Στις 29 Απριλίου 2011, τριάντα εφτά, περίπου, εκατομμύρια τηλεθεατές σε όλον τον κόσμο παρακολούθησαν σε ζωντανή μετάδοση τον γάμο του πρίγκιπα Ουίλιαμ της Ουαλίας, πρωτότοκο γιο του, τότε, διαδόχου Καρόλου – που σημαίνει «προδιαγεγραμμένου» βασιλιά της Μεγάλης Βρετανίας – με την «κοινή θνητή» Κέιτ Μίντλετον. Σε αυτήν την περίπτωση δεν υπήρχε θέμα ιδεολογικής συμπάθειας προς τον θεσμό της βασιλείας. Ηταν ένα παραμύθι που ζωντάνευε μέσα από τις οθόνες μας.
Ενα παραμύθι που είχε αρχίσει πριν από τριάντα ένα χρόνια, επίσης με έναν γάμο, στο ίδιο Αββαείο του Ουεστμίνστερ. Τότε που ο Κάρολος παντρεύτηκε την Νταϊάνα και ολόκληρος ο κόσμος, πολύ σύντομα, θα ανακάλυπτε στο πρόσωπό της ένα είδωλο, μία πριγκίπισσα με χαρακτηριστικά ροκ σταρ. Μία γυναίκα που «χώρεσε» τους βασιλικούς τίτλους σε ανθρώπινα μέτρα, κάνοντάς τους πιο οικείους, ίσως και πιο συμπαθείς. Ηταν αυτή που δεν έκρυψε το πώς λύγισε κάτω από το βάρος των υποχρεώσεων και των καθηκόντων του τίτλου της, τα ψυχολογικά της αδιέξοδα, τις εναλλασσόμενες κρίσεις βουλιμίας και ανορεξίας, την «αιώνια» ερωμένη του συζύγου της ούτε ακόμη και τις δικές της απιστίες. Μία γυναίκα που έμοιαζε να είναι ο εαυτός της τόσο μέσα σε πανάκριβα ρούχα και στα πιο διάσημα γκαλά του κόσμου, όσο και πλάι στα πεινασμένα παιδιά της Αφρικής, στα σπαρμένα με νάρκες χωράφια, δίπλα στους ασθενείς με AIDS. Και που σκοτώθηκε στα 36 της χρόνια προσπαθώντας να ξεφύγει από το αμείλικτο κυνηγητό της δημοσιότητας. Αφήνοντας πίσω της δύο γιους. Τον δεκαπεντάχρονο, τότε, Ουίλιαμ και τον δεκατριάχρονο Χάρι, τις πιο τραγικές φιγούρες δίπλα στο φέρετρό της.
Δεκατέσσερα χρόνια μετά, ο Ουίλιαμ έμοιαζε να έδινε ένα happy end σε εκείνο το παραμύθι με την τραγική εξέλιξη. Η Κέιτ, ο νεανικός του έρωτας, ένα όμορφο μελαχρινό κορίτσι χωρίς τίτλους που έδειχνε ότι θα μπορούσε να υποκαταστήσει, κατά κάποιον τρόπο, την Νταϊάνα, τραβούσε επάνω της τα βλέμματα όλου του κόσμου.
Στις 22 Μαρτίου 2024, είδαμε ότι εκείνο το παραμύθι δεν είχε ακόμη τελειώσει. Η Κέιτ, στα σαράντα δύο της πλέον, χλωμή, καταβεβλημένη, πολύ μακριά από τη λάμψη εκείνου του βασιλικού γάμου και τις μετέπειτα εντυπωσιακές επίσημες εμφανίσεις της αλλά πολύ πιο ανθρώπινη, πιο «σάρκινη», αποκαλύπτει, με λόγια άμεσα και χωρίς να «στρογγυλεύει» κάτι, ότι έχει καρκίνο. Είχε προηγηθεί ένα δίμηνο κυνηγητού, διασποράς φημών που μιλούσαν ακόμη και για τρίτο πρόσωπο στον γάμο τους, κρίσεων (στα όρια του κραξίματος) για την «πειραγμένη» φωτογραφία της, προσπάθεια προσβολής του ιατρικού απορρήτου. Και είναι αυτή η μετάβαση από τη βασιλική μεγαλοπρέπεια του γάμου της στην κοινή συνισταμένη του ανθρώπινου πόνου, αυτή η μεγάλη ανατροπή που δίνει δύναμη στο «παραμύθι».
Βασιλικά αδιέξοδα
Ναι, το ξέρω. Η Κέιτ Μίντλετον είναι μία «προνομιούχα» ασθενής. Η παγκόσμια ιατρική κοινότητα είναι στη διάθεσή της, έχει πρόσβαση στις πιο σύγχρονες θεραπευτικές μεθόδους και στο πλευρό της εξειδικευμένο προσωπικό που μπορεί να τη στηρίξει και να την ανακουφίσει από τα παρελκόμενα της αρρώστιας.
Από την άλλη όμως δεν έχει αυτό που ο οποιοσδήποτε ασθενής δικαιούται. Την ιδιωτικότητα όσον αφορά την ασθένειά της. Να μπορεί να τη διαχειριστεί όπως εκείνη θέλει, να μιλήσει σε όσους και όπως η ίδια αντέχει, να το ανακοινώσει στα τρία ανήλικα παιδιά της όταν θεωρήσει πως είναι η κατάλληλη στιγμή, να μπορεί να βγει έξω αν αυτό της κάνει καλό, χωρίς να χρειάζεται να κρύβεται, να «ανεβάσει» μια φωτογραφία επειδή αυτό την «ανεβάζει» ψυχολογικά χωρίς το άγχος ότι η φωτογραφία θα μπει κάτω από το μικροσκόπιο των ειδικών.
Αντ’ αυτού είχε να αντιμετωπίσει ένα «σαρκοβόρο» κοινό και θεωρίες συνωμοσίες, ένα όχι απλώς κυνηγητό αλλά «εκβιασμό» όποιας είδησης ή στιγμιότυπου την αφορούσε. Και σε αυτό το σημείο η Κέιτ «συναντά» την Νταϊάνα. Δεν είναι μόνο η σχέση πεθεράς – νύφης που της ενώνει ούτε το δαχτυλίδι που της έδωσε ο Ουίλιαμ, το ίδιο που είχε δώσει και ο Κάρολος στην Νταϊάνα.
Είναι και αυτή η προσπάθεια απόδρασης από τη δημοσιότητα. Μια δημοσιότητα αποθεωτική και συγχρόνως εκδικητική. Που μπορεί να σε σκοτώσει ή να μη σε αφήσει να αρρωστήσεις όπως εσύ θέλεις.