Την ώρα του θριάμβου της παραπολιτικής, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, σε συνέντευξή του (στο «Πρώτο Θέμα»), υπενθύμισε ότι η διατήρηση της πολιτικής και της οικονομικής σταθερότητας πρέπει να είναι ο εθνικός μας στόχος. Συνέδεσε μάλιστα τη σταθερότητα με την ανάγκη μεταρρυθμίσεων. Αναφερόμενος επίσης στο οικονομικό κλίμα στη χώρα, τόνισε ότι γίνονται παραγωγικές επενδύσεις και δήλωσε αισιόδοξος για την κατάσταση της οικονομίας, η οποία έχει περιθώρια βελτίωσης αν οι μεταρρυθμίσεις συνεχιστούν.
Ο Γιάννης Στουρνάρας, είναι ένα από τα πρόσωπα που μισήθηκαν ιδιαίτερα τα χρόνια της χρεοκοπίας, των μνημονίων και της ανόδου των Αγανακτισμένων, που έφεραν στην κυβέρνηση τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Εξίσου μισητός ήταν και το διάστημα που κυβερνούσε ο Αλέξης Τσίπρας, όταν τον κατηγορούσαν ότι δεν στηρίζει την Ελλάδα, ότι βαράει προσοχές στον Ντράγκι, ότι μετά τα capital control άφησε να κλείσουν οι τράπεζες – και κύριο μέλημα της τότε κυβέρνησης ήταν πώς θα απαλλασσόταν απ’ αυτόν. Αντεξε και είχε την τύχη η παρουσία του να συνυφανθεί με τη δρομολόγηση από τη ΝΔ ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος, που ξαναέβαλε τη χώρα σε πορεία προς την ανάπτυξη. Κι αυτό το ξέρουν οι πολίτες. Είναι ο λόγος για τον οποίο, στις προηγούμενες εκλογές, η ΝΔ κέρδισε άνετα μια δεύτερη τετραετία. Το δυστύχημα για τον τόπο είναι ότι, αν και έχουν περάσει πέντε χρόνια από την απομάκρυνσή του, δεν έγινε δυνατόν να στηθεί ένα κόμμα με σαφές αναπτυξιακό στίγμα.
Το ΠΑΣΟΚ, που στη διάρκεια της δεκαετίας εργάστηκε ουσιαστικά για τη σωτηρία της χώρας και την ανάκαμψη, αποποιήθηκε και τον εκσυγχρονιστικό μετασχηματισμό του και τη συμβολή του στη σωτηρία της χώρας (με το πρώτο μνημόνιο, με την υποστήριξη της κυβέρνησης Παπαδήμου, με τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Σαμαρά – όπου ο τότε αρχηγός του, Ευάγγελος Βενιζέλος, ήταν αντιπρόεδρος)… Το ΠΑΣΟΚ είχε την ατυχία να ανασυγκροτηθεί ως ερζάτς ανδρεοπαπανδρεϊκό σχήμα, με ρητορική εναλλακτική της συριζαϊκής και σαφείς αντιαναπτυξιακές επιλογές – έτσι τουλάχιστον δείχνει η στάση του στις ψηφοφορίες για τα μη κρατικά παραρτήματα ανωτάτων σχολών και για τις αλλαγές στον ποινικό κώδικα.
Το τελευταίο διάστημα, στον απόηχο της διερεύνησης του τραγικού δυστυχήματος των Τεμπών, το ΠΑΣΟΚ συνασπίστηκε με ολόκληρη την αντιπολίτευση, δεξιά κι αριστερή, και υπέβαλε πρόταση δυσπιστίας στην κυβέρνηση. Η οποία, μολονότι υπερασπίστηκε τη θέση της και επαναβεβαίωσε την κοινοβουλευτική της πλειοψηφία, τραυματίστηκε με την απώλεια δύο υπουργών, που την υποχρεώνει σε ανασυγκρότηση. Η πρόσφατη πολιτική σύγκρουση είναι μετωπική. Απ’ τη μια βρίσκεται το μεταρρυθμιστικό μέτωπο (που ελέγχεται για θέματα τα οποία δεν άπτονται του πολιτικού του οράματος και των σχεδιασμών του), από την άλλη ένα αντιμεταρρυθμιστικό που απλώς διεκδικεί την εξουσία. Στην ουσία, επέστρεψε αναλογικά κάτι που μοιάζει στο δίπολο μνημόνιο – αντιμνημόνιο. Με μια διαφορά: ζήσαμε τις συνέπειες της επιβολής του αντιμνημονίου και είναι πολύ νωρίς να το ξεχάσουμε.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, τα πέντε τελευταία χρόνια που κυβερνά, προσπάθησε να εξουδετερώσει την υφέρπουσα σύγκρουση σε μια συναινετική γραμμή. Εκανε λάθος, επειδή το συγκρουσιακό πνεύμα βρήκε θέμα, επιχειρήματα και στόχους και γιγαντώθηκε. Βλέπω ότι, πλέον, η εποχή των συναινέσεων τελείωσε και για τη ΝΔ. Επιλέγεται η ενδυνάμωση των μετώπων – εν αρχή με δικαστικές προσφυγές. Εύλογο. Η σύγκρουση σημαίνει πόλωση και η ΝΔ δεν έχει λόγο να την αποφύγει. Επειδή πόλωση σημαίνει συσπείρωση. Και στις ευρωεκλογές, χρειάζεται συσπειρωμένο το ακροατήριό της.