Η κοιλάδα σαν ακύμαντη θάλασσα στο ανοιξιάτικο φως. Το πρώτο πράσινο, η ολόφρεσκη παραγωγή της φύσης, είναι τόσο λείο και πλούσιο που μοιάζει με χαλί που πέρασε από χίλιους ελέγχους ποιότητας. Αριστερά, στη γραμμή του ορίζοντα, μια συνεχόμενη γκριζόμαυρη μπορντούρα, ιδανική ίσως για το κιαροσκούρο ενός πίνακα: τα καμένα. Δεξιά, κατά μήκος της απλωμένης γης, η φιδίσια φλέβα που αστράφτει ασημένια κάτω από τον ήλιο με τα ενισχυμένα ψηλά κάγκελα και το συρματόπλεγμα, ο Φράχτης. Εδώ κι εκεί, η λάμψη της ποταμίσιας φλέβας. Και παντού, σε κάθε σπίτι και καλύβι και χωράφι, σημαίες ελληνικές. Η ταυτότητα της πατρίδας, η συνείδηση του έθνους, οι πληγές κι οι φόβοι κι η πίστη, όσα φυλά κοντά του κι όσα κρατά απέξω ένας λαός με μνήμες πιο νωπές κι απ’ τα φρεσκοποτισμένα χωράφια. Στο βόρειο άκρο του Νομού Εβρου κάποιες λέξεις αποκτούν άλλη σημασία. Στο βορειοανατολικό άκρο της Ελλάδας, στην πιο απομακρυσμένη περιφερειακή ενότητα, στο φυσικό σύνορο της χώρας μας με τη Βουλγαρία και την Τουρκία (το «τριεθνές»), τα ερωτήματα αναβλύζουν με τρόπο διαφορετικό κι οι συζητήσεις που θέλεις να αποφύγεις δεν αποφεύγονται. Εδώ, δίπλα στον Εβρο, βρίσκεται κι η Νέα Βύσσα, κι εδώ το Μουσείο Καραθεοδωρή.
Ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1873 και ήταν οθωμανός υπήκοος. Καταγόταν από παλιά και μεγάλη γενιά αξιωματούχων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γιατρών, διπλωματών, επιστημόνων, με καταγωγή από τοΒοσνοχώρι (Μπόσνα, «τόπος των Βοσνίων», από τους βόσνιους αιχμαλώτους που μετέφεραν τα λάφυρα από τη βαλκανική χερσόνησο προς το εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), που το 1932 μετονομάστηκε σε Νέα Βύσσα. Ησαν όλοι οι Καραθεοδωρή σπουδαίοι, αλλά ο «Κόνσταντιν» ο πιο ξεχωριστός. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός, στα 27 του χρόνια όμως συνειδητοποίησε την τεράστια γοητεία που ασκούσαν πάνω του τα μαθηματικά κι αφιερώθηκε σ’ αυτά. Η άνοδός του ήταν μετεωρική, το άστρο του έλαμψε παντού, δίδαξε σε κορυφαία γερμανικά κι αμερικανικά πανεπιστήμια και γνώρισε κι εκτιμήθηκε από τους σπουδαιότερους επιστήμονες της εποχής του, συμπεριλαμβανομένου του Αϊνσταϊν, αλλά παράλληλα είχε πάντα έναν χώρο στην καρδιά του για την Ελλάδα. Η Ελλάδα όμως δεν είχε χώρο γι’ αυτόν: όταν το 1904 αναγορεύτηκε διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, το σημαντικότερο τότε κέντρο μαθηματικών, και ζήτησε αμέσως να έρθει να εργαστεί στην πατρίδα, του απαντήθηκε ότι θα μπορούσε μόνο να διοριστεί δάσκαλος σε κάποιο σχολείο της επαρχίας.
Το 1911 δέχτηκε την πρόσκληση του Ελευθέριου Βενιζέλου, με τον οποίο είχαν επίσης αμοιβαία αλληλεκτίμηση, και συμμετείχε στην επιτροπή επιλογής καθηγητών για το Πανεπιστήμιο Αθηνών· και το 1920 ανέλαβε να οργανώσει, στη Σμύρνη, το Ιωνικό Πανεπιστήμιο: το ονόμασε «Φως εξ Ανατολών». Για τον σκοπό αυτό δούλεψε ασταμάτητα, ως την Καταστροφή του ’22. Μέχρι την τελευταία στιγμή παρέμεινε στη Σμύρνη προσπαθώντας να περισώσει ό,τι μπορούσε από τη βιβλιοθήκη και τα εργαστηριακά όργανα, και διέφυγε με ένα από τα τελευταία πλοία. Παρέδωσε ό,τι έσωσε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όπου διορίστηκε καθηγητής, την επόμενη χρονιά (1923) διορίστηκε καθηγητής στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο και το 1924, απογοητευμένος, ανέλαβε καθηγητική θέση στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ο χώρος στην καρδιά του για την Ελλάδα δεν άλλαξε, αλλ’ ούτε κι η Ελλάδα: το 1926 έγινε μέλος στην νεοϊδρυθείσα Ακαδημία Αθηνών και το 1930, πάλι προσκεκλημένος από τον Βενιζέλο, ανέλαβε καθήκοντα κυβερνητικού επιτρόπου με βαθμό πρυτάνεως για την οργάνωση των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης, έως ότου (με έγγραφο που έφερε την υπογραφή γραμματέως Γ τάξης) παύθηκε από τη θέση αυτή. Το 1932 επέστρεψε στο Μόναχο και το 1949 πέθανε εκεί.
Ο Κόνσταντιν ήταν παιδί αυτοκρατοριών. Το «Φως εξ Ανατολών» που οραματίστηκε προοριζόταν να προσφέρει γνώση σε όλους, ανεξάρτητα από φυλές και θρησκείες: ο ελληνικός κόσμος, εξήγησε, όφειλε να ενώσει ανατολή και δύση. Οι αυτοκρατορίες άντεχαν το πολυφυλετικό, τα έθνη όμως όχι. Τα έθνη που χρειάζονται προστασία, φράχτες, σημαίες, επετείους, και πάντα έναν χώρο στην καρδιά μας γι’ αυτά.