Οι καλές μέρες για τον Κυριάκο Μητσοτάκη πέρασαν. Και πέρασαν ξαφνικά, γρήγορα και, κυρίως, οριστικά. Αν και μοιάζει περίπου χθες όταν σάρωνε στις κάλπες με την πρωτοφανή διαφορά της τάξεως του 20% από τους αντιπάλους του, σήμερα, τα πράγματα έχουν καταστεί για εκείνον πιο δύσκολα από κάθε άλλη περίοδο στην ήδη μακρά πρωθυπουργία του. Και αυτό συμβαίνει επειδή έχει πλέον τρωθεί δραματικά η αξιοπιστία του ως αποτέλεσμα σειράς μεγάλων ζητημάτων που από μόνα τους δεν τον κλόνισαν, όταν πια κορυφώθηκαν με τους χειρισμούς της κυβέρνησης στην τραγωδία των Τεμπών λειτούργησαν πλέον όλα μαζί, προσθετικά, παγιώνοντας αθροιστικά την εικόνα μιας πολύ σκοτεινής εξουσίας: αναμφίβολα πλέον της πιο σκοτεινής όλης της Μεταπολίτευσης.
Σειρά από σκάνδαλα που έμειναν εντελώς αναπάντητα, κάποια οικονομικά, άλλα – και πολύ μεγάλα – θεσμικά, στοιχειώνουν τώρα μαζεμένα την κυβέρνηση. Οι υποκλοπές ήταν κάτι εξωφρενικό για δημοκρατική ευρωπαϊκή χώρα του 21ου αιώνα, όπως διαρκώς διαφημίζει ότι είναι το όνειρό του να κάνει την Ελλάδα ο Πρωθυπουργός. Την έκανε όμως τελικά ξανά πολύ βαλκανική και την πήγε πολλές δεκαετίες πίσω. Και ακόμα περισσότερες όταν η Βουλή συνεργάστηκε πλήρως στο κουκούλωμα αυτής της υπόθεσης που θα είχε ρίξει αμέσως οποιαδήποτε κυβέρνηση δυτικά της Ελλάδας. Πολύ πρόσφατα ήρθε το σκάνδαλο της κομματικής διαρροής προσωπικών στοιχείων, που επίσης συνιστά πολύ σοβαρό ζήτημα δημοκρατίας. Και βέβαια οι χειρισμοί στην υπόθεση των Τεμπών, όπου η δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης είναι καθολική και υπερβαίνει κάθε προηγούμενο στη χώρα.
Για όλα αυτά, ο Μητσοτάκης δεν ξέρει τίποτα. Ποτέ. Πάντα ευθύνονται άλλοι. Και απλώς τους διώχνει και… καθάρισε. Αυτό έπιασε μία, έπιασε δύο, όμως το όριο ξεπεράστηκε. Ποιοτικά και ποσοτικά. Ομως η αλαζονεία της εξουσίας δεν επιτρέπει φαίνεται σε εκείνον που την απολαμβάνει να το αντιληφθεί. Οπως δεν έχει αντιληφθεί και κάτι ακόμα: ότι στις προηγούμενες εκλογές, ένα στοιχείο έκανε την πρωτόγνωρη διαφορά: ότι ένας τεράστιος αριθμός αναποφάσιστων, που ήταν ήδη και αυτοί πάρα πολλοί, αποφάσισε λίγο πριν μπει στο παραβάν. Αυτό έχει μετρηθεί. Είναι δεδομένο. Και καθοριστικό. Γιατί; Επειδή δείχνει ξεκάθαρα ότι η θηριώδης νίκη Μητσοτάκη ήταν εξίσου, αν όχι περισσότερο, αντίστοιχη ήττα Τσίπρα. Και αυτό είναι τώρα πλέον ένα μέγα πρόβλημα του Πρωθυπουργού που το αντιμετωπίζει για πρώτη φορά.
Στις ευρωεκλογές θα είναι η πρώτη φορά που ο Μητσοτάκης δεν θα έχει απέναντί του το βαθιά καμένο χαρτί που στήριξε όλες του τις νίκες: τον Αλέξη Τσίπρα. Τον άνθρωπο που οι αναποφάσιστοι θέλησαν τελικά να αποφύγουν και ψήφισαν μαζικά Μητσοτάκη. Οχι επειδή τον επέλεξαν. Αλλά επειδή δεν ήθελαν με τίποτα τον άλλον. Ε, αυτός ο άλλος, ο «ευεργέτης του ο μεγάλος» όπως έλεγε και το παλαιό ελαφρό άσμα, δεν υπάρχει πια: οι άνθρωποι είναι πλέον… ελεύθεροι να ψηφίσουν χωρίς να τρέμουν ότι αν χάσει ο Μητσοτάκης θα βρουν μπροστά τους πάλι τον εφιάλτη που έζησε αυτός ο τόπος υπό τον Τσίπρα.
Η απόσυρση Τσίπρα αποτελεί την πιο κρίσιμη απώλεια του Κυριάκου Μητσοτάκη ενόψει των επερχόμενων ευρωεκλογών. Με δεδομένη επιπλέον και τη βαθύτατη αναξιοπιστία που έχει σπείρει στο σύνολο του ελληνικού λαού η στάση του στην υπόθεση των Τεμπών, η οποία άλλωστε είναι καταγεγραμμένη. Η αξιοπιστία, η εμπιστοσύνη και κυρίως η έλλειψή τους, δεν λειτουργούν διαμερισματοποιημένα. Οταν χαθούν σε κάτι και μάλιστα τόσο ριζικό, χάνονται σε όλα. Ακόμα και αν αυτό δεν καταστεί αμέσως συνειδητό, έτσι συμβαίνει. Είτε εμπιστεύεσαι, είτε όχι. Δεν γίνονται και τα δύο μαζί. Εκτός από τον… Τσίπρα, ο Πρωθυπουργός έχει πλέον χάσει και την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού, που άλλωστε την είχε εξαρχής κερδίσει κυρίως λόγω… σύγκρισης με τον Τσίπρα. Και η ευθύνη είναι όλη δική του. Προσωπικά. Επειδή επί των ημερών του η δημοκρατία στην Ελλάδα έχει εκφυλιστεί και καταστεί προβληματική όσο ποτέ μετά τη χούντα.