Με ευχαριστεί, με διασκεδάζει, με ηρεμεί, το απολαμβάνω, αλλά το κάνω με ενοχές. Εδώ και κάμποσους μήνες έχω κολλήσει με το να βλέπω στο Διαδίκτυο σύντομα βίντεο – reels τα λένε στα μοντέρνα – με μωρά. Βρέφη και νήπια έως τριών, τεσσάρων χρόνων από τις ΗΠΑ, τη Βραζιλία, την Αργεντινή, τις Μπαχάμες, τη Βρετανία, την Ισλανδία, τη Φινλανδία, την Ισπανία, την Ιταλία, τη Γεωργία, την Τουρκία, τη Ρωσία, το Αζερμπαϊτζάν, την Ιορδανία, τη Νότια Αφρική, την Αίγυπτο, τη Νέα Ζηλανδία, το Βιετνάμ, την Ιαπωνία, την Κίνα και βέβαια την Ελλάδα – καθόλου τυχαία η αναφορά των χωρών, είναι μερικές από αυτές που έχω σημειώσει.
Κοριτσάκια και αγοράκια, ξανθά και μελαχρινά, χοντρά και αδύνατα, υπάκουα και ατίθασα, εύθυμα και δύσθυμα, με φορμάκια, ρουχαλάκια ή πάνες. Μωρά και παιδάκια που κλαίνε, γελάνε, μπουσουλάνε, τρέχουν, πέφτουν, προσπαθούν να αρθρώσουν τις πρώτες λεξούλες, πρωτοδοκιμάζουν φαγητά, φιλιούνται, τσακώνονται, «ανιχνεύουν» τις τρεις διαστάσεις. Μέσα σε λίβινγκ ρουμ, στην κρεβατοκάμαρα των γονιών τους, στο κρεβατάκι τους, σε κήπους, σε αυλές, σε εστιατόρια, σε σουπερμάρκετ. Ποιος δεν ηρεμεί, ποιος δεν γελάει, ποιος δεν νιώθει μια τρυφερότητα να απλώνεται μέσα του όταν βλέπει αυτά τα μουτράκια;
Γιατί λοιπόν έχω ενοχές; Διότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία αυτά τα reels «φωνάζουν» ότι έχει προηγηθεί προετοιμασία από τους γονείς, κάτι σαν το στήσιμο μιας παράστασης με ακούσιους πρωταγωνιστές τα παιδιά τους. Τα δίχρονα δεν αρχίζουν να εκτελούν χορογραφίες (δεν λέω να χορεύουν τσάτρα πάτρα) από μόνα τους. Ούτε να παριστάνουν τα μοντέλα, τους σταρ, τους αθλητές, τους μάγειρες, τους γιατρούς αυθόρμητα. Κάποιοι τα έχουν κατευθύνει, έχουν καλλιεργήσει, έστω, την κοινή σε όλα τα παιδιά τάση μιμητισμού, τα έχουν ντύσει ανάλογα, ενίοτε τα έχουν μακιγιάρει κιόλας.
Είναι απολύτως φυσικό ένα κοριτσάκι (και ένα αγοράκι, μη μου πουν ότι είμαι και ομοφοβική) να θέλει να βάλει τα κοσμήματα της μητέρας του. Αλλο όμως αυτό και άλλο να το κατευθύνουν οι γονείς στον ρόλο που υπαγορεύει το συγκεκριμένο μασκάρεμα. Ή ένα τρίχρονο να ξέρει απ’ έξω τα ονόματα όλων των φρούτων και τις πρωτεύουσες δεκαπέντε, τουλάχιστον, χωρών από θεία επιφοίτηση. Κάποιος του τα έχει μάθει και έως εδώ, ας πούμε, όλα καλά (θα έλεγα ότι τα παιδιά θα έπρεπε, από νωρίς, να εξοικειώνονται με τη συνειδητή γνώση και όχι την παπαγαλία). Το να επιδεικνύει τη γνώση του όμως σαν να λέει ποίημα, κάποιος το έχει καθοδηγήσει να το κάνει. Είναι κακό αυτό; Οταν γίνεται για να εκτεθεί στον απέραντο κόσμο του Διαδικτύου προς συλλογή λάικ και «καρδουλωμάτων», νομίζω πως ναι.
Είναι όμως και κάτι άλλο. Σε πολλά από αυτά τα βίντεο έχω την αίσθηση ότι τα παιδιά υποφέρουν και ταλαιπωρούνται (εντός ορίων, δεν μιλάω για κακοποίηση). Δεν υποφέρει δηλαδή ένα παιδί όταν το μπουκώνουν με μπρόκολο που δεν του αρέσει ή του δίνουν λεμόνι που το ξινίζει; Οταν το βγάζουν στην αυλή για να δουν (και, κυρίως, να δείξουν) πώς αντιδρά σε μια δυνατή βροχή; Οταν του κάνουν παιχνίδια με το φως που το τρομάζουν για να καταγράψουν τις αντιδράσεις του; Οταν δεν του δίνουν κάτι που θέλει για να το κάνουν να κλάψει επειδή κλαίει αστεία ή προσπαθεί να βρίσει; Οταν του πετάνε ένα μαξιλάρι για να «πιάσουν» την έκφραση; Και το χειρότερο. Βλέπεις ένα παιδί που προσπαθεί να σκαρφαλώσει σε μια επικίνδυνη επιφάνεια, που αγκομαχάει να βάλει ή να βγάλει κάτι, και, αντί να τρέξεις να το βοηθήσεις, το βιντεοσκοπείς και χασκογελάς;
Απέναντι από τον φακό
Αυτό που με σοκάρει ωστόσο είναι ότι τα παιδιά, από μηνών ακόμη, έχουν συνείδηση του φακού. Τον κοιτάνε, κατά κάποιον τρόπο «τού απευθύνονται», του χαμογελάνε. Πριν κλείσουν τα δύο τους χρόνια, ξέρουν ήδη να ποζάρουν, να ακκίζονται, να κάνουν σκέρτσα σαν επαγγελματίες μοντέλα. Είναι σαφές πως δεν κοιτάζουν τη μαμά ή τον μπαμπά που κρατά το κινητό αλλά το ίδιο το κινητό. Και έχουν με κάποιον τρόπο συνειδητοποιήσει ότι όσο πιο μεγαλίστικη η πόζα τόσο πιο μεγάλο το viral. Μια γενιά μικρομέγαλων που ξέρει να ποζάρει πριν ακόμη μάθει να μιλάει. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό για το μέλλον…