Πρόσφατα, μια φίλη που είχα να δω καιρό, μου είπε χαριτολογώντας (ή έτσι ελπίζω) ότι ναι μεν είναι ωραίο να βγαίνεις για φαγητό με φίλους αλλά εκείνη δεν πήγαινε, γιατί ήταν παχυντικό. Προτιμούσε, μου είπε, να μένει στο σπίτι τρώγοντας ένα φυσικό γιαούρτι με λίγη ζάχαρη ή και καθόλου. Μου είπε επίσης ότι αν ήταν να βγει για δείπνο, θα ήταν μόνο με άντρες, επειδή οι άντρες πίνουν και επειδή μαζί τους υπάρχει πάντα η πιθανότητα να υπάρξει λίγη… αεροβική παραπάνω για να κάψει τις θερμίδες από το δείπνο. Αυτά μου είπε, κλείνοντάς μου το μάτι.
Αυτή λοιπόν είναι μια ξεκάθαρη δήλωση που προέρχεται από την κουλτούρα της διατροφής. Τι είναι η κουλτούρα της διατροφής;
Ο όρος «διατροφική κουλτούρα» αναφέρεται στις πεποιθήσεις, τις συμπεριφορές και τις στάσεις σχετικά με το φαγητό, την εικόνα του σώματος, τη σωματική δραστηριότητα και, φυσικά, την απώλεια βάρους. Η κουλτούρα της διατροφής μάς λέει ότι το να είμαστε αδύνατοι είναι ο απώτερος στόχος και οτιδήποτε κάνουμε για να είμαστε αδύνατοι, είναι σωστό. Ορισμένοι συγγραφείς το ορίζουν ως το σύστημα πεποιθήσεων που λατρεύει το αδύνατο σώμα και εξισώνει την υγεία με την ηθική αρετή.
Το φαγητό έχει σημασία μόνο στον βαθμό που είτε μας παχαίνει, είτε στερείται απόλαυσης και θα πρέπει να ακυρώνουμε σχέδια από φόβο μήπως παχύνουμε. Η φίλη αυτή περιέγραψε καλύτερα από κοινωνικό επιστήμονα ή ψυχολόγο, αυτό που έχουμε κάνει ή έχουμε νιώσει πολλές γυναίκες για να είμαστε αδύνατες: το να είμαστε αδύνατες μάς δίνει το προνόμιο να είμαστε ορατές, ελκυστικές και μας φέρνει πιο κοντά στην υποσχόμενη ευτυχία ενός αδύνατου σώματος, δηλαδή την επιτυχία.
Ωστόσο, το φαγητό, εκτός από το ότι μας θρέφει, έχει και άλλες λειτουργίες. Ως συναισθηματικός ρυθμιστής, απελευθερώνει νευροδιαβιβαστές όπως η ντοπαμίνη, που μας κάνουν να νιώθουμε καλά όταν το τρώμε. Οι δίαιτες, και η κουλτούρα της διατροφής, μάς έχουν στερήσει αυτή την πολυτέλεια που είναι τόσο προσιτή σε όλους και την έχουν συνδέσει με αδυναμία και απροθυμία να βάλουμε στόχους για να γίνουμε καλύτεροι.
Πολλοί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης —διατροφολόγοι, influencers και άλλοι πολλοί— ισχυρίζονται ότι έχουν το κλειδί για να μας αποτρέψουν από το συναισθηματικό φαγητό. Λυπάμαι που το λέω αλλά τέτοιο κόλπο δεν υπάρχει, γιατί μπορούμε να σταματήσουμε να τρώμε συναισθηματικά μόνο αν πεθάνουμε. Είμαστε συναισθήματα και τρώμε μαζί με αυτά και εξαιτίας τους. Το πιο άμεσο παράδειγμα είναι ζωτικής σημασίας: Η πείνα είναι πραγματική, επειδή την αισθανόμαστε.
Το να αρνούμαστε την ευχαρίστηση που παίρνουμε από το φαγητό από τη μία και ότι το φαγητό πρέπει να είναι νόστιμο και ευχάριστο, είναι ένας τρόπος για να συνεχίσουμε να μας χωρίζουμε ανάμεσα σε αυτούς που τρώνε καλά και σε αυτούς που τρώνε άσχημα, στους αδύνατους και στους αδύναμους, σαν να είναι ασυμβίβαστη η απόλαυση του φαγητού με την υγεία.
Η διατροφική κουλτούρα έχει βεβηλώσει οτιδήποτε σχετίζεται με το φαγητό και την υγεία, μετατρέποντάς το σε μια λεωφόρο όπου αναβοσβήνει σε neon επιγραφή: Απώλεια βάρους. Στην πραγματικότητα, ο όρος «αυτοφροντίδα» είναι ένας ευφημισμός για να υπερασπιστεί το βασανιστικό τρόπο που οδηγεί στο αδυνάτισμα.
Μερικά από τα χαρακτηριστικά της διατροφικής κουλτούρας είναι:
- Η προώθηση περιοριστικών διατροφών: αποτοξίνωση, δίαιτα με ανανά και νηστεία. Χρησιμοποιούνται συχνά μοντέλα για το πριν και το μετά τη δίαιτα, γεγονός που μας κάνει να καταλάβουμε ότι το ένα σώμα ήταν κακό και το άλλο καλό και, φυσικά, το πιο λεπτό είναι το ιδανικό. Αυτό όμως το «πριν» και το «μετά» στερούνται το προσωπικό πλαίσιο: Μπορεί ένα άτομο να έχει πάρει κιλά από κατάθλιψη, κάποια ασθένεια, ή κακή ψυχική κατάσταση και αυτό που για τους υπόλοιπους είναι ένα «πριν» ως κακό παράδειγμα, να βασίζεται σε μία άλλη καθημερινότητα, σε μία άλλη ζωή. Δεν μπορεί να ισχύει λοιπόν το σύνθημα «λεπτή πάσει θυσία», γιατί η θυσία γι’ αυτούς τους ανθρώπους μπορεί να είναι άλλη.
- Ο στιγματισμός του υπέρβαρου και του παχύσαρκου: στο βαθμό που δεν συμμορφώνεστε με το πρότυπο ενός αδύνατου σώματος και τους παραδοσιακούς κανόνες ομορφιάς, θα σας κοροϊδεύουν και θα σας σνομπάρουν. Αυτά τα αστεία, αυτή η ακραία σκληρότητα, μάλιστα, λέγεται ότι είναι «για το καλό σας», για να σας κάνουν να αντιδράσετε και να αναλάβετε δράση (δηλαδή, να χάσετε βάρος). Όπως λέει η συγγραφέας και διατροφολόγος της αντι- δίαιτας, Christy Harrison «Η παθολογική αιτία για την απώλεια βάρους κατασκευάζεται ως μέσο για την επιτυχία, εκτός από την υγεία, την αυτοεκτίμηση, την ευτυχία και τη υψηλότερη κοινωνικής θέσης.
Η άποψη ότι το να είσαι αδύνατος είναι κάτι που μπορείς να πετύχεις με κόπο και θυσίες, αρνείται την ποικιλομορφία του σώματος και αγνοεί τις συνέπειες της ψυχικής υγείας, την πιθανή ανάπτυξη διατροφικών διαταραχών, τη μεταβολική βλάβη στο σώμα σου από αμέτρητες δίαιτες, την απογοήτευση, την ντροπή για το σώμα σου και το bodyshaming, τη βουτιά της αυτοεκτίμησης… Μια άλλη φίλη, που είχε περάσει έναν αρκετά σκληρό καρκίνο, μου είπε κάποια στιγμή, ότι θα προτιμούσε να ξαναπεράσει καρκίνο, παρά να ξαναβάλει κιλά. Σε αυτό το βαθμό μας διαπερνά η κουλτούρα διατροφής.
Ο φόβος να παχύνουμε είναι ο φόβος της ζωής, είναι η πατριαρχική άποψη για το γυναικείο σώμα, στην οποία δεν επιτρέπεται το πέρασμα του χρόνου και δεν επιτρέπεται στο σώμα μας να αλλάξει, να γεράσει, να ωριμάσει. Στην οποία υπάρχει μόνο ένα μοντέλο σώματος και αυτό είναι το νεαρό και το λεπτό. Αυτός ο φόβος να παχύνουμε είναι επίσης ο τρόπος για να κρατιόμαστε για πάντα σε πόλεμο με το σώμα μας και άρα υποταγμένοι.
Πηγή: Grace.gr