Κατά τη μετάβαση στο θέρος συνηθίζουμε να λέμε ότι χάνουμε μία ώρα, η οποία, υποτίθεται, μας επιστρέφεται την τελευταία Κυριακή του Οκτωβρίου. Πρακτικά το θέμα της χαμένης ώρας δεν μας απασχολεί καθόλου. Ισως τις πρώτες μέρες μετά την αλλαγή να εκδηλώσουμε κάτι σαν μικρό jet lag – έχει έρθει η ώρα του φαγητού αλλά δεν πεινάς. Είναι όμως μία ευκαιρία να στοχαστούμε, έστω για λίγο, πάνω στο θέμα του χαμένου χρόνου. Ευτυχώς, όχι όπως ο Προυστ, που, «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», χρειάστηκε επτά τόμους. Αλλωστε δεν πρόκειται να συμφωνήσουμε ποτέ στην έννοια του χαμένου χρόνου. Αυτό που εμείς θεωρούμε χασομέρι, για κάποιον άλλον είναι ψυχική ανάπαυση, δηλαδή χρόνος που αξιοποιήθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ενοχοποιούμε την τεμπελιά, ως χαμένο χρόνο, όμως είναι ουσιαστικός χρόνος που αναλώνεται πάνω στο νόημα της ζωής, δηλαδή την απόλαυση.
Αλλά τι είναι στα αλήθεια ο χαμένος χρόνος; Περιλαμβάνεται σε αυτόν ο ύπνος, η καθημερινή πρόβα θανάτου; Είναι το μποτιλιάρισμα χαμένος χρόνος ή ευκαιρία να μείνεις μόνος με τον εαυτό σου, να βρίσεις και να τραγουδήσεις χωρίς να σε ακούει κάποιος; Μήπως δεν υπάρχει τελικά η έννοια του χαμένου χρόνου; Υπάρχει, όμως πάντα το αντιλαμβάνεσαι με καθυστέρηση, όταν αξιολογείς τα αποτελέσματα της χρονικής επένδυσης που έκανες. Απλώς το να χάσεις τον χρόνο σου δεν είναι δα και τόσο τραγικό γιατί τις περισσότερες φορές κάτι μαθαίνεις από αυτό. Το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο όταν διαπιστώνεις ότι έχασες τα χρόνια σου ή ακόμα και μια ζωή ολόκληρη. Μόνο που εδώ προβάλλει μία δραματική αντίφαση. Θεωρείς χαμένο τον χρόνο που ξόδεψες σε κάτι χωρίς σημασία ή ευχαρίστηση. Αν όμως διαθέτεις όλο τον χρόνο σου σε κάτι που σου δημιουργεί αίσθημα πληρότητας, τότε αισθάνεσαι ότι σου φεύγει μέσα από τα χέρια, όπως μία χούφτα ψιλής άμμου. Και κάθεσαι μετά και αναρωτιέσαι πώς έφυγαν τα χρόνια, πώς πέρασε μια ζωή χωρίς να το καταλάβεις. Δεν υπάρχει παιχνίδι με τον χρόνο που μπορείς να κερδίσεις. Χάνεις από την πρώτη ως την τελευταία σου ανάσα.