Εφυγε από τη ζωή πριν από λίγες μόλις μέρες ο Νίκος Χαραλάμπους, κύπριος έξοχος ηθοποιός και σκηνοθέτης που η σοβαρότητά του τον βοήθησε να ασχοληθεί μόνο με έργα της αρχαίας, της νεότερης και της σύγχρονης δραματουργίας υψηλών ποιοτικών προδιαγραφών. Οι καλλιτεχνικές του σπουδές άρχισαν μόλις τελείωσε τις εγκύκλιες και επί περίπου εξήντα χρόνια, με υψηλές τεχνικές δεξιότητες, κάλυψε όλες τις μορφολογικές, ιδεολογικές, χαρακτηριολογικές θεατρικές απαιτήσεις με σοβαρότητα και πάντα αναζήτηση ενός ύφους απέριττου, χωρίς φλυαρίες.
Στις μέρες που περνάμε είναι σημαντικός, ακόμη και στο άλλοτε ακμάζον θέατρο, ο θεατρικός, και όχι μόνο, πολιτισμός, όχι προσώπων, που υπάρχουν πολλά και ταλαντούχα, αλλά παραγωγών. Η θεατρική δημιουργία (και ευτυχώς που καλύπτεται, όσο γίνεται, η ανεργία των ηθοποιών) έχει παραδοθεί στην τηλεόραση, την οποία χωρίς επιφυλάξεις τιμώ, αφού προσφέρει μορφές θεατρικού πολιτισμού έως το τελευταίο χωριό της χώρας. Αλλά, κακά τα ψέματα, πότε είδατε στην τηλεόραση αρχαίους τραγικούς, Αριστοφάνη και μεγάλες θεατρικές δημιουργίες της διεθνούς σκηνής; Υπάρχει μια θεατρική φτώχεια έργων που οδήγησε και σε μια θεατρική φτώχεια των υποκριτικών σπουδών, αφού οι περισσότερες, και σοβαρές ακόμη, δραματικές σχολές υποχρεώνονται από τις τρέχουσες απαιτήσεις των σπουδαστών να καλλιεργήσουν μια τεχνική υποκριτικής καθημερινότητας.
Είχαμε για χρόνια, από τις αρχές του περασμένου αιώνα, την Κοτοπούλη, την Κυβέλη, τον Βεάκη, τον Νέζερ και τα θηρία της Επιθεώρησης που, σιγά σιγά, ξεχάστηκαν. Δεν καταλογίζω τίποτα αρνητικό στους νέους ηθοποιούς, αλλά είναι φυσικό, μέσα στις εργασιακές συνθήκες των καιρών να αναζητούν κανόνες και τρόπους μιας καθημερινότητας. Και βέβαια ούτε ο Οιδίπους, ούτε η Αντιγόνη, ούτε ο Ληρ και ο Αμλετ, ούτε ο Τσάπλιν και η Μαρίκα Νέζερ έχουν την τύχη να είναι πρότυπα νέων υποκριτών, δραματικών, κωμικών και δεξιοτεχνών των επιθεωρησιακών μονολόγων.
Αυτές οι σκέψεις με οδήγησαν με την αποχώρηση του Νίκου Χαραλάμπους από τη ζωή. Και θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ στο έργο του και να σας προτρέψω να κάνετε σύγκριση, κυρίως ρεπερτορίου, με άξιους σήμερα θεατρικούς δημιουργούς που δεν έχουν την ευτυχία να ερμηνεύσουν κλασικούς και νεοκλασικούς ρόλους. Οσο ο Χαραλάμπους έπαιζε νέος στον ΡΙΚ, παράλληλα σπούδαζε δραματική τέχνη στην Ελληνική Μουσική Ακαδημία. Οσο ήταν στην πατρίδα του, ίδρυσε το «Θέατρο Τέχνης» και συνεργάστηκε με συμπατριώτες του, αλλά και έλληνες ηθοποιούς που έλαμψαν και στη μητέρα πατρίδα (Καυκαρίδης, Μπεμπεδέλη, Γαϊτανοπούλου, Βουτέρης, Εύης Γαβριηλίδης κ.ά.).
Ο Κάρολος Κουν είχε οικονομική συνεργασία με το κυπριακό Δημόσιο και εκπαίδευε και αξιοποιούσε κύπριους ηθοποιούς. Ο Χαραλάμπους συνεργάστηκε με το «Θέατρο Τέχνης» ως ηθοποιός για 7 χρόνια. Αργότερα βρέθηκε στο Κρατικό Θέατρο της Νυρεμβέργης ως ηθοποιός, αλλά και βοηθός σκηνοθέτη. Είχε την ικανότητα να αφομοιώνει τεχνικές και μεθόδους, έτσι κλήθηκε και συνεργάστηκε, διδάσκοντας υποκριτική, κίνηση και αγωγή του λόγου στην Ακαδημία της Ρώμης, στην RADA, στο Λος Αντζελες, στο Βερολίνο και βέβαια συχνά, επιστρέφοντας στην Αθήνα και στην Κύπρο. Το 1969 επέστρεψε στην Κύπρο και έγινε στέλεχος του Θεάτρου ΡΙΚ.
Το 1971 ιδρύεται στη Μεγαλόνησο ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου (ΘΟΚ). Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, έρχεται ξανά στην Ελλάδα και συνεργάζεται με το «Θέατρο Τέχνης», το «Θεσσαλικό Θέατρο» και γίνεται ο πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας. Το 1976 επιστρέφει στην Κύπρο και στον ΘΟΚ και σκηνοθετεί το αριστούργημα του Βάρναλη «Ατταλος ο Γ’». Η παράσταση παίζεται και στο Φεστιβάλ Αθηνών το 1980. Το 1981 σκηνοθετεί για πρώτη φορά στην Επίδαυρο με τον ΘΟΚ τις σπάνια σωζόμενες «Ικέτιδες» του Ευριπίδη, σε μια παράσταση που άφησε εποχή και τις καλύτερες εντυπώσεις, κάνοντας τεράστια αίσθηση. Ακολουθούν σκηνοθεσίες του σε Κύπρο και Ελλάδα (στο Εθνικό Θέατρο, στο ΚΘΒΕ, στο Θέατρο Καισαριανής, σε ιδιωτικούς θιάσους, κυρίως με έργα αρχαίου δράματος).
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 συνεργάζεται ως βασικός πρωταγωνιστής σε σημαντικές παραστάσεις του «Αμφι-Θεάτρου» του Σπύρου Ευαγγελάτου, δίπλα κυρίως στη Λήδα Τασοπούλου, αλλά και σε άλλους σημαντικούς ηθοποιούς αργότερα: Μπραντ στο αριστούργημα του Ο’ Νιλ «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», Νικηφόρος Φωκάς στο έξοχο, ψυχολογικό ιστορικό δράμα του Τερζάκη «Θεοφανώ», Αίας στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή (σε δική μου μετάφραση), Λοπάχιν στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ. Ο Χαραλάμπους δεν έκανε ποτέ συμβιβασμούς ποιότητας, κι όταν ακόμα βρέθηκε χωρίς δουλειά.
Υπήρξαμε φίλοι και συχνά μιλούσαμε για προσεχείς συνεργασίες που η τύχη δεν μας χάρισε. Αλλά θα θυμάμαι πάντα τις ανοιχτές του ιδέες, την τόλμη του για κάθε καινούργιο στις ερμηνευτικές προσεγγίσεις των κλασικών και την έξοχη υποκριτική του.