Είναι μόνο η «μαύρη τρύπα» της σύγχρονης Ιστορίας μας; Μία εξαίρεση που παγιώθηκε για εφτά χρόνια χωρίς να εκφράζει τάσεις που επιβίωσαν και μετά την πτώση της; Ξεκίνησε ως εφιάλτης το 1967 για να σβήσει εκείνο τον Ιούλιο του 1974;
Η χούντα των συνταγματαρχών είναι ελληνικό φαινόμενο και ταυτόχρονα ενταγμένο στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα της εποχής. Εχει ασυνέχειες και ρήξεις, αρμούς και συσχετίσεις με το ευρύτερο πολιτικό περιβάλλον στο οποίο ήρθε για να μείνει. Και ο μόνος τρόπος για να διατηρείται ως μνήμη την οποία κανείς επεξεργάζεται – όπως το τραύμα στην ψυχοθεραπευτική μέθοδο – είναι η συνεχής κριτική προσέγγισή της, ενίοτε με υποθέσεις εργασίας τολμηρές, μακριά από κοινούς τόπους που αναπαράγουν τη δαιμονοποίηση ή τη μικροπολιτική.
Την προσέγγιση αυτή ακολουθούν οι Δημήτρης Σωτηρόπουλος (καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και πρόεδρος της Εφορείας των Γενικών Αρχείων του Κράτους) και Ευάνθης Χατζηβασιλείου (καθηγητής Ιστορίας του Μεταπολεµικού Κόσµου στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών) στο άκρως διαφωτιστικό βιβλίο «Στρεβλή πορεία: πολιτική και κουλτούρα από τη δεκαετία του ’60 στη δικτατορία», το οποίο αναμένεται στις 9 Απριλίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
«Εκκινούμε από τη διαπίστωση ότι η δικτατορία των συνταγματαρχών δεν ήταν μια σύντομη “παρένθεση” στην ιστορία της Ελλάδας… αλλά μια αλλοίωση με μεσο-μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Επτά χρόνια, και μάλιστα στις δεκαετίες του 1960 και 1970 (που ήταν πυκνός ιστορικός χρόνος, εποχή ραγδαίων εξελίξεων διεθνώς στο πεδίο της οικονομίας, της διακυβέρνησης, της τεχνολογίας, της τέχνης, των νοοτροπιών), είναι πολύ μεγάλο διάστημα για να αντιμετωπιστεί ως “παρένθεση”» σημειώνουν οι δύο συγγραφείς στην εισαγωγή.
Στην οπτική αυτή η χούντα αντιμετωπίζεται όχι ως απότοκο του Ψυχρού Πολέμου, αλλά ως κορύφωση της «κρίσης των θεσμών», η οποία μαινόταν στην ελληνική πολιτική ιστορία από το 1915 και περιλάμβανε δύο επάλληλους διχασμούς – τον Εθνικό Διχασμό και τον Εμφύλιο πόλεμο.
«Η δεύτερη οπτική… αφορά τις πολιτισμικές παραμέτρους: η χούντα έφερε στο προσκήνιο (και εδραίωσε) πολλές εκφάνσεις του λαϊκισμού, οι οποίες δεν εξαφανίστηκαν μετά την πτώση της. Επιπλέον, αποτέλεσε ένα μεγάλο πλήγμα εναντίον των φιλοδυτικών – των κεντρογενών – πολιτικών δυνάμεων της χώρας, κάτι που θα έχει τις δικές του επιπτώσεις στις επόμενες δεκαετίες (ίσως και έως σήμερα) στο επίπεδο των νοοτροπιών και των στάσεων μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης» συμπληρώνουν οι συγγραφείς.
Με την άδεια του εκδοτικού οίκου, «ΤΑ ΝΕΑ» προδημοσιεύουν σήμερα αποσπάσματα από κεφάλαια του βιβλίου.
Ο ρόλος των ΗΠΑ
Οι Αμερικανοί έβλεπαν μόνο βασιλική δικτατορία
Σήμερα, οπότε έχουν δημοσιοποιηθεί τα αμερικανικά αρχεία, αλλά και αρχεία άλλων κρατών, έχει ανακύψει μια τεράστια βιβλιογραφία που καταδεικνύει ότι… οι χουντικοί κατάφεραν να πιάσουν στον ύπνο ακόμα και τους Αμερικανούς. Δεν υπάρχει ούτε ένα έργο στη διεθνή και στην ελληνική βιβλιογραφία, πρόσφατο και βασισμένο έστω στοιχειωδώς σε αρχειακό υλικό, που να αποδέχεται ή να υποστηρίζει ότι η χούντα υπήρξε προϊόν αμερικανικής επέμβασης.
Τα έργα αυτά βασίζονται σε ενδελεχή έρευνα σε χιλιάδες σχετικά έγγραφα. Πουθενά δεν προκύπτει αμερικανικός «δάκτυλος» για την επιβολή της χούντας. Και δεν είναι μόνον τα αμερικανικά έγγραφα: έχουν μελετηθεί επίσης βρετανικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, δανέζικα κ.λπ. κ.λπ. Δεν υπάρχει και σε αυτά οποιαδήποτε αναφορά –έστω πιθανολόγηση– ότι οι ΗΠΑ είχαν φέρει τη χούντα. Η βρετανική πρεσβεία, αμέσως μετά το κίνημα της 21ης Απριλίου, μακράν του να θεωρεί τους συνταγματάρχες «φιλικούς» ή αξιόπιστους, τους αποκαλούσε, πολύ ενδεικτικά, «thugs» (αλήτες) και τόνιζε ότι οι ηγέτες της χούντας μιλούσαν σχεδόν αποκλειστικά ελληνικά και δεν είχαν επαφή με τον κόσμο έξω από τη χώρα τους. Γι’ αυτό, άλλωστε, παρά τις σχετικές φήμες, δεν είχαν εκπαιδευτεί από τη CIA…
Οι Αμερικανοί είχαν εντοπίσει την ύπαρξη και τη δραστηριοποίηση της συνωμοτικής ομάδας των συνταγματαρχών.
Σχετική αναφορά την άνοιξη του 1966 τόνιζε ότι τα μέλη της είχαν απομακρυνθεί από την Αθήνα το 1964, αλλά τώρα πλέον επέστρεφαν στο κέντρο. Οι Αμερικανοί εκτιμούσαν ότι η ομάδα δεν θα έπαιζε σημαντικό ρόλο, καθώς χαρακτηριζόταν από εσωτερικές διαφωνίες, ενώ επισήμαναν ότι ο Σπαντιδάκης γνώριζε την ύπαρξή της αλλά θεωρούσε δεδομένο ότι θα έπαιζε το δικό του παιχνίδι στην περίπτωση ενός βασιλικού πραξικοπήματος.
Οι Αμερικανοί εξακολούθησαν να παρακολουθούν την ομάδα, σημειώνοντας τη διάθεση του Παπαδόπουλου να ομιλεί για δικτατορία.
Ωστόσο έχασαν την επαφή τους με αυτή μετά τον Ιανουάριο του 1967, όταν πιθανότατα οι συνωμότες μπήκαν σε επιχειρησιακή ετοιμότητα και διέκοψαν τις επικοινωνίες. Η αμερικανική πλευρά δεν θεώρησε ότι υπήρχε κάποιος κίνδυνος από εκείνη την κατεύθυνση. Έβλεπε το ενδεχόμενο μόνο μιας βασιλικής δικτατορίας. Οι Αμερικανοί δεν έβαζαν καν στο μυαλό τους το ενδεχόμενο να κινηθούν Έλληνες στρατιωτικοί χωρίς την εντολή του βασιλιά και να επικρατήσουν χωρίς τη βοήθειά του. Όταν αναφέρθηκε αυτό το ενδεχόμενο, η πρεσβεία θεώρησε την πληροφορία μη σοβαρή και δεν τη διαβίβασε στην Ουάσινγκτον.