Παρά τη ρήξη στις σχέσεις ΗΠΑ με Ισραήλ, η Ουάσιγκτον συνεχίζει να εφοδιάζει με όπλα τον ισραηλινό στρατό, όπως αποκαλύπτει δημοσίευμα της Washington Post. Σύμφωνα με την αμερικανική εφημερίδα, η κυβέρνηση Μπάιντεν ενέκρινε αθόρυβα τις τελευταίες ημέρες ένα πακέτο μαμούθ αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων με όπλα που μπορούν να στοιχίσουν τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιους.
Τα νέα πακέτα όπλων περιλαμβάνουν περισσότερες από 1.800 βόμβες MK84 των 2.000 λιβρών (ενός τόνου) και 500 βόμβες MK82 των 500 λιβρών, σύμφωνα με αξιωματούχους του Πενταγώνου και του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που γνωρίζουν το θέμα. Οι βόμβες των 2.000 λιβρών έχουν συνδεθεί με μαζικούς θανάτους σε όλη τη διάρκεια της στρατιωτικής εκστρατείας του Ισραήλ στη Γάζα. Οι αξιωματούχοι αυτοί, όπως και ορισμένοι άλλοι, μίλησαν στην Washington Post υπό τον όρο της ανωνυμίας, επειδή οι πρόσφατες εγκρίσεις δεν έχουν δημοσιοποιηθεί.
Δεν αλλάζει η πολιτική των ΗΠΑ
Η εξέλιξη αυτή υπογραμμίζει ότι ενώ έχουν προκύψει προβλήματα στις σχέσεις των δύο συμμάχων, ο περιορισμός πώλησης ή μεταφοράς όπλων δεν περιλαμβάνεται στην ατζέντα των ΗΠΑ. Αυτό φάνηκε εξάλλου και από τις πρώτες δηλώσεις αξιωματούχων μετά την αποχή των ΗΠΑ από το ΣΑ του ΟΗΕ, κίνηση που επέτρεψε την υιοθέτηση ψηφίσματος για κατάπαυση πυρός στη Γάζα.
«Δεν αλλάζουμε την πολιτική μας σε σχέση με το Ισραήλ», είχε δηλώσει ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου. «Η παροχή βοήθειας υπό όρους δεν εντάσσεται στην πολιτική μας» δήλωσε ένας άλλος αξιωματούχος .
Το δημοσίευμα έρχεται ενώ αυξάνονται οι φωνές και εντός του Δημοκρατικού κόμματος που ζητούν να μπουν όρια στη στρατιωτική βοήθεια προς το Ισραήλ.
«Η κυβέρνηση Μπάιντεν πρέπει να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά την επιρροή της και, κατά την άποψή μου, θα πρέπει να λάβει αυτές τις βασικές δεσμεύσεις πριν δώσει το πράσινο φως για περισσότερες βόμβες στη Γάζα», δήλωσε σε συνέντευξή του ο γερουσιαστής Κρις Βαν Χόλεν (D-Md.). «Πρέπει να υποστηρίξουμε αυτά που λέμε με αυτά που κάνουμε».
Την περασμένη εβδομάδα, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ενέκρινε τη μεταφορά 25 μαχητικών αεροσκαφών F-35A και κινητήρων αξίας περίπου 2,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, δήλωσαν Αμερικανοί αξιωματούχοι. Η υπόθεση είχε εγκριθεί από το Κογκρέσο το 2008, οπότε το υπουργείο δεν ήταν υποχρεωμένο να παράσχει νέα κοινοποίηση στους βουλευτές.
Οι βόμβες MK84 και MK82 που εγκρίθηκαν αυτή την εβδομάδα για μεταφορά είχαν επίσης εγκριθεί από το Κογκρέσο πριν από χρόνια, αλλά δεν είχαν ακόμη εκτελεστεί.
Η περιθωριοποίηση της Ουάσιγκτον στην παγκόσμια σκηνή για την υποστήριξή της προς το Ισραήλ έχει εξοργίσει ορισμένους Δημοκρατικούς στο Κογκρέσο, ορισμένοι από τους οποίους έχουν ζητήσει μεγαλύτερη διαφάνεια στις μεταφορές όπλων και έχουν εγείρει ερωτήματα σχετικά με το αν η έγκριση παλαιότερων ανεκτέλεστων υποθέσεων αποτελεί προσπάθεια αποφυγής νέων κοινοποιήσεων προς το Κογκρέσο, οι οποίες θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν έλεγχο.
Οι βόμβες ενός τόνου δεν χρησιμοποιούνται πια από δυτικούς στρατούς
Οι βόμβες των 2.000 λιβρών, ικανές να ισοπεδώσουν οικοδομικά τετράγωνα και να αφήσουν κρατήρες στη γη με διάμετρο 12 μέτρων και και άνω, δεν χρησιμοποιούνται σχεδόν ποτέ πια από τους δυτικούς στρατούς σε πυκνοκατοικημένες περιοχές λόγω του κινδύνου απωλειών μεταξύ των αμάχων.
Το Ισραήλ τις έχει χρησιμοποιήσει εκτενώς στον παλαιστινιακό θύλακα, σύμφωνα με διάφορες αναφορές, κυρίως στον βομβαρδισμό του προσφυγικού καταυλισμού Τζαμπάλια της πόλης της Γάζας στις 31 Οκτωβρίου. Αξιωματούχοι του ΟΗΕ κατήγγειλαν το χτύπημα, το οποίο στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους από 100 ανθρώπους, ως «δυσανάλογη επίθεση που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με εγκλήματα πολέμου». Το Ισραήλ υπερασπίστηκε τον βομβαρδισμό, λέγοντας ότι είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο ενός ηγέτη της Χαμάς.
Η απόφαση του Μπάιντεν να συνεχίσει τη ροή όπλων προς το Ισραήλ υποστηρίχθηκε σθεναρά από ισχυρές ομάδες συμφερόντων υπέρ του Ισραήλ στην Ουάσιγκτον, συμπεριλαμβανομένης της Αμερικανικής Επιτροπής Δημοσίων Υποθέσεων του Ισραήλ, η οποία δαπανά δεκάδες εκατομμύρια δολάρια σε αυτόν τον προεκλογική περίοδο.
«Μας καθιστά συνένοχους»
Οι επαναλαμβανόμενες εγκρίσεις του Μπάιντεν για μεταφορές όπλων αποτελούν «κατάργηση της ηθικής ευθύνης και επίθεση στο κράτος δικαίου όπως το γνωρίζουμε, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο», δήλωσε ο Τζος Πολ, πρώην υπάλληλος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που ασχολήθηκε με μεταφορές όπλων και παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την πολιτική του Μπάιντεν στη Γάζα.
«Πρόκειται για μια διαδικασία χάραξης πολιτικής η οποία καθιστά όλους, από τους αξιωματούχους χάραξης πολιτικής μέχρι τους κατασκευαστές αμυντικών προϊόντων και τους Αμερικανούς φορολογούμενους, συνένοχους στα εγκλήματα πολέμου του Ισραήλ», είπε.
Το δημοσίευμα της Post για τις νέες εγκρίσεις όπλων ακολουθεί την επίσκεψη του Ισραηλινού υπουργού Άμυνας Γιόαβ Γκάλαντ στην Ουάσιγκτον αυτή την εβδομάδα, κατά την οποία ζήτησε από την κυβέρνηση Μπάιντεν να επισπεύσει τη μεταφορά μιας σειράς από όπλα.