Εχω πλήρη συνείδηση ότι η πολλή συζήτηση περί παρακμής έχει από μόνη της κάτι το παρακμιακό. Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις και συγκυρίες που τα ίδια τα γεγονότα δικαιολογούν και μία και δυο και διαρκείς υπομνήσεις και προειδοποιήσεις. Ισχυε για τη μεγάλη οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 (στην Ελλάδα, όπως όλα τα πράγματα, ήρθε με μερικά χρόνια καθυστέρηση), αλλά τα σημάδια της, όχι μόνο οικονομικά αλλά και κοινωνικά και πολιτιστικά, ήταν για καιρό μπροστά στα μάτια μας. Ισχυε για τη μετατροπή της γης σε πεδίο πολεμικών συρράξεων, με σημείο εκκίνησης την προαναγγελθείσα, αλλά από ελάχιστους πιστευτή, εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ισχύει, εδώ και αρκετά χρόνια, για την κλιματική καταστροφή, την οποία όλοι γνωρίζουμε και όλοι αφήνουμε να γίνεται κάθε χρόνο χειρότερη. Και ισχύει επίσης, με τρόπο εξίσου σαφή αλλά που αφήνει ακόμα πιο ασυγκίνητη την παγκόσμια κοινή γνώμη, για την κατάσταση της δημοκρατίας και ειδικά του λεγόμενου «κράτους Δικαίου», δηλαδή της ισονομίας και της ευνομίας, χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει δημοκρατία.
Οι ανησυχούντες εγκαλούμαστε στην καλύτερη περίπτωση για αφέλεια ή για εμμονή, στη χειρότερη για ειδική «ατζέντα», προσωπική ή κομματική. Ομως ενημερωνόμαστε και επιμένουμε, ή μάλλον, επειδή ενημερωνόμαστε επιμένουμε. Τελευταίο επίσημο κείμενο, υπεράνω πάσης υποψίας, αφού προέρχεται από ειδική όσο και ανεξάρτητη οργάνωση, είναι η πρόσφατη δημοσιοποιημένη έκθεση της «Liberties» για την κατάσταση του Κράτους Δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η λέξη «παρακμή» χρησιμοποιείται επανειλημμένα και ρητά, αφορά, παρά τις επιμέρους διακρίσεις, στο σύνολο της Ενωσης –η οποία είναι, ας μην το ξεχνάμε, η πιο προηγμένη «νησίδα δημοκρατίας» στον κόσμο– και δικαιολογείται από γεγονότα και παραδείγματα. Ακόμα και στις «παλιές και σταθερές δημοκρατίες», που σε γενικές γραμμές αντιστέκονται, όπως η Γαλλία, η Γερμανία, το Βέλγιο, παρατηρούνται όλο και περισσότερες κάμψεις: ο τρόπος που πέρασε την ασφαλιστική «μεταρρύθμιση» η γαλλική κυβέρνηση, η επιρροή των ακραίων έως ναζιστικών ιδεών στη Γερμανία, η αντιμετώπιση των διαδηλώσεων στο Βέλγιο. Στην ενδιάμεση κατηγορία χωρών με σταθερή δημοκρατία αλλά με πολλά επιμέρους προβλήματα, βρίσκεται (μαζί με πρώην δημοκρατικά προπύργια, όπως η Ιταλία, η Σουηδία, η Δανία, η Ολλανδία) και η Ελλάδα, στην οποία καταλογίζεται (όχι από τη «Μαντάμ Σοφί» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ή τη ρουμάνα γενική εισαγγελέα που ξεσήκωσε το εκ νέου μένος του Αρείου Πάγου) σειρά παρεμβάσεων στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και στην ελευθερία του Τύπου. Υπάρχει βέβαια και η κατηγορία των ουσιαστικά μη δημοκρατικών χωρών, στην οποία ανήκουν οι ανοιχτά «μη φιλελεύθερες» (Ουγγαρία, Σλοβακία), καθώς και εκείνες στις οποίες ακραίες κυβερνήσεις, που πια έφυγαν από την εξουσία, έχουν κάνει σχεδόν ανεπίστρεπτο κακό (Πολωνία, Σλοβενία, Τσεχία, Ρουμανία, Βουλγαρία).
Είναι άραγε αυτή η εικόνα, και αυτή η κατάταξη, υπερβολική, υποκειμενική, επιφανειακή ή προκατειλημμένη; Βρίσκεται άραγε, παρά τις οιμωγές, το Κράτος Δικαίου σε καλή κατάσταση στην Ευρώπη; (ξαναλέω: φανταστείτε τι γίνεται στις άλλες γωνιές της γης). Αντί για απάντηση, καλώ όσους μου κάνετε την τιμή να διαβάζετε αυτές τις γραμμές να σκεφτείτε τη σημασία και την επιρροή μιας σειράς από πολύ πρόσφατα γεγονότα: μια Ευρωπαϊκή Ενωση που ανέχεται τους μαζικούς πνιγμούς στο Αιγαίο, τον λιμό στη Γάζα και επισκέπτεται εν χορδαίς και οργάνοις τον αιγύπτιο δικτάτορα, μια Ελλάδα που έχει σχετικοποιήσει το Σύνταγμά της και που συγκαλύπτει κάθε τι δυσάρεστο, από πολιτικές αστοχίες μέχρι εθνικές τραγωδίες.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος