Στην Ελλάδα έχουμε μάθει διαχρονικά να αντιμετωπίζουμε το θέμα του κατώτατου μισθού ως πολιτικό σύνθημα που θα ικανοποιήσει μέρος των ψηφοφόρων και με μια γενική χαλαρότητα. Παλαιότερα, πριν από τη χρεοκοπία της χώρας, η πλειοδοσία των πολιτικών κομμάτων είχε ανεβάσει τον επιδιωκόμενο στόχο του κατάλληλου κατώτατου μισθού στα 1.300 ευρώ. Μετά ήρθε η χρεοκοπία και όχι μόνο ο κατώτατος κατέρρευσε, αλλά δημιουργήθηκε και ο υποκατώτατος των 511 ευρώ για εργαζομένους έως 25 ετών. Στην πραγματικότητα είχε καταρρεύσει η αγορά εργασίας.
Γενικώς είμαστε της υπερβολής, με τους πολιτικούς μας να επιμένουν να παρεμβαίνουν, σαν οι εν λόγω αμοιβές να βγαίνουν από τα δικά τους ταμεία και όχι από αυτά των επιχειρήσεων. Και τους συνδικαλιστές να ζητούν ανεδαφικές αυξήσεις, με κίνδυνο να χάσουν τη δουλειά τους αυτοί που υποτίθεται ότι υπερασπίζονται. Μέσα στη γενικευμένη ελαφρότητα αντιμετώπισης του θέματος, παραγνωρίζουν πολλοί ότι το ύψος του κατώτατου μισθού επηρεάζει ελάχιστα τις μεγάλες επιχειρήσεις. Αντίθετα, επιβαρύνει άμεσα τις πιο μικρές και πιο αδύναμες επιχειρήσεις, με εργοδότες ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας που το κέρδος που τους μένει για να ζήσουν σε μηνιαία βάση οι ίδιοι και οι οικογένειές τους είναι πολλές φορές μικρότερο από τον κατώτατο μισθό που καλούνται να πληρώσουν στους εργαζομένους.
Είναι αντιληπτό ότι πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό εργαλείο που γεννά επιπτώσεις οικονομικές και κοινωνικές. Ο κατώτατος μισθός είναι ένα αναδιανεμητικό εργαλείο που έχει τόσο οφέλη όσο και κόστος. Εάν οριστεί σε υψηλότερα επίπεδα, μπορεί να αυξήσει τις αποδοχές των χαμηλόμισθων, να μειωθεί ο αριθμός των «φτωχών εργαζομένων», επίσης να μειωθεί η διαφορά αμοιβής μεταξύ των δύο φύλων και να μειωθεί συνολικά η μισθολογική ανισότητα. Ο κίνδυνος που υπάρχει εάν οριστεί σε πολύ υψηλά επίπεδα, πάνω από αυτά που αντέχει η αγορά, είναι τότε ο κατώτατος μισθός να μειώσει την παραγωγικότητα, να επηρεάσει τον πληθωρισμό, να βλάψει την απασχόληση αυξάνοντας την ανεργία και να αποδειχθεί ανεφάρμοστος από τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οδηγώντας πολλές από αυτές στο κλείσιμο ή τη συρρίκνωση. Ολα αυτά πρέπει να συνυπολογίζονται.
Στη μεταμνημονιακή Ελλάδα φτιάχτηκε για πρώτη φορά μια διαδικασία με στόχο την επανεξέταση του κατώτατου μισθού σε ετήσια βάση που δείχνει να αποδίδει. Στην ιδανική της μορφή θα περιλάμβανε μια συζήτηση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων σε ένα τραπέζι στο πλαίσιο ενός θεσμού όπως η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, αλλά στην Ελλάδα ποτέ δεν καταφέραμε να δημιουργήσουμε τόσο σημαντικά πεδία διαλόγου και συναίνεσης.
Οπότε προχωράμε με την υποβολή προτάσεων από τους εργοδοτικούς και εργατικούς φορείς και τα σημαντικά εθνικά μας think tanks και ο υπουργός Εργασίας, αφού ακούσει, καλείται να εισηγηθεί και το Υπουργικό Συμβούλιο να αποφασίσει και για αυτό το θέμα. Με αυτή τη σειρά έγιναν τα πράγματα και φέτος. Μια οικονομία (ιδιωτική) αναμένει από τους ταγούς του κράτους να τους πούνε ποια είναι η κατάλληλη μισθολογική πολιτική που πρέπει να εφαρμοστεί, με την ελπίδα ότι και αυτή τη νέα αύξηση θα την αντέξουν τα οικονομικά των επιχειρήσεων.