Υβάν: «Στην πραγματικότητα, δεν αντέχω πια κανέναν ορθολογισμό. Ο,τι έφτιαξε τον κόσμο, ό,τι υπήρξε ωραίο και σπουδαίο στον κόσμο τούτο, δεν γεννήθηκε ποτέ απ’ τον ορθολογισμό» (σελ. 109). Η υποτιθέμενη αντιρασιοναλιστική αυτή στάση, διατυπωμένη από τον αδύναμο κρίκο μεταξύ των τριών συμμετεχόντων στο έργο, εκπηγάζει ασφαλώς από το προηγηθέν «θέατρο του παραλόγου». Επίσης ταιριάζει απόλυτα με τη μετανεωτερική συνθήκη σχετικοποίησης των πάντων. Μόνο που η Γιασμίνα Ρεζά δεν μένει εκεί. Φτάνει την κοινωνική της ανάλυση όσο μακριά χρειάζεται ώστε να δομήσει την ειρωνική, καυστική της αμφισβήτηση με ανθεκτικά υλικά, τόσο «λογικά» και καρτεσιανά που γίνεται περισσότερο ρασιοναλίστρια κι από τους ορθολογιστές! Η αντιστροφή γίνεται πλήρης.
Στο έργο αυτό που γράφηκε το 1994 και ανέβηκε στις σπουδαιότερες σκηνές παγκοσμίως (όπως άλλωστε και τα περισσότερα θεατρικά της) έχουμε έναν κενό, λευκό πίνακα και τρεις στενούς φίλους που περιστρέφονται γύρω απ’ αυτόν. Το σκηνικό είναι γυμνό, η δράση εκτυλίσσεται διαδοχικά στο σπίτι του καθενός και οι ήρωες είτε συνομιλούν μεταξύ τους είτε απομονώνονται στιγμιαία για να απευθυνθούν στους θεατές εκφράζοντας μύχιες σκέψεις ή σχολιάζοντας τα τεκταινόμενα.
Ο ένας, ο Σερζ, είναι δερματολόγος, ο πιο πετυχημένος και κοινωνικός της παρέας. Δηλώνει φιλότεχνος, προσπαθεί να συγχρωτιστεί με τον «καλό κόσμο» και είναι αυτάρεσκα ενημερωμένος για τις εξελίξεις στον χώρο της κουλτούρας. «Διάβασε Σενέκα» λέει κάποια στιγμή στον φίλο του Μαρκ κι ο άλλος γίνεται έξαλλος με την εξεζητημένη υπόδειξη. Ο Σερζ έχει ξοδέψει κοντά 100.000 ευρώ (με τις σημερινές ισοτιμίες) για να αγοράσει τον πιο πάνω πολυπόθητο, γυμνό καμβά, «έναν Αντριός», όπως λέει και να ξαναλέει. Βλέπει σ’ αυτόν κάποιες διαγώνιες λωρίδες σε διαφορετικό τόνο του λευκού και προσπαθεί να επιβάλει στον Μαρκ τη ματιά του.
Ο Μαρκ, που έχει ανοίξει το έργο σχολιάζοντας καυστικά αυτή την αγορά, μοιάζει να έχει χάσει την επιρροή που ασκούσε επί χρόνια στον φίλο του. Το έδαφος κάτω από τα πόδια του έχει γίνει ολισθηρό. Λέει απερίφραστα στον Σερζ πως ο πίνακας είναι «μια μαλακία», τον κατηγορεί πως έχει χάσει τα μυαλά του, υπαινίσσεται πως την έχει ψωνίσει με τον μοδάτο καλλιτεχνικό κόσμο και την καλή κοινωνία. «Μα καλά, έχεις χάσει το χιούμορ σου;» τον ρωτάει με απόγνωση, υπαινισσόμενος ίσως πως μέχρι πρόσφατα σατίριζαν τους πειραματισμούς στη σύγχρονη αφαιρετική ζωγραφική αλλά και τη ματαιοδοξία των παντοειδών ψώνιων της τέχνης. Αισθανόμαστε, και αυτό θα αποδειχθεί αργότερα στο έργο, πως έχει χάσει την πρωτοκαθεδρία του στη φιλία αυτή, πως δεν είναι πια ο όλο αυτοπεποίθηση καθοδηγητής. Ο άλλος τού έχει ξεφύγει πια, κι ο Μαρκ νιώθει προδομένος.
Εννοείται ότι ο Σερζ πικραίνεται, εξανίσταται, βλέπει στο άδειασμα του φίλου του παλιοκαιρισμένες απόψεις και την επιθετική ασφάλεια του κλασικού γούστου. Οι δυο τους καταφεύγουν διαδοχικά στον τρίτο της παρέας, τον Υβάν, άνθρωπο μονίμως αναποφάσιστο και επαγγελματικά αποτυχημένο, που ετοιμάζεται να παντρευτεί περισσότερο για να βρει δουλειά στα πεθερικά του, ενώ άγεται και σύρεται για τα της γαμήλιας τελετής από έναν συρφετό γυναικών – νύφες, πεθερές, μανάδες και μητριές – κατά τον σαρδόνια αντιφεμινιστικό τρόπο της Ρεζά. Ο Υβάν απ’ τη μεριά του αρχικά προσπαθεί, αν και δεν κατανοεί τον πίνακα, να δικαιολογήσει την αγορά – αφού τα λεφτά είναι του Σερζ, αφού έτσι του κάνει κέφι, αφού δεν βλάπτει κανέναν και τα σχετικά. Αλλάζει ωστόσο εύκολα γνώμη και στρατόπεδο ανάλογα με το ποιος είναι παρών. Εχει τον μοναδικό παρατεταμένο μονόλογο στο έργο περιγράφοντας απελπισμένος τα δεινά της καθημερινότητάς του, ενώ ομολογεί πως βάζει συχνά τα κλάματα. Οποτε ο Υβάν επιχειρεί να συμβιβάσει τους φίλους του, κάνει τα πράγματα χειρότερα, με αποτέλεσμα ο Μαρκ και ο Σερζ να συμμαχούν κατά περίπτωση εναντίον του, ίσως ως προφανή διέξοδο για να αλλάξει ρότα η δυσάρεστη συζήτηση με επίκεντρο τον λευκό πίνακα και τη μαλακία της αγοράς του. Γίνεται έτσι ο σάκος του μποξ της παρέας.
Η τριγωνική φιλία κλονίζεται με απρόσμενους και τραγικά ξεκαρδιστικούς τρόπους. Τα θεμέλια της σχέσης τους αποδεικνύονται σαθρά με δεδομένη τη διαφορετική εξέλιξη του καθενός σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο. Τότε παίρνει τ’ απάνω χέρι, όπως σχεδόν πάντα συμβαίνει στη Ρεζά, η βία – και όχι μόνο η ψυχική βία. Φέρ’ ειπείν ο Σερζ και ο Μαρκ συνασπίζονται προσωρινά προκειμένου να αποτρέψουν τον Υβάν από το να παντρευτεί. «Αυτή η μέγαιρα θα σου κάνει τη ζωή κόλαση» λένε απερίφραστα – υπό το πρόσχημα της ειλικρινούς φιλίας – στον εμβρόντητο φίλο τους. Σε μια άλλη σκηνή, είναι ο Μαρκ που γίνεται το θύμα, καθώς η Πολά, η συμβία του, γίνεται αντικείμενο ακραίας κατεδάφισης από τον Σερζ. Φτάνουν να πιαστούν στα χέρια με θύμα τον δύσμοιρο Υβάν που προσπαθεί να τους χωρίσει. Δεν μπορούν να συμφωνήσουν ούτε καν σε ποιο ρεστοράν θα πάνε κάποιο βράδυ, με επιχειρήματα του τύπου ότι η λυονέζικη κουζίνα είναι λιπαρή.
Φυσικά, κι ενόσω οι παραδοχές του κοινού παρελθόντος τους αποσαθρώνονται, στο επίκεντρο παραμένει η αγορά του πίνακα που μπαινοβγαίνει στον σκηνικό χώρο. Στην κορύφωση του δράματος, ο Σερζ, προσποιούμενος τον απελπισμένο και συμβιβαστικό συνάμα, τείνει έναν μαρκαδόρο στον Μαρκ, δίνοντάς του το ελεύθερο να καταστρέψει τον Αντριός. Ο Μαρκ ύστερα από έναν μικρό δισταγμό, σκιτσάρει έναν σκιέρ κινούμενο στην αδιόρατη υπόλευκη λωρίδα που λειτουργεί εν είδει πλαγιάς. Στην επόμενη σκηνή αποδεικνύεται ωστόσο πως η μελάνη του μαρκαδόρου μπορεί να αφαιρεθεί, με συνταγή μάλιστα της Πολά που έχει στο μεταξύ αποκατασταθεί στη συνείδηση του Σερζ. Οι δύο φίλοι, σε φαινομενική σύμπνοια, καθαρίζουν επιμελώς τον πίνακα, ενώ ο Σερζ εκμυστηρεύεται στο κοινό πως το γνώριζε το μυστικό όταν έκανε την ηρωική χειρονομία να καταστρέψει τον πολυπόθητο Ανριός, αλλά εν όψει μιας νέας περιόδου στην υπό δοκιμήν έστω φιλία τους δεν θα το ομολογήσει στον Μαρκ.
Οσο για τον τελευταίο, σε πλήρη αναδίπλωση, ατενίζει τον ξανά κενό πίνακα, «βλέποντας» μια πάλλευκη χιονοθύελλα, άσπρα σύννεφα, χιόνι που πέφτει αδιαλείπτως ενώ ο σκιέρ χάνεται στην πυκνή λευκότητα. «Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε» καταλήγει να αποδεχτεί σε μια πιραντέλεια συστροφή. «Ο φίλος μου ο Σερζ αγόρασε έναν πίνακα… Απεικονίζει έναν άντρα που διασχίζει ένα τοπίο και εξαφανίζεται».
Το μόνο που θα είχα να προσθέσω είναι το δολοφονικό χιούμορ: κυνικό, σαρκαστικό, εκθεμελιωτικό και όμως υποδόριο, εξοντωτικό, υπόκωφο. Η «πλέον αγγλοσάξονας δραματουργός μετά τον Πίντερ και τον Αλμπι», όπως έχει χαρακτηριστεί προσφυώς, είναι ίσως η μοναδική εκπρόσωπος του πάλαι ποτέ γαλατικού πνεύματος που μετά τη Μάγχη, διέσχισε θριαμβευτικά τον Ατλαντικό και ανέβηκε στο Μπροντγουέι, σαρώνοντας όποιο βραβείο κυκλοφορεί στον θεατρικό κόσμο. Από τον καιρό του Ζαν Ανούιγ είχε να εμφανιστεί τέτοιο γαλατικό φαινόμενο, ομολογούν μερικοί από τους πιο δύστροπους αγγλοσάξονες κριτικούς. Μπορεί και από του Μολιέρου, προσθέτουν άλλοι.
Φαινομενικά απλή και καθημερινή στη γραφή της, η Ρεζά αναδεύει την κοινότυπη καθημερινότητα μέχρι να αφρίσει η επιφάνεια. Ο υπερβάλλων αφρός είναι που κάνει τους δύσπιστους να την κατηγορούν για έλλειψη βάθους, προαγωγή της επιπολαιότητας και έλλειψη ουσίας. Και όμως, η Ρεζά βγάζει το πραγματικό δράμα της ανθρώπινης ύπαρξης: ανασφάλειες, ποταπότητες, ήττες, προδοσίες που αναβλύζουν από τα μικρά πράγματα – από χαραμάδες, ρήγματα ή ρυτίδες: Μια γυναίκα που προσπαθεί απελπισμένα να κάνει δίαιτα, μια ερωμένη που δεν της κάνουν οι πανάκριβες γόβες της, μια επιχειρηματική γκάφα, το μοναχικό βράδυ ενός κλονιζόμενου επαγγελματία, η κυριαρχία του ισχυροτέρου, ο οποίος σύντομα θα αναδειχθεί σε αδύναμο κρίκο. Η βία αναδύεται εκεί που τίποτα στο πολιτισμένο περιβάλλον μας δεν προδιαθέτει για κάτι τέτοιο, όπως Ο θεός της σφαγής που σκηνοθετήθηκε μάλιστα εξαιρετικά για τη μεγάλη οθόνη από τον Ρομάν Πολάνσκι. Εκεί οι ευκολίες της πολιτικής ορθότητας γυρίζουν τ’ απάνω κάτω και η καλόγνωμη ανεκτικότητα του δυτικού πολιτισμού αποδεικνύεται μια σκισμένη μάσκα.
Η Ρεζά έχει δηλώσει πως θα ήθελε το κοινό της να γελάει λιγότερο στα έργα της. Φοβάται ίσως ότι έτσι χάνει πόντους σε δραματουργική σοβαρότητα. Ωστόσο η δυσπιστία για το χιούμορ και η σοβαροφάνεια που χαρακτηρίζουν σταθερά τη γαλλική διανόηση δεν θα την είχαν προαγάγει σε τέτοιον βαθμό. Το σπουδαιότερο στο έργο της είναι ότι δεν μιλάει για πομπώδη πράγματα και βαρύγδουπες ιδέες. Αντίθετα, ότι, αποφεύγοντας τα λεγόμενα μεγάλα θέματα – τη γέννηση, τον θάνατο, τον ηρωισμό, τον πόλεμο – ή απλώς βάζοντάς τα σε δεύτερο πλάνο, καταφέρνει το κοινό και τους αναγνώστες της να τεμαχίσουν την ύπαρξή τους, και να συνειδητοποιήσουν το δράμα των μικρών τους πράξεων.
Στη Ρεζά οι μεγάλες ιδέες προσφέρονται σε συσκευασία lite. Με άλλα λόγια, μας κάνει να γελάμε με τον ίδιο μας τον εαυτό.