στα αγγλικά – αλλά και στην ελληνική μετάφραση – ήταν περισσότερο μια αγωνία για τον ρυθμό και τη «μουσική» των προτάσεων παρά για την ίδια την πλοκή…
Νομίζω ότι είναι κάτι που συνειδητοποίησα σχετικά με τη συγγραφική διαδικασία όταν οι άνθρωποι άρχισαν να με ρωτούν γι’ αυτό. Δεν μπορούσα καν να το εκφράσω ακόμα και στον εαυτό μου, αλλά άρχισα να συνειδητοποιώ ότι στην πραγματικότητα ο τρόπος που γράφω είναι να προχωράω παρακάτω ακολουθώντας τον «ρυθμό». Είναι σχεδόν σαν να ακούς μια μουσική φράση και μετά να ακολουθείς τη λογική της. Η ίδια η γλώσσα γίνεται η εξιστόρηση.
Ποιες είναι οι δικές σου αναφορές στη λογοτεχνία όταν ακριβώς θέλεις να ακούσεις τον ρυθμό και όχι να διαβάσεις μία ακόμη ιστορία;
Σίγουρα πολλοί μοντερνιστές. Η Βιρτζίνια Γουλφ είναι πάντα η λυδία λίθος όταν θέλω να δοκιμάσω κάτι. Και έπειτα πιο σύγχρονοι συγγραφείς όπως ο Τόμας Μπέρνχαρντ, του οποίου οι προτάσεις είναι πάντοτε μουσικές – φτάνοντας και σε ένα είδος καλλιτεχνικής «παραφωνίας», εδώ που τα λέμε. Αλλά προφανώς και η Τόνι Μόρισον, η οποία αντλεί και η ίδια από τους μοντερνιστές.
Η αφηγήτρια στο βιβλίο προσπαθεί να βρει μια κρυμμένη αλήθεια πίσω από τα συνηθισμένα πράγματα της καθημερινότητάς της: ένα μπαρ, ζώα – που δεν μοιάζουν και τόσο συνηθισμένα –, την ίδια τη φύση. Προέρχονται αυτές οι σκηνές από το μέρος όπου μεγάλωσες στον Καναδά ή ζεις τώρα στη Σκωτία;
Μεγάλωσα στο Μόντρεαλ, που είναι μια μεγάλη πόλη, οπότε από εκεί έχω άλλες αναμνήσεις. Στα Χάιλαντς, όπου ζω αυτή την περίοδο, έχω εικόνες. Σίγουρα ένα μικρό κοπάδι μαύρα πρόβατα που εκτρέφουμε με τον σύζυγό μου! Η αφηγήτρια προσπαθεί όντως να δει το νόημα πίσω από τα πράγματα. Ηθελα να φανταστώ πώς θα έμοιαζε ένας χαρακτήρας για τον οποίο το είδος της κοινότητας όπου εισέρχεται δεν είναι πραγματικά «ευανάγνωστο». Δεν μπορεί να καταλάβει τις παραδόσεις τους. Και προσπαθεί να βγάλει νόημα από πολύ συνηθισμένα περιστατικά. Ολο αυτό αποκτά ένα είδος δυσοίωνου προμηνύματος, εν μέρει λόγω της ιστορίας του τόπου.
Υπάρχει πάντα αυτή η ερώτηση, που μπορεί να ακουστεί απλοϊκή, αλλά γιατί η αφηγήτρια χρειάζεται τόσο απελπισμένα τους άλλους για να αποκτήσει μια ταυτότητα; Αφορά κάποιο τραύμα που έχει μείνει πίσω;
Οχι, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση, γιατί νομίζω ότι αυτό είναι το βασικό στοιχείο της προσωπικότητάς της, σωστά; Η ανικανότητά της να δώσει νόημα στη ζωή με τους δικούς της όρους. Γι’ αυτόν τον λόγο αναζητά πάντα άλλους ανθρώπους, παραδόσεις και άλλους μηχανισμούς οργάνωσης για να διαμορφώσει την αίσθηση του εαυτού της. Νομίζω ότι μια αιτία προέρχεται από την παιδική της ανατροφή. Οι τρόποι με τους οποίους εκπαιδεύτηκε. Ενα από τα πράγματα που με ενδιέφερε να εξερευνήσω ήταν πώς θα φαινόταν σε αυτόν τον χαρακτήρα να είναι μέλος μιας κοινότητας όπου η εμπειρία και η αίσθηση της ιστορίας διαμορφώνονται από το γεγονός ότι η μία καταστροφή διαδέχεται την επόμενη. Ολες αυτές οι καταστροφές «συγχωνεύονται» η μία μέσα στην άλλη, έτσι ώστε η χρονικότητα της εμπειρίας να γίνεται ενιαία. Και νομίζω ότι αυτό αντανακλάται στις καθημερινές της σχέσεις με τους ανθρώπους, επειδή πάντα περιμένει να συμβεί κάτι κακό. Περιμένει να την απορρίψουν.
Φυσικά είσαι εξοικειωμένη και με τη συζήτηση περί εβραϊκότητας που ακολούθησε την έκδοση του βιβλίου. Πώς θα την περιέγραφες εσύ; Τι αναζητά κανείς όταν επιστρέφει σε ένα μέρος ιστορικής βίας;
Ναι, με ενδιέφερε τι σημαίνει να αισθάνεσαι χωρίς ρίζες με έναν πολύ υπαρξιακό τρόπο. Και να το σκέφτομαι έξω από το πλαίσιο του εθνικού κράτους. Η θέληση της αφηγήτριας να επιστρέψει και να βρει ένα μέρος για τον εαυτό της ενοχλεί με κάποιο τρόπο τους ντόπιους. Σχεδόν τους απειλεί.
Υποθέτουμε ότι στην παιδική ηλικία υπέστη κακοποίηση. Αλλά υπάρχει πάντοτε η αίσθηση ότι η ίδια δεν βλέπει τον εαυτό της ως αθώο. Είναι μία από εμάς; Είναι η αφηγήτρια ένας από τους αναγνώστες;
Ναι, η αφηγήτρια θα μπορούσε να είναι εμείς. Επειδή κανείς δεν είναι αθώος, ριγμένος σε αυτόν τον κόσμο. Ολοι εμπλεκόμαστε στα ιστορικά γεγονότα που εκτυλίσσονται σήμερα ή στο παρελθόν. Αυτό είναι κάτι που ήθελα επίσης να τονίσω: η συνθήκη κάποιου που έχει ιστορικά θυματοποιηθεί. Αυτή δεν είναι μια σταθερή κατηγορία. Δεν σου δίνει αθωότητα για πάντα. Δεν σε θέτει πέρα από τη σφαίρα της κριτικής. Η θυματοποίηση είναι πάντα ένα δύσκολο ζήτημα στην εποχή μας. Και είμαι πολύ συνειδητοποιημένη ως προς αυτό. Δεν ήθελα να πω ότι δεν της συνέβησαν άσχημα πράγματα. Ταυτόχρονα, όμως, αυτό δεν την απαλλάσσει από την ευθύνη της συμπεριφοράς της προς τους άλλους ή της συμπεριφοράς της προς τον κόσμο.
Υπάρχει επίσης μία έξυπνη σκηνή όπου ένας αυτόματος αισθητήρας πόρτας δεν καταφέρνει να την «πιάσει». Μοιάζει με φασματική παρουσία. Υπάρχει κάτι σαν στοιχείο λαϊκού παραμυθιού εκεί;
Είναι αστείο αυτό, γιατί όντως δεν περίμενα την ανάγνωση του φαντάσματος όταν διάφοροι φίλοι και άγνωστοι διάβασαν την ιστορία. Αλλά στη συνέχεια άρχισα να συνηθίζω σε αυτή την οπτική: ναι, είναι μια φασματική παρουσία με την έννοια ότι θυμίζει στους ανθρώπους του τόπου όπου έχει καταφθάσει την ιστορία τους.
Θα μπορούσε όλη η αφήγηση να είναι προϊόν της δικής της φαντασίας και μόνο;
Ναι, και αυτό συνδέεται με το ζήτημα της αναξιοπιστίας ή της αξιοπιστίας του αφηγητή. Κατά πόσο είμαστε διατεθειμένοι να την εμπιστευτούμε. Γιατί όλα όσα συμβαίνουν στην αφήγηση παρουσιάζονται μέσω της δικής της οπτικής. Εχουμε μόνο την εμπειρία της. Κανέναν άλλο αντικειμενικό δείκτη. Δεν υπάρχει διάλογος στο μυθιστόρημα. Ετσι δεν βλέπουμε με βεβαιότητα τι σκέφτονται οι άλλοι άνθρωποι όταν εκείνη αφηγείται τις συζητήσεις με τον αδερφό της. Το μόνο που έχουμε και πάλι είναι το δικό της πρίσμα. Πολλά από όσα διαβάζουμε και μαθαίνουμε είναι απλώς η δική της οπτική γωνία. Υπάρχει μια στιγμή στο εστιατόριο που σκέφτεται μήπως το έχει παρακάνει, μήπως όλα οφείλονται στη φαντασία της. Ετσι, έχει μια στιγμή αμφιβολίας και για τη δική της αφήγηση.
Είναι προφανές και για τον αναγνώστη αυτό, επειδή η ίδια σπάει την αφήγηση με εκφράσεις, όπως «ίσως καλύτερα να ξαναρχίσω» ή «αυτό που χρήζει εξήγησης»…
Ναι, υπάρχει αυτό το είδος παιχνιδιού με τους αναγνώστες. Θέλω να πω: «μην πιστεύετε πάντα τον αφηγητή σας, γιατί δεν είναι, ξέρετε, η φωνή της αλήθειας». Είναι ίσως και αυτό ένα μάθημα – όχι με διδακτικό τρόπο – από τους μοντερνιστές. Εχουμε πολλές φωνές στον κόσμο μας. Απλά επιλέξτε. Ανεξάρτητα από αυτό, νομίζω ότι ένας από τους λόγους που με ελκύουν οι αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο είναι ότι με ενδιαφέρει η αφορμή για την αφήγηση. Δηλαδή γιατί οι άνθρωποι επιλέγουν μια συγκεκριμένη στιγμή να πουν μια συγκεκριμένη ιστορία και τι προσπαθούν στην πραγματικότητα να περάσουν, το οποίο συχνά είναι διαφορετικό από αυτό που λένε. Πώς προσπαθούν να παρουσιάσουν τον εαυτό τους στον κόσμο και γιατί μπορεί να συμβαίνει αυτό.
Αφησα για το τέλος την ίδια τη λέξη «υπακοή», που παίζει κομβικό ρόλο. Μου έκανε εντύπωση ότι είναι μια λέξη που συνδέεται με τη στάση της αφηγήτριας, αλλά στο τέλος αναφέρεται στον αδερφό της: «Κι εκείνος κάθισε εκτελώντας την εντολή μου, τόσο υπάκουη η συμπεριφορά του, τόσο πανικόβλητο το μάτι του».
Υπάρχει ένας καθρέφτης της υπακοής. Δεν είναι η μόνη που είναι υπάκουη. Και η υπακοή τής δίνει με έναν τρόπο δύναμη στο τέλος. Ηταν ένα από τα κεντρικά ζητήματα που με ενδιέφερε να εξερευνήσω και το πήρα από την Paula Rego: ότι οι γυναίκες μπορούν να είναι υπάκουες και δολοφονικές ταυτόχρονα. Σκεφτόμουν λοιπόν πώς μια τόσο παθητική συμπεριφορά, όπως η υπακοή, μπορεί να πάρει μια μορφή εξουσίας. Αυτό μεταμορφώθηκε στην ιδέα για την εξερεύνηση της σχέσης με τον αδερφό της, με την έννοια ότι είναι υπάκουη σε αυτόν, με τρόπο που να καταλήγει επιζήμιο γι’ αυτόν. Οι άνθρωποι που ασκούν κυριαρχία τείνουν να υποφέρουν από αυτήν. Υπάρχει ένας κύκλος βίας, η οποία είναι καλά κρυμμένη στο βιβλίο.
Είχατε χρόνο να διαβάσετε και άλλα βιβλία από τη βραχεία λίστα του Booker;
Το επόμενο στη λίστα είναι το «Bee Sting» του Πολ Μάρεϊ, αλλά πρόλαβα τα αφηγήματα του Jonathan Escoffery «If I Survive You». Νομίζω ότι η προσοχή του στη γλώσσα και στον ρυθμό της γλώσσας είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα. Και επίσης μόλις διάβασα, όχι από τη λίστα για το Booker, το βιβλίο του Justin Torres «Blackouts».