Ημουν να γράψω κάτι, ανάμεσα στην «Ημέρα των Ζώων» και στα «διακόσια χρόνια απ’ τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον», αλλά έπεσε στη μέση η γυναικοκτονία έξω απ’ το αστυνομικό τμήμα με πάνω από 9 ρίχτερ και ταρακούνησε τη μέρα, έφερε πολλές κατεδαφίσεις, πολλά θύματα εκτός της δολοφονημένης και βρήκε αποκλεισμένους στα υπόγεια της συνείδησής τους πολλούς έλληνες πολίτες. Σαν διπλοτυπία που δεν έχει καταφέρει να συμπέσει η μια εικόνα ακριβώς πάνω στην άλλη και καταλήγει σαν να τρέμει το όλον, έτσι κι εικόνα του κόσμου γύρω μας.
Γυρίζεις από κανάλι σε κανάλι και βλέπεις το ίδιο πλάνο σε ασυνέχειες. Ενα ζευγάρι να φεύγει απ’ το τμήμα, ένας να τρέχει αριστερά, πάλι το ζευγάρι προς τα δεξιά, πάλι ο σε λίγο δολοφόνος προς τ’ αριστερά, σαν μπερδεμένα πλάνα μιας ταινίας που δε λέει να σταματήσει και σε κυνηγάει να σε βρει, ανίκανο να αντιδράσεις με διεσταλμένες τις κόρες και το μυαλό κρύσταλλο, πάγος που δε λέει να λειώσει. Στον ήχο απ’ το τηλέφωνο του 100 ανάμεσα στις φωνές του φόνου ένα σκυλί να κλαίει παραμονή της γιορτής του.
Πώς χάνεται έτσι μια ζωή; Μπροστά στα μάτια όλων. Στο πεζοδρόμιο της προστασίας του πολίτη. Λίγο πριν γαντζωθεί απ’ τη σκοπιά του φρουρού της ασφαλείας της.
Τι να σου κάνουν οι μεταθέσεις, οι ανακρίσεις; Οι διώξεις; Απ’ όλο το σώμα της αστυνομίας μόνο αυτοί φταίγαν; Μήπως φταίει κάτι πάρα πάνω; Η όλη δομή, όλη μια νοοτροπία, ένας τρόπος του ζην και του πορεύεσθαι μέσα και έξω από επαγγέλματα, γάμους, έρωτες και συναλλαγές. Ενας τρόπος που ζούμε όλοι μας ο καθένας με το μερίδιό του στην ευθύνη. Πώς το έλεγε ο Σημίτης; «Αυτή είναι η Ελλάδα».
Οπως υπάρχει και μια άλλη Ελλάδα, αυτή που έκανε τον Βύρωνα μια μέρα πριν πεθάνει να πει: «Της έδωσα το χρόνο μου, τους πόρους μου, την υγεία μου. Και τώρα της δίνω τη ζωή μου. Τι περισσότερο θα μπορούσα να κάνω;».
Αλήθεια τι μπορεί να κάνουμε; Ολοι μαζί ή ο καθένας μόνος του;
Χαϊδεύω το λαιμό του γάτου μου που γουργουρίζει, μάτια κλειστά τα ποδαράκια σταυρωμένα. Του εύχομαι χρόνια πολλά, σκύβω στ’ αυτί και τον ρωτάω, «τι να κάνω αγόρι μου, ζωάκι μου ζεστό κι αγαπημένο; Τι να κάνω». Ανοίγει τα μάτια, χασμάται αργά και γυρίζει απ’ την άλλη.
Οσο για τον Μπάιρον πώς γίνεται να δίνεις τη ζωή σου για μια χώρα που πριν λίγο καιρό σε ένα σου γράμμα γράφεις.
«Οι Ελληνες είναι πιθανώς ο πιο διεφθαρμένος, ο πιο εκφυλισμένος λαός του κόσμου. Συντρίβοντας με την επανάσταση τους εύθραυστους κρίκους της αλυσίδας τους, αποκάλυψαν τον πραγματικό τους χαρακτήρα. Και είναι φυσικό να προβάλλει πιο έντονα η μελαγχολική εικόνα της ευτέλειάς τους… Είναι η πιο ματαιόδοξη και η πιο ανειλικρινής φυλή της γης, μια χημική ένωση από όλα τα ελαττώματα των προγόνων τους. Σε αυτά πρέπει να προσθέσεις τα ελαττώματα των Τούρκων και μια καλή δόση από τα εβραϊκά. Τα πάντα φιλτραρισμένα και ανακατωμένα σε ένα καζάνι δουλείας».
Τόσο μεγάλη διάσταση αισθημάτων;
Φιλέλλην θα μου πεις.
Λες κι εμείς να είμαστε περισσότερο Φιλέλληνες παρά Ελληνες;
Θα δείξει. Προς το παρόν γιορτάζω τον μικρό μου γάτο, και τούρτα δεν θα πάρω, κεράκι δεν θ’ ανάψω. Αλλωστε δεν κλείνει χρόνια. Τα μάτια κλείνει και γουργουρίζει μου.
Χαιρετώ.