Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα υποδεχθεί τον Βλαντίμιρ Πούτιν τον Μάιο στην Αγκυρα και μερικές ημέρες αργότερα θα πετάξει για την Ουάσιγκτον, προκειμένου να περάσει για πρώτη φορά στα χρόνια της προεδρίας Μπάιντεν το κατώφλι του Λευκού Οίκου. Η ερμηνεία ότι κάνει τον «ταχυδρόμο» του Πούτιν στους Αμερικανούς, που έχουν ήδη αρχίσει να διακινούν διάφορες πλευρές, δείχνει εύλογη, αλλά όσοι παρακολουθούν διεξοδικά τις κινήσεις του ρώσου προέδρου θεωρούν ότι πρόκειται για προσέγγιση που οδηγεί σε λάθος δρόμο. Από καιρό ο Πούτιν δεν νιώθει καμία ανάγκη να ανοίξει τη γραμμή με τον Μπάιντεν, αλλά ακόμη κι αν ήθελε να μεταφέρει μηνύματα στον Λευκό Οίκο υπάρχουν αρκετοί δίαυλοι που μπορούν να ενεργοποιηθούν.
Ή μάλλον πειστικότερη εξήγηση είναι ότι ο Ερντογάν προσκαλεί τον Πούτιν στην Αγκυρα για να αναδείξει έναν ιδιαίτερο ρόλο της Τουρκίας και το ειδικό βάρος της στο νέο γεωπολιτικό παιχνίδι που έχει διαμορφώσει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Και ο Πούτιν πηγαίνει στην Τουρκία για να δείξει ότι υπάρχει μια χώρα του δυτικού άξονα (μέλος του ΝΑΤΟ) που του προσφέρει τη δυνατότητα να απομακρυνθεί από το Κρεμλίνο. Μέσω Αγκυρας, ο ρώσος πρόεδρος ξεφεύγει από μια διετή διεθνή απομόνωση.
Από την πλευρά του ο Ερντογάν προετοιμάζει το ταξίδι στην Ουάσιγκτον με τη φιλοδοξία να ακούσει τον αμερικανό πρόεδρο να αναγνωρίζει τον σημαντικό ρόλο της Τουρκίας. Στο εσωτερικό έχει ήδη αρχίσει να προβάλλει την πρόσκληση και ως ένδειξη «μεταμέλειας» του Λευκού Οίκου – μαζί με την αμερικανική στροφή για την πώληση των αναβαθμισμένων F-16 στην Τουρκία. Μέσα από αυτό το ταξίδι, ωστόσο, ύστερα από σχεδόν τέσσερα χρόνια ξηρασίας στον άξονα ΗΠΑ – Τουρκίας, ο βασικός του στόχος είναι να αναθερμάνει τη σχέση της Αγκυρας με τον δυτικό κόσμο. Αν μέσα από τις διαδοχικές συναντήσεις με Πούτιν και Μπάιντεν λειτουργήσει και ως δίαυλος, είναι προφανές ότι θα το προσθέσει στα πλεονεκτήματά του. Είναι εξίσου πρόδηλο, ωστόσο, ότι και τις δύο συναντήσεις τις επεδίωξε για τους δικούς του λόγους.
Για τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ, τον Ιούλιο, ο Ερντογάν θα ξαναβρεθεί στην Ουάσιγκτον με τη βεβαιότητα ότι, αν δεν έχει ανατρέψει πλήρως μια προβληματική εικόνα, θα έχει κάνει βήματα μπροστά στον απώτερο στόχο να μετατρέψει την Τουρκία σε παίκτη που υπερβαίνει τα περιορισμένα γεωγραφικά όρια της περιοχής του. Με τη Φινλανδία και τη Σουηδία να βρίσκονται στο ίδιο συμμαχικό τραπέζι, θεωρεί ότι έχει ήδη δώσει εγγυήσεις για να παρακάμπτουν ή έστω να ανέχονται στον Λευκό Οίκο και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες την εγγύτητα με τον Πούτιν, όπως και τα συνεχή ανοίγματα της Αγκυρας στο Πεκίνο. Είναι η βάση πάνω στην οποία ο τούρκος πρόεδρος μπορεί να οργανώσει προσεχώς άλλη μια άσκηση μεγαλοϊδεατισμού, έχοντας ανοικτό μπροστά του τον «τουρκικό παγκόσμιο χάρτη» με τις τουρκόφωνες φυλές που θεωρεί ότι ακόμη απλώνονται μέχρι τις παρυφές της Μογγολίας, στη στέπα του Αλτάι. Βλέποντας πλέον μπροστά και την ολοκλήρωση του προεδρικού κύκλου του, ο Ερντογάν θέλει η υστεροφημία του να καλύψει τις εικόνες του Κεμάλ Ατατούρκ.
Μετά την Ουάσιγκτον, στην Αθήνα αρμόδιοι παράγοντες προεξοφλούν ότι η στροφή με τα δυτικά διαπιστευτήρια θα καταγραφεί και στο ευρωπαϊκό πεδίο. Ο ευρωπαϊκός δρόμος της Τουρκίας θα αρχίσει να προβάλλεται μετ΄ επιτάσεως από τον Ερντογάν, ίσως επειδή γνωρίζει ότι στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες εξακολουθούν να κινούνται στην τροχιά που είχε χαράξει από τα βικτωριανά χρόνια ο τότε πρωθυπουργός σερ Χένρι Τζον Τεμπλ, υποκόμης του Πάλμερστον, ο οποίος αποφαινόταν ότι «στη διεθνή πολιτική δεν υπάρχουν διαρκείς αντιπαλότητες ούτε διαρκείς φιλίες. Υπάρχουν αποκλειστικώς και μόνο διαρκή συμφέροντα». Οσο κι αν στρέφει το βλέμμα στη στέπα του Αλτάι και παρουσιάζεται ως ηγήτορας του ισλαμικού κόσμου, ο Ερντογάν ποτέ δεν γύρισε πραγματικά την πλάτη στη Δύση – γιατί ξέρει τα συμφέροντά του.