Το καλοκαίρι του 2001 έκπληκτοι οι συντηρητές που είχαν αναλάβει τον ανδριάντα του Κολοκοτρώνη στην οδό Σταδίου βρίσκονταν μπροστά σε μια απρόσμενη ανακάλυψη: ένα κρυφό σημείωμα του γλύπτη ήταν χαραγμένο μέσα στην περικεφαλαία του ήρωα, κρυμμένο εκεί επί έναν αιώνα, αθέατο στα εκατομμύρια βλέμματα που είχε προσελκύσει το άγαλμα ως τότε. Το μήνυμα ξετύλιγε μια συναρπαστική ιστορία που διαδραματίστηκε το 1900 όταν ο γλύπτης Λάζαρος, Σώχος, ολοκλήρωνε το αριστούργημά του: «Παρά τη θέλησιν του Σώχου, Κολοκοτρώνη μου, ξαναφόρεσε την Περικεφαλαία, Paris 1900», έγραφε.
Οταν η εγχάρακτη σημείωση ήρθε στο φως, η προϊσταμένη του τμήματος Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Δήμου Αθηναίων, Ζέττα Αντωνοπούλου, ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου είχε χυτευτεί το άγαλμα, με σκοπό να εντοπίσει περισσότερα στοιχεία σε σχέση με την υπόθεση.
Οι επιστολές του Λάζαρου Σώχου, οι απαντήσεις της επιτροπής που είχε συσταθεί για την επίβλεψη του έργου και άλλα αρχειακά τεκμήρια ξεδιάλυναν το μυστήριο: βασισμένος στις ιστορικές αναφορές που περιέγραφαν τον Κολοκοτρώνη να πολεμά φορώντας το φέσι του και όχι περικεφαλαία, ο Σώχος θέλησε να παρουσιάσει τον Γέρο του Μοριά ασκεπή, με ξυρισμένο το μπροστινό τμήμα της κεφαλής και με μακριά χαίτη, όπως συνήθιζαν να είναι, την εποχή της Επανάστασης, οι Αρβανίτες με τους οποίους συναναστρεφόταν.
Η άποψή του προσέκρουσε στη θέληση της επιτροπής που επέμενε στην προσθήκη της περικεφαλαίας ως στοιχείο αρχαιοπρεπούς μεγαλείου. Τελικά η ριζωμένη στη συλλογική μνήμη εικόνα του Κολοκοτρώνη με την περικεφαλαία, η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αλλά καθιερώθηκε από μεταγενέστερες απεικονίσεις, ήταν εκείνη που επικράτησε. Με το κρυφό μήνυμά του, που κανείς δεν γνώριζε ως τότε ο Σώχος θέλησε να διαχωρίσει την καλλιτεχνική θέση του ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές…
Πριν από 120 χρόνια
Η ανακάλυψη αυτή, που έγινε κατά τη συντήρηση του ανδριάντα από το Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Εργων Τέχνης του ΤΕΙ Αθήνας σε συνεργασία με τον Δήμο Αθηναίων, είναι ένα μόνο από τα μυστικά που κρύβει το περίφημο άγαλμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ενα άγαλμα που ξεκίνησε από το Παρίσι πριν από 120 χρόνια έχοντας αποσπάσει τιμητική βράβευση, που χρειάστηκε να αλλάξουν τέσσερις κυβερνήσεις για να αποφασιστεί η ακριβής τοποθεσία του, που αντιβαίνει τους κανόνες της διεθνούς γλυπτικής λόγω του ανασηκωμένου ποδιού του αλόγου, και που γέννησε έναν αστικό μύθο με αφορμή το ερώτημα «προς τα πού δείχνει ο Γέρος του Μοριά;»…
Ολα ξεκίνησαν το 1884, 40 χρόνια μετά τον θάνατο του Κολοκοτρώνη, όταν, στο Ναύπλιο, επί δημαρχίας Επαμεινώνδα Κωτσονόπουλου προκηρύχθηκε καλλιτεχνικός διαγωνισμός για την ανέγερση έφιππου ανδριάντα του στρατηγού. Οπως εξηγεί η Ζέττα Αντωνοπούλου, στο βιβλίο της «Τα Γλυπτά της Αθήνας – υπαίθρια γλυπτική 1834-2004», «από τα προπλάσματα που κρίθηκαν στη βίλα Τζούλια της Ρώμης από ξένους κριτές, διακρίθηκε αυτό του Λάζαρου Σώχου στον οποίο ανατέθηκε η εργασία». Ο γλύπτης εργάστηκε για τον ανδριάντα στο Παρίσι από το 1891 ως το 1895 «όπου και χυτεύτηκε στα χυτήρια των αδελφών Τιεμπό.
Ο Κολοκοτρώνης του Ναυπλίου τοποθετήθηκε και αποκαλύφθηκε επισήμως σε λαμπρή τελετή στο Ναύπλιο στις 23 Απριλίου του 1901». Προκειμένου να αποδώσει τη μορφή του Κολοκτρώνη, ο Σώχος μελέτησε τα πρόσωπα των εν ζωή συγγενών του και χρησιμοποίησε το νεκρικό εκμαγείο του που σήμερα βρίσκεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, διάβασε τα απομνημονεύματά του, μελέτησε τη φορεσιά, τον οπλισμό και την ιπποσκευή του. Ετσι κατάφερε να αποδώσει ρεαλιστικά τα εξωτερικά χαρακτηριστικά αλλά και την προσωπικότητα του ήρωα.
Δίδυμος ανδριάντας
Προτού ακόμη το άγαλμα τοποθετηθεί στο Ναύπλιο, έν έτει 1900, με πρωτοβουλία του ίδιου του γλύπτη – ο οποίος προσφέρθηκε να δωρίσει την εργασία του – αποφασίζεται ένα δίδυμος ανδριάντας να τοποθετηθεί στην Αθήνα. Το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης εγκρίνει την εκταμίευση 8.000 δραχμών και περίπου άλλες τόσες συγκεντρώνονται με δημόσιο έρανο. Το άγαλμα είναι έτοιμο το 1901. Ομως η περιπέτειά του δεν σταματά εκεί.
Το άκουσμα της είδησης προκαλεί τη διαμαρτυρία του Δήμου Ναυπλιέων, ο οποίος θεωρεί παράνομη την κατασκευή πανομοιότυπου ανδριάντα, όμως ο Σώχος αντικρούει την κατηγορία επικαλούμενος το ότι στη Γαλλία δεν υφίσταται νόμος που να απαγορεύει την κατασκευή έργου όμοιου με άλλο και ότι, αντιθέτως, τα αντίτυπα συμβάλλουν στην προώθηση της Τέχνης. Το 1902 ολοκληρώνεται και η αριστουργηματική βάση του αγάλματος, που περιλαμβάνει ανάγλυφες σκηνές από τη ζωή του Κολοκοτρώνη, από την καταστροφή του Δράμαλη και από την προτροπή προς τους φοβισμένους Ελληνες να κάψουν τα συγχωροχάρτια των Τούρκων. Ο ορειχάλκινος ανδριάντας φτάνει στον Πειραιά με το ατμόπλοιο «Σιδών» τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς συσκευασμένος σε πέντε μεγάλα κιβώτια.
Θα παραμείνει εκεί επί σχεδόν δύο χρόνια, καθώς το σημείο τοποθέτησης του αγάλματος γίνεται αντικείμενο σφοδρής δημόσιας αντιπαράθεσης. Ο δήμαρχος Αθηναίων, Σπυρίδων Μερκούρης, υποστηρίζει ότι η θέση του βρίσκεται στην οδό Κολοκοτρώνη, ενώ η πλειοψηφία του Δημοτικού Συμβουλίου και Γορτύνιοι της Αθήνας απαιτούν να τοποθετηθεί στην περίβλεπτη πλατεία Συντάγματος. Το θέμα πυροδοτεί μεγάλες εντάσεις, ακόμη και συλλαλητήριο πελοποννήσιων φοιτητών οι οποίοι εισβάλλουν στο υπουργείο Οικονομικών ζητώντας να δουν τον πρωθυπουργό – και υπουργό Οικονομικών Δημήτριο Ράλλη -, φωνάζοντας: «Εις το Σύνταγμα, εις το Σύνταγμα ο Γέρος» ενώ απειλούν να γκρεμίσουν το υπό κατασκευήν βάθρο.
Τελικά το 1904, το άγαλμα τοποθετείται στην αρχή της οδού Κολοκοτρώνη, από όπου σύμφωνα με ορισμένους έδειχνε προς την Ανατολή – μια εικασία με μεγαλοϊδεατικό συμβολισμό – ενώ το 1954, μετά την ανάπλαση της περιοχής, παίρνει τη σημερινή του θέση μπροστά στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής.