Τα διορθωμένα ως προς τον πληθωρισμό επιτόκια βρίσκονται πολύ πάνω από τα χαμηλά επίπεδα μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, ενώ η μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη παραμένει αδύναμη. Τα επίμονα υψηλότερα επιτόκια αυξάνουν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, αυξάνοντας τις δημοσιονομικές πιέσεις και δημιουργώντας κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Δημιουργείται έτσι μια αρνητική δυναμική, στον μετριασμό της οποίας μπορεί να συμβάλει η αποφασιστική και αξιόπιστη δημοσιονομική δράση που θα φέρει σταδιακά τα επίπεδα του παγκόσμιου χρέους σε πιο βιώσιμα επίπεδα, επισημαίνει το ΔΝΤ.

Βιωσιμότητα

Ωστόσο, η βιωσιμότητα του χρέους, αναφέρει η έκθεση, εξαρτάται από τέσσερα βασικά συστατικά: πρωτογενή ισοζύγια, πραγματική ανάπτυξη, πραγματικά επιτόκια και επίπεδα χρέους. Τα υψηλότερα πρωτογενή ισοζύγια – το πλεόνασμα των δημοσίων εσόδων έναντι των δαπανών εξαιρουμένων των πληρωμών τόκων – και η ανάπτυξη συμβάλλουν στην επίτευξη της βιωσιμότητας του χρέους, ενώ τα υψηλότερα επιτόκια και τα επίπεδα χρέους καθιστούν την επίτευξη της βιωσιμότητας πιο δύσκολη.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η δυναμική του χρέους παρέμεινε πολύ ευνοϊκή. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα πραγματικά επιτόκια ήταν σημαντικά χαμηλότερα από τους ρυθμούς ανάπτυξης. Αυτό μείωσε την πίεση για δημοσιονομική εξυγίανση και επέτρεψε στα δημόσια ελλείμματα και το δημόσιο χρέος να διολισθήσουν προς τα πάνω. Στη συνέχεια όμως, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, το χρέος αυξήθηκε ακόμη περισσότερο, καθώς οι κυβερνήσεις διέθεσαν μεγάλα πακέτα στήριξης έκτακτης ανάγκης.

Ως αποτέλεσμα, το δημόσιο χρέος ως κλάσμα του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος έχει αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες, τόσο στις προηγμένες όσο και στις αναδυόμενες και μεσαίου εισοδήματος οικονομίες. Αναμένεται να φθάσει το 120% και το 80%, αντίστοιχα, το 2028. Την ίδια στιγμή που αντιμετωπίζουμε υψηλότερα επίπεδα χρέους, το μακροοικονομικό περιβάλλον έχει γίνει λιγότερο ευνοϊκό. Οι μεσοπρόθεσμοι ρυθμοί ανάπτυξης αναμένεται να συνεχίσουν να μειώνονται λόγω της μέτριας αύξησης της παραγωγικότητας, των ασθενέστερων δημογραφικών στοιχείων, των αδύναμων επενδύσεων και των πληγών που έχει αφήσει η πανδημία. Σε αυτό το πλαίσιο, τα αυξημένα πραγματικά μακροπρόθεσμα επιτόκια θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημαντικές προκλήσεις.

Προκλήσεις

Επομένως, τα μακροπρόθεσμα πραγματικά επιτόκια είναι τώρα συγκρίσιμα με τα επίπεδα που υπήρχαν πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, σε μεγάλο βαθμό λόγω του υψηλότερου term premium, και υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε ότι αυτό μπορεί να συνεχιστεί:

Πρώτον, η μάχη για τον πληθωρισμό συνεχίζεται. Ακόμη και καθώς οι κεντρικές τράπεζες εξετάζουν το ενδεχόμενο χαλάρωσης της πολιτικής τους, τα πραγματικά επιτόκια θα παραμείνουν ασταθή για κάποιο χρονικό διάστημα.

Δεύτερον, η ομαλοποίηση των ισολογισμών που έχουν ξεκινήσει οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες, η οποία συνήθως αναφέρεται ως ποσοτική σύσφιγξη, μπορεί επίσης να συμβάλει σε υψηλότερα πραγματικά ασφάλιστρα διάρκειας, αυξάνοντας την προσφορά τίτλων μεγαλύτερης διάρκειας που πρέπει να απορροφηθούν από την αγορά.

Τρίτον, η άνοδος των επιτοκίων πιθανότατα αντανακλά επίσης την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και τις μακροπρόθεσμες δημοσιονομικές ανησυχίες, τουλάχιστον σε ορισμένες χώρες. Η χαλαρή δημοσιονομική πολιτική μπορεί να συμβάλει σε υψηλότερα επιτόκια, ιδίως όταν ο πληθωρισμός είναι υψηλός, αναγκάζοντας τις κεντρικές τράπεζες να σφίγγουν ακόμη περισσότερο τα μέτρα για να επιτύχουν τους στόχους τους. Η χαλαρή δημοσιονομική πολιτική, εάν διατηρηθεί, μπορεί επίσης να δημιουργήσει αμφιβολίες στους επενδυτές σχετικά με τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, οδηγώντας σε υψηλότερα term premia.

Το βασικό σημείο είναι ότι παρά τα χαμηλά επιτόκια ισορροπίας, οι δανειολήπτες στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον υπόλοιπο κόσμο ενδέχεται να αντιμετωπίσουν μια νέα κανονικότητα με σημαντικά υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης από ό,τι την προηγούμενη δεκαετία.

Η σχέση τράπεζας – κράτους εξαπλώνεται πέρα από τις προηγμένες οικονομίες στις αναπτυσσόμενες οικονομίες και σε μερικές ευάλωτες αναδυόμενες αγορές. Για παράδειγμα, το μέσο τραπεζικό σύστημα σε χώρες με χαμηλό εισόδημα κατέχει σήμερα περίπου το 13% του δημόσιου χρέους της χώρας, ποσοστό διπλάσιο από το αντίστοιχο ποσοστό πριν από 10 χρόνια.