Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου που είναι σήμερα, μπορώ να ψυχανεμιστώ την ανάγκη του ανθρώπου να βλέπει, ως θεατής και όχι ως εμπλεκόμενος, τα πάθη των ανθρώπων – πρόκειται για ένα είδος «θεραπευτικής αποστασιοποίησης». Και εδώ ταιριάζουν τα λόγια του γάλλου ηθοποιού Λουί Ζουβέ που έχει πει ότι ο άνθρωπος εφηύρε το θέατρο επειδή είναι «καταδικασμένος» να ερμηνεύσει το μυστήριο της ζωής. Αυτό που δύσκολα μπορώ να φανταστώ είναι το πώς οι αρχαίοι τραγικοί ποιητές μας, αυτοί που, στα χρόνια της κλασικής Αθήνας απογείωσαν και συγχρόνως εκκοσμίκευσαν την πρώτη ολοκληρωμένη θεατρική φόρμα (αποκομμένη πλέον από το λατρευτικό τελετουργικό που υπήρξε η πρώτη μορφή «παράστασης»), διαχειρίστηκαν με αυτόν τον τρόπο προγενέστερους μύθους, έγραψαν αυτούς τους διαλόγους, «σκάλισαν» τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής έτσι ώστε, πολλούς αιώνες αργότερα, ο Ζίγκμουντ Φρόιντ να πει ότι όπου και να τον πήγαν οι θεωρίες του, ένας αρχαίος τραγικός ποιητής είχε ήδη φτάσει εκεί. Και ότι μπορεί να ανιχνεύσει την απαρχή της αναγκαιότητας της ψυχανάλυσης στον μύθο του Οιδίποδα, εκεί όπου συγκρούονται η προσωπική με τη συμπαντική αλήθεια.
Τέλος πάντων, πολλά είναι τα θαυμαστά, τα, σχεδόν, ανεξήγητα εκείνου του «χρυσού» – όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για την ανθρωπότητα – αιώνα αλλά το θέμα μας σήμερα είναι το θέατρο γενικώς. Που έχω την εντύπωση ότι στην Ελλάδα, σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης, είναι πιο «λαϊκό» είδος. Προφανώς συνετέλεσε σε αυτό και η άνθιση της ελληνικής επιθεώρησης, έτσι όπως διαμορφώθηκε στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα αποκτώντας «εθνικά χαρακτηριστικά» τα οποία και την ανέδειξαν σε μοναδικό θεατρικό είδος.
Ως προς την ιδέα του θεάτρου θα μπορούσα να γράψω σελίδες. Ακόμη και από το προσωπικό μου πρίσμα. Η πρώτη αποσπασματική ανάμνηση της ζωής μου άλλωστε, μια ασαφής εικόνα που δεν ξέρω αν έχει σχέση με την πραγματικότητα ή προέκυψε από διηγήσεις άλλων, είναι από μια παράσταση, από την «Οδό Ονείρων». Εκεί όπου η μητέρα μου διαπίστωσε ότι αν και ήμουν στην ηλικία που έκανα τα πρώτα μου βήματα, μία περίοδος δηλαδή που τα παιδιά δεν βάζουν ποπό κάτω, μόλις άναψαν τα φώτα της σκηνής βουβάθηκα και παρακολουθούσα αποσβολωμένη τα, προφανώς, ανεξήγητα για μένα.
«Ανεξήγητο» κατά κάποιον τρόπο είναι ούτως ή άλλως το θέατρο. Ή μάλλον η σχέση του με τον θεατή. Πώς είναι δυνατόν να παρακολουθούμε με τόσο ενδιαφέρον μία παράσταση, για παράδειγμα του «Οιδίποδα» ή της «Μήδειας», αφού ξέρουμε το τέλος. Και πώς γίνεται να βλέπουμε το ίδιο εκστατικοί ένα έργο του Σαίξπηρ όπου συμβαίνουν πράγματα και θαύματα και ένα του Τσέχοφ που, στην ουσία, είναι μία «φέτα» ζωής, η δημιουργική περιγραφή της πλήξης στη ρωσική επαρχία; Ισως αυτό το «ανεξήγητο» να το εξηγεί με τον τρόπο της μία φράση που αποδίδεται στη Σάρα Μπερνάρ και λέγεται ότι την επαναλάμβανε η Μαρίκα Κοτοπούλη: «Το θέατρο είναι θρησκεία. Αν το πιστέψεις, μπορεί να σε σώσει».
Στην Ελλάδα σήμερα
Ενας βρετανός κριτικός, ο Kenneth Tynan, έλεγε ότι ο καλός θεατρικός κριτικός είναι αυτός που αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει στο θέατρο της εποχής του. Ενώ ένας σπουδαίος θεατρικός κριτικός είναι αυτός που αντιλαμβάνεται τι δεν συμβαίνει στο θέατρο της εποχής του.
Δεν είμαι θεατρικός κριτικός. Πολύ περισσότερο σπουδαίος. Δεν αντιλαμβάνομαι λοιπόν τι ακριβώς δεν συμβαίνει στο θέατρο σήμερα. Νιώθω όμως ότι κάτι δεν συμβαίνει, τουλάχιστον σε ευρεία κλίμακα. Και δεν είναι ο ενθουσιασμός της νιότης που, πριν από δεκαετίες, με έκανε να παραμιλάω βγαίνοντας από κάποιες παραστάσεις. Ούτε πρόκειται περί παρελθοντολαγνείας. Ούτως ή άλλως το θεατρικό τοπίο έχει αλλάξει. Ο περιορισμός των επιχορηγήσεων δεν επιτρέπει ούτε το ρίσκο των μεγάλων παραστάσεων ούτε τον προγραμματισμό ρεπερτορίου. Επίσης δεν ξέρω πόσο καλό κάνουν τελικά οι τόσες πολλές μικρές σκηνές, των πενήντα, άντε το πολύ ογδόντα θέσεων. Εχω την αίσθηση ότι χρειάζεται ένα ξεκαθάρισμα ο χώρος ώστε να αναδειχθούν οι πραγματικές αξίες που ξέρω ότι υπάρχουν. Ελπίζω ότι η συλλογική σύμβαση που υπογράφηκε, ύστερα από δεκατρία χρόνια, μεταξύ ΣΕΗ και Ενωσης Θεατρικών Παραγωγών θα ξεκαθαρίσει κάπως τα πράγματα. Και εύχομαι να την υπογράψουν όλοι οι παραγωγοί.