Ηταν ζεστή η πρωταπριλιάτικη βραδιά, αφύσικα ζεστή, αλλά εσένα δεν σε ένοιαζε αυτό, Κυριακή, γιατί εσύ είχες άλλο στον νου σου. Εσύ σκεφτόσουν μόνο τη σκιά, την πολύ γνώριμη σκιά που βρισκόταν πίσω σου, γύρω σου, παντού ολόγυρά σου. Εμφανιζόταν και χανόταν αλλά ήξερες ότι ήταν εκεί.
Γύρω σου, εκείνη την ανοιξιάτικη βραδιά, συνωστίζονταν πολλές δυνάμεις. Σαν ευθυγράμμιση αυτών των αστέρων που λένε ότι φέρνουν δυσκολίες, γρουσουζιά, κακοτυχία, αλλαγή του πεπρωμένου. Υπήρχε η δύναμη του έρωτα, ή της καψούρας, ή όπως τελοσπάντων επιλέγουμε να ονομάζουμε το συναίσθημα που επικαλούμαστε ως δικαιολογία όταν «χάνουμε τα μυαλά μας» ή «θολώνουμε», ή μεγαλουργούμε, ή εγκληματούμε – κάποιος, όταν θα λένε την ιστορία σου, μπορεί να την επικαλεστεί.
Υπήρχε η δύναμη της ιδιοκτησίας, μάλλον πιο ισχυρή, που πολλοί (όλων των φύλων) μπερδεύουν με τον έρωτα. Της ιδιοκτησίας ενός ανθρώπου: «Είσαι δικός μου/δικιά μου και δεν μπορείς να είσαι κανενός άλλου, κι αν τολμήσεις να μ’ αφήσεις θα το πληρώσεις με τη ζωή σου». Υπήρχε η δύναμη της παράνοιας: μπροστά σ’ αυτήν ακόμα και οι θεοί ήσαν ανήμποροι, γι’ αυτό και συχνά συμμαχούσαν μαζί της. Είμαστε όλοι ανήμποροι απέναντι στην τρέλα, προσπαθούμε να κρατιόμαστε μακριά της, αλλά όπως ξέρεις και ξέρουμε μπορεί να παίρνει μορφές που γοητεύουν, ακόμα και ελκύουν.
Και υπήρχε, Κυριακή, και η δύναμη της συνήθειας: αυτό δηλαδή που το λέμε «συνηθισμένο» γιατί επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να το έχουμε συνηθίσει. Οι αξιωματικοί κάποιου αστυνομικού τμήματος, για παράδειγμα, μπορεί να σου πουν πως «τόσα και τόσα ζευγάρια κάθε μέρα τσακώνονται και μετά τα ξαναβρίσκουν, τι να κάνουμε τώρα». Αλλά τι λέω; Αυτό σου είπαν. Με άλλα λόγια, αλλά αυτό σου είπαν.
Ομως όλα αυτά δεν είχαν σημασία για σένα. Για σένα υπήρχε μόνο ο φόβος. Κι είναι κάτι που το ξεχνάμε, όλοι εμείς που λέμε τα δικά μας: ότι ο φόβος δεν αποζητά ούτε αιτίες ούτε κατανόηση ούτε τιμωρίες. Αυτά έρχονται μετά. Ο φόβος ζητά ένα πράγμα μόνο, προστασία.
Σαν σενάριο
Οταν θα λένε την ιστορία σου, Κυριακή, όλα θα μοιάζουν απίστευτα. Σαν σινεμά. Οσο στεγνά και να τα διηγηθεί κανείς: πώς πήγες στο αστυνομικό τμήμα ζητώντας βοήθεια γιατί κάποιος που σου είχε κάνει κακό σε κυνηγούσε τώρα για να σου κάνει περισσότερο κακό· πώς μια 23χρονη κοπέλα καθισμένη πίσω από το γραφείο της σε κοίταξε στα μάτια και σου είπε να πάρεις το 100 γιατί στο τμήμα δεν μπορούσαν τίποτα (τόσα και τόσα ζευγάρια κάθε μέρα τσακώνονται και μετά τα ξαναβρίσκουν, τι να κάνουμε τώρα…)· πώς μια άλλη γυναίκα, υποδιοικητής του τμήματος που διέθετε το περιπολικό που ζήτησες και δεν σου έδωσαν δεν βγήκε καν έξω μαζί σου, έστω για να ελέγξει· πώς ένας 48χρονος σκοπός (καταδικασμένος για πλαστογραφία διαβατηρίων) βρισκόταν σε απόσταση δέκα μέτρων – και πόσα πράγματα μπορεί ν’ ακούσει και να δει κανείς στα δέκα μέτρα, αν θέλει να τα δει και να τ’ ακούσει.
Οπως και να τα πει κανείς όλα αυτά, ακούγονται σαν σενάριο. Ομως υπάρχει ένα σημείο στην ηχογραφημένη συνομιλία σου με την Αμεση Δράση που δεν θα μπορούσε να επινοήσει, πιστεύω, ούτε ο πιο προικισμένος σεναριογράφος του Χόλιγουντ. Οποιο κλισέ και να σκεφτώ («γίνεται το στομάχι μου κόμπος», «ιδρώνουν οι παλάμες μου», «πάει η καρδιά μου να σπάσει»), ισχύει. Είναι το σημείο όπου εσύ, με φωνή σταθερή (πώς μπόρεσες, Κυριακή, να κρατήσεις έτσι σταθερή τη φωνή σου; Αλλά ναι, ο φόβος κοκαλώνει τα πάντα) εξηγούσες καθαρά, υπομονετικά, ξανά και ξανά, ότι χρειαζόσουν άμεση προστασία εκείνη τη στιγμή, γιατί κινδύνευες εκείνη τη στιγμή. Κι εμείς, που ξέρουμε τι έγινε εκείνη τη στιγμή, ακούμε τον συνομιλητή σου, τον τηλεφωνητή της ΕΛ.ΑΣ. δηλαδή, να επαναλαμβάνει αργά και σχολαστικά όσα του λες και να τα πληκτρολογεί στον υπολογιστή του. Ακούμε τον ήχο των πλήκτρων, τακ – τακ – τακ, ενώ ξέρουμε ότι τώρα θα συμβεί αυτό που ξέρουμε ότι συνέβη. Η φωνή σου σταθερή: «Είμαι στο τμήμα και θέλω να πάω σπίτι και φοβάμαι να πάω μόνη μου, τον είδα να περιμένει έξω από την πόρτα». Τακ – τακ – τακ. «Πείτε μου τι πρέπει να κάνω; Να περιμένω στο τμήμα ή να ξεκινήσω προς το σπίτι;». Τακ – τακ – τακ. «Χάνομαι, έχει έρθει εδώ». Τακ.
Η εμπιστοσύνη
Μια μόνο δύναμη δεν υπήρχε εκείνο το ζεστό βράδυ κοντά σου, Κυριακή: η δύναμη ενός κράτους που προστατεύει. Ενός κράτους που τηρεί το στοιχειώδες κοινωνικό του συμβόλαιο απέναντι στους πολίτες του, το πρώτο, το βασικό· την υποχρέωσή του να τους στέργει και να τους παρέχει ασφάλεια. Στο κλειστό σύστημα αξιών μεταξύ των πολιτών και του κράτους τους, στο χρηματιστήριο που συναλλάσσεται με υποχρεώσεις, δικαιώματα, φόρους και ψήφους, το πιο δύσκολο να δημιουργηθεί και να συντηρηθεί είναι μια αίσθηση εμπιστοσύνης. Και είναι η εμπιστοσύνη ο πιο ευαίσθητος κι ευάλωτος κοινωνικός ιστός, αυτό δα το ξέρουμε. Κερδίζεται τόσο δύσκολα, τόσο αργά, όχι με λόγια κι ευφυείς ονοματοδοσίες αλλά με τα μικρά και μεγάλα ορατά νικηφόρα παραδείγματα μιας ασφαλούς καθημερινότητας, για κάθε πολίτη. Και βρίσκεται πάντα υπό διαλυτική αίρεση. Εκείνο το κοινωνικό συμβόλαιο του ανθρώπινου πολιτισμού μας παραβιάζεται και σπάει κάθε φορά που ένα κορίτσι δολοφονείται αβοήθητο έξω από ένα αστυνομικό τμήμα, κάθε φορά που ο οποιοσδήποτε πολίτης θα σκεφτεί «Και πού να πάω; Και ποιος θα με προστατεύσει;» Και όταν συμβαίνει αυτό, οι δυνάμεις που συσσωρεύονται είναι, Κυριακή, ακόμα πιο σκοτεινές κι από εκείνες που σε σκότωσαν.
Η Καρολίνα Μέρμηγκα είναι δικηγόρος και συγγραφέας