Ο κύριος Χιραγιάμα σηκώνεται κάθε πρωί αξημέρωτα. Κάνει ρολό το λεπτό του στρώμα – δεν έχει κρεβάτι –, πλένει τα δόντια, ψαλιδίζει το μουστάκι του, ποτίζει τα φυτά στα οποία έχει παραχωρήσει το δεύτερο δωμάτιο του μικρού σπιτιού του. Φοράει τη φόρμα του, παίρνει το φορτηγάκι του κι ακούγοντας κασέτες ροκ και σόουλ κατευθύνεται προς τη δουλειά του. Ο κύριος Χιραγιάμα είναι υπάλληλος του δήμου. Καθαρίζει κοινόχρηστες τουαλέτες.
Πρόκειται για το «Perfect Days». Την πιο πρόσφατη ταινία του Βιμ Βέντερς. Θα αφιερώνατε εσείς δυο ώρες για να παρακολουθήσετε τη ρουτίνα ενός μεσήλικου στο Τόκιο, ο οποίος ασκεί το πιο διεκπεραιωτικό επάγγελμα, σαπουνίζει πορσελάνες, σφουγγαρίζει πατώματα; Η κόρη μου, όταν της το πρότεινα, νόμισε πως την κοροϊδεύω. «Μα τι με ενδιαφέρει;», αναρωτήθηκε με γνήσια έκπληξη. Ευδόκησε στο τέλος να με συνοδεύσει. Και – ω του θαύματος – απορροφήθηκε η δεκατριάχρονη από την απουσία δράσης. Οταν έπεσαν οι τίτλοι τέλους, πολλοί στον κινηματογράφο χειροκρότησαν. Οταν άναψαν τα φώτα, είδαμε ότι κάμποσοι είχαν δακρύσει.
Ο κύριος Χιραγιάμα μάς γαληνεύει την ψυχή. Είναι εκείνος που δεν νοιάζεται τίποτα απολύτως να αποδείξει. Ούτε στους άλλους ούτε καν στον εαυτό του. Διάγει επικουρείως, σε πλήρη αρμονία με τον κόσμο. Απολαμβάνει τις μικρές συνήθειές του δίχως σε κάτι μεγαλύτερο να ελπίζει. Επισκέπτεται τα δημόσια λουτρά της γειτονιάς, σαπουνίζει το σώμα του κι έπειτα βουτάει στην πισίνα, το νερό τον ευφραίνει, τον σώζει από το ίδιο του το βάρος. Καβαλάει το ποδήλατο και πηγαίνει σε ένα μπαρ – ταβερνάκι, η οικοδέσποινα χαριεντίζεται κατά έναν παιδικό σχεδόν τρόπο με τους θαμώνες, κάποιος τους βγάζει μια κιθάρα και τραγουδάει στα γιαπωνέζικα το «The House of the Rising Sun». Πριν κοιμηθεί ο κύριος Χιραγιάμα, διαβάζει μερικές σελίδες του Φόκνερ. Κλείνει έπειτα τη λάμπα και τα μάτια του. Η νύχτα μπαίνει από το παράθυρο, τον αγκαλιάζει στοργικά.
«Γιατί η ζωή είναι άσχημη;», αναρωτιέται ο μέγας πορτογάλος ποιητής Φερνάντο Πεσόα. «Διότι ξεχειλίζει από συμφέροντα, υπολογισμούς, ζημιές και κέρδη». Μπορείς να απαλλαγείς από όλα αυτά; Να συμφιλιωθείς με το ασήμαντο, έτσι κι αλλιώς, μέγεθός σου και να αφεθείς στη ροή του χρόνου; Να συντονίσεις την αναπνοή σου με το θρόισμα του ανέμου; Να αρκείσαι στο να υπάρχεις, απόλυτα εντάξει με τη βεβαιότητα ότι μια μέρα θα πεθάνεις;
Οι φιλοδοξίες, ακόμα κι όταν συνοδεύονται από τα αγαθότερα αισθήματα, μας δηλητηριάζουν. «Ονειρεύομαι», ισχυρίζεσαι, «ένα πιο ευτυχισμένο μέλλον για όλους. Μάχομαι την κοινωνική αδικία». Δεν θα σε πω ψεύτη. Θα σου επισημάνω ωστόσο – κι αν έχεις το «γνώθι σαυτόν» θα το παραδεχθείς – πως παραμένεις εγωκεντρικός. Γιρλάντες οι ευγενικές προθέσεις σου για να στολίζεις την εικόνα σου. Ηδονική και η θυσία σου ακόμα, εφόσον δίνει νόημα στον αναπόφευκτο θάνατό σου. Να μη μιλήσουμε για όσους σπαταλώνται κυνηγώντας εξουσία, λεφτά. Φήμη… Ή για τους περισσότερους, που πέφτουμε ισοβίως θύματα των τετριμμένων, συχνά πλαστών, αναγκών μας. Που άλλο δεν δημιουργούμε παρά υποχρεώσεις κι αγκομαχούμε προσπαθώντας να ανταποκριθούμε.
Ανθρωπος, σύμφωνοι, σημαίνει «θέλω». Εκ γενετής. Από το γονιδίωμά του. Ακόμα κι όσοι έχουν δήθεν υψωθεί σε ανώτερες σφαίρες, έχουν μονάσει – τους είδα στο Αγιον Ορος –, συνομιλούν, πιστεύουν, προνομιακά με τον Θεό. Περιφρονούν τα εγκόσμια, επενδύοντας στη μέλλουσα ζωή. Ο κύριος Χιραγιάμα δεν καταδέχεται τη μεταφυσική. Του φτάνει και του περισσεύει η φύση. Από την οποία δεν ξεχωρίζει τον εαυτό του. Καλύτερός του φίλος; Ενα δέντρο. Υπάρχουν κύριοι Χιραγιάμα; Συναντήσατε ποτέ κάποιον τους; Εγώ ναι.
Ο Γιάννης καλλιεργεί τις ελιές του, πίνει τις μπίρες του σε ένα τραπέζι πλάι στη θάλασσα, παίζει μπουζούκι όποτε του κάνει κέφι, μεγάλωσε έναν γιο – και τον μεγάλωσε καλά, χωρίς να του φορτώσει κανένα δικό του απωθημένο. Στο νησί, τον φωνάζουν «ξυπόλητο». Τα πέλματά του έχουν τόσο σκληρύνει που περπατάει άνετα και στην πιο καυτή άμμο. Κάποτε ελπίζω να καθίσω πλάι του.