Οι σοβαρές αναταράξεις από την πολιτική χρήση του τραγικού δυστυχήματος στα Τέμπη δεν πρέπει να απομακρύνουν από το προσκήνιο ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα της καθημερινότητας στην πρωτεύουσα και στη χώρα: το ζήτημα των συγκοινωνιών. Οσων τουλάχιστον από τις συγκοινωνίες παραμένουν δημόσιες – επειδή οι ιδιωτικές, τα ΚΤΕΛ δηλαδή, έχουν την τάση να αυτορυθμίζονται και το βασικότερο θέμα γι’ αυτές σήμερα είναι η δημιουργία ενός σύγχρονου σταθμού, ώστε να γίνει παρελθόν το χάλι του σταθμού στον Κηφισό.
Το σημαντικό πρόβλημα, ως γνωστόν, το έχουν τα τρένα. Ανεξαρτήτως τεχνολογιών ασφάλειας (πολιτικές ασφάλειας και δικλίδες υπήρχαν και στο παρελθόν, όταν δεν υπήρχαν ηλεκτρονικά μέσα ελέγχου, χωρίς να έχει υπάρξει ανάλογο δυστύχημα όμοιο με των Τεμπών), τα τρένα έχουν σημαντικό πρόβλημα λειτουργίας και εκσυγχρονισμού. Αρκεί να κάνουμε τη σύγκριση του προαστιακού, ενός σχετικά σύγχρονου δικτύου, και του μετρό. Το μεν μετρό λειτουργεί με αξιοπιστία, ενώ ο προαστιακός, που άρχισε να λειτουργεί ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, αλλά το 2007 η εταιρεία του απορροφήθηκε από την ΤΡΑΙΝΟΣΕ, σήμερα μοιάζει περισσότερο με τα τρένα και λιγότερο με το μετρό: οι σταθμοί έχουν αποψιλωθεί από υποδομές, οι συρμοί βγάζουν βλάβες κάθε τρεις και λίγο και η εμπιστοσύνη των επιβατών βρίσκεται στο ναδίρ.
Τα τρένα είναι θύματα του ελληνικού Δημοσίου και του εναγκαλισμού του από τα κόμματα. Οποιαδήποτε ικμάδα προόδου την αντιστρατεύεται συστηματικά το νωθρό και διεφθαρμένο Δημόσιο – που το στηρίζουν τα κόμματα. Κι από αυτό το αξίωμα τα ελληνικά τρένα δεν φαίνεται να μπορούν να ξεφύγουν ούτε μετά το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών. Δεν είναι τυχαίο ότι όλη η πολιτική φροντίδα όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης στη διάρκεια της κοινοβουλευτικής διερεύνησης της υπόθεσης ήταν να βγει από το κάδρο το «ανθρώπινο λάθος», η ευθύνη δηλαδή των δημοσίων υπαλλήλων για το πρόβλημα. Προβλέπω ότι οι πρακτικές αυτές θα ενταθούν και κατά τη διάρκεια της δίκης που θα ακολουθήσει.
Ανάλογη αντιμετώπιση έχουν οι συγκοινωνίες της Αθήνας. Η επέκταση του μετρό γίνεται δυνατή κυρίως χάρη στα ευρωπαϊκά προγράμματα, ενώ η εξαγγελία της βελτίωσης των αστικών λεωφορείων και ανανέωσης του στόλου δεν προοιωνίζεται κάποια πρόοδο. Οι αστικές συγκοινωνίες βαρύνονται από την περασμένη δεκαετία, της χρεοκοπίας και του λαϊκισμού. Τότε κυριάρχησε η κουλτούρα της τζάμπα μεταφοράς: έγινε συρμός κυρίως στους νέους ότι μπορούμε να μην πληρώνουμε στις δημόσιες συγκοινωνίες, επειδή «το Δημόσιο μας ανήκει».
Η στάση αυτή τροφοδότησε το κίνημα «Δεν πληρώνω» (δήθεν εμπνευσμένο από το θεατρικό έργο του ιταλού νομπελίστα και αριστερού Ντάριο Φο) και τα υπόλοιπα τα ξέρουμε: τα λεωφορεία έγιναν τα γνωστά κουφάρια με τα οποία κυκλοφορούμε στην Αθήνα. Σε συνδυασμό με την αδυναμία των περιστασιακών επιβατών να βρουν εισιτήριο (σε αυτό συμβάλλει και η άρνηση των οδηγών να λύνουν το πρόβλημα, που έγινε εργασιακό κεκτημένο), με την παραίτηση της επιχείρησης από κάθε είδους σοβαρό έλεγχο και επιβολής προστίμων, οι δημόσιες συγκοινωνίες κατρακυλάνε. Η πρώτη τετραετία της ΝΔ δεν αντιμετώπισε το πρόβλημα, αλλά, ως φαίνεται, δεν το αντιμετωπίζει ούτε η σημερινή. Βλέπω δημοσιεύματα για το ηλεκτρονικό εισιτήριο. Δεν θα λυθεί το πρόβλημα, παρά μόνο με έναν τρόπο: αν συστηματοποιηθεί ο έλεγχος, με διασφάλιση της ασφάλειας των ελεγκτών από την αντικοινωνική και βίαιη συμπεριφορά καθ’ έξιν παραβατών.
Αλλά αυτά θέλουν μια ελάχιστη αίσθηση της λαϊκής όψης της ζωής. Και πολιτική αποφασιστικότητα.