Ενα σαράκι έχει εισχωρήσει, σχεδόν από την αρχή αυτής της κυβερνητικής θητείας, στα σωθικά του πολιτικού συστήματος. Αδυνατίζει, ανεπαίσθητα αλλά πεισματικά, τη λειτουργία του και την αξιοπιστία του στα μάτια της κοινωνίας. Και δεν οφείλεται σε καμία νομοτέλεια: τις τρεις κύριες πύλες εισόδου τις άνοιξε το ίδιο το πολιτικό σώμα, σχεδόν σύσσωμο και πάντως σαν συνεννοημένο.
Η πρώτη πύλη ήταν το περίφημο «41%», αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα που ήρθε, με βελτίωση μάλιστα επίδοσης μεταξύ πρώτης και δεύτερης εκλογικής αναμέτρησης του 2023, ως επιβράβευση μιας γενικά επιτυχημένης πρώτης θητείας, επιτρέποντας στην κυβέρνηση να νιώθει, και να εκφράζει, μια παντοδυναμία εγγενώς αντίθετη με τη δημοκρατική λογική. Αντί να εκληφθεί ως εντολή για έργο, για πιο τολμηρή αντιμετώπιση των σύνθετων και επώδυνων αλλαγών και βελτιώσεων που έχει ανάγκη η χώρα, η μεγάλης έκτασης εκλογική νίκη ερμηνεύθηκε ως λευκή επιταγή, ως εκ των προτέρων δικαιολόγηση κάθε κίνησης και ως προκάλυμμα για εξάλειψη κάθε λογοδοσίας. Αγνοήθηκε ο αιώνιος νόμος της πολιτικής –όσο περισσότερο αγνοείς τη φθορά τόσο πιο γρήγορα έρχεται –, καθώς και το γεγονός ότι εξίσου κρίσιμος με την επιβράβευση της κυβέρνησης παράγοντας, αν όχι περισσότερο, ήταν η βούληση του εκλογικού σώματος να «κοντύνει» την αξιωματική και γενικώς τη «συστημική» αντιπολίτευση. Υποτιμήθηκε το εύθραυστο του παγκόσμιου περιβάλλοντος και η ψυχική κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας. Από την πρώτη στιγμή, με την «τεμπέλικη» σύνθεση του κυβερνητικού σχήματος, την «άνετη» διαχείριση του δημόσιου χρήματος, τις «ειδικές» σχέσεις με τα μέσα ενημέρωσης, την άμεση απόρριψη κάθε κριτικής και, εσχάτως, την αυτοανακήρυξη σε «καλύτερη κυβέρνηση της Ευρώπης», ξεχάστηκε ότι στόχος της εξουσίας είναι η βελτίωση της ζωής των πολιτών και όχι η διαιώνιση της κυριαρχίας μιας ομάδας.
Στην κυβερνητική ύβριν προστέθηκε, από ένα καπρίτσιο της συγκυρίας, το απίστευτο χαμήλωμα του πολιτικού, πνευματικού, αισθητικού πήχεως από την εμφάνιση, επικράτηση και δείγμα γραφής του νέου αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο,τι ήταν στην αρχή, για κάποιους, γραφικό παραλειπόμενο ή καλοδεχούμενη καινοτομία, λειτούργησε, με την ανάληψη θεσμικού αξιώματος, ως αποσάθρωση κάθε κανόνα λογικής, ευπρέπειας, αίσθησης ρόλου και κοινωνικής προσφοράς. Ολη η δραστηριοποίηση και η αντιπαράθεση με την κυβέρνηση μεταφέρθηκαν στις στήλες κουτσομπολιού και στο TikTok, η προσωποποίηση, η αυτοαποθέωση και η χειρότερου είδους αλαζονεία – να ξέρεις ότι δεν ξέρεις και να νομίζεις ότι αυτό χρειάζεται και αυτό σου ζητεί ο κόσμος – αντικατέστησαν την πολιτική κριτική και τη διαπάλη των ιδεών. Σε αυτό το κατρακύλημα οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, τόσο η απελπιστική αίσθηση που αποπνέει το πολιτικό σύστημα (ανάρμοστες εκφράσεις, προσωπικές επιθέσεις, άγνοια της πραγματικότητας, αδιαφορία για την ουσία) όσο και το σπρώξιμο όλων των συνιστωσών του, συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης, προς τα κάτω.
Το τρίτο και βαθύτερο δηλητήριο, απόρροια των δυο προηγούμενων αλλά και συνέπεια συνειδητών επιλογών και από την κυβέρνηση και από την αντιπολίτευση, είναι η ανοικτή περιφρόνηση των θεσμών. Η αρχή έγινε με την αδιαφορία για το κράτος δικαίου: επαναπροωθήσεις μεταναστών, υποκλοπές, αστυνομικές υπερβάσεις, ατελείς διερευνήσεις σημαντικών υποθέσεων, απόρριψη ενστάσεων διεθνών οργανισμών. Το κρίσιμο, όμως, κατώφλι ξεπεράστηκε με την παραβίαση του Συντάγματος: ξεκίνησε η κυβέρνηση με τα «ιδιωτικά πανεπιστήμια», ακολούθησε η αντιπολίτευση με την «ευθύνη υπουργών». Οταν λέγαμε ότι το Σύνταγμα αποτελεί το τελευταίο δημοκρατικό ανάχωμα και ότι πέραν αυτού δημιουργείται η αίσθηση ότι όλα επιτρέπονται, κάποιοι μας έλεγαν σχολαστικούς.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος