Ποια θα ήταν η εικόνα της Αθήνας αν είχαν χτιστεί εντυπωσιακά, μεγάλης κλίμακας, φουτουριστικά σε ορισμένες περιπτώσεις και υπερβολικά σε κάποιες άλλες, κτίρια, που αν και χωροθετήθηκαν, σχεδιάστηκαν και κέρδισαν βραβεία σε διαγωνισμούς δεν υλοποιήθηκαν ποτέ;
Τα κτίρια-φαντάσματα της πόλης, εκείνα που έμειναν στο επίπεδο της μακέτας και δεν κατάφεραν να γίνουν πραγματικότητα, είναι πολύ περισσότερα από όσα μπορεί κάποιος να φανταστεί. Και μια κριτική «ξενάγηση» σε ορισμένα εξ αυτών, που αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις, προτείνει ο αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Κώστας Τσιαμπάος, στην εισήγησή του που δημοσιεύεται στην πρόσφατη έκδοση του Κέντρου Πολιτισμού, Ερευνας και Τεκμηρίωσης της Τράπεζας της Ελλάδος, «Το παλίμψηστο της Αθήνας», την οποία επιμελήθηκε η αρχαιολόγος Κλεοπάτρα Παπαευαγγέλου-Γκενάκου και περιλαμβάνει οκτώ ερευνητικές συμβολές-καρπό της ομότιτλης διεπιστημονικής συνάντησης.
Η ιδέα για την εισήγηση σε πρώτο επίπεδο οφείλεται στο μάθημα «Ακτιστα κτίρια» που δίδασκε σε παλαιότερα ακαδημαϊκά έτη ο Κώστας Τσιαμπάος. Οι ρίζες της όμως βρίσκονται σε μια έκθεση που είχε γίνει στο Μουσείο Κουίνς της Νέας Υόρκης το 2017 με κύριο έκθεμα μια τεράστια μακέτα της αμερικανικής μητρόπολης πάνω στην οποία ξεχώριζαν λευκά και ημιδιαφανή 45 από τα πιο ενδιαφέροντα κτίρια των τελευταίων 150 ετών, που είχαν ωστόσο μείνει στα χαρτιά.
Πώς πιστεύει ο Κώστας Τσιαμπάος ότι θα ήταν η Αθήνα αν είχαν τελικά κτιστεί τα συγκεκριμένα κτίρια; «Είναι δύσκολο να απαντήσει κάποιος. Αναμφίβολα θα ήταν μια άλλη Αθήνα επειδή κάποια από αυτά τα έργα είναι πολύ σημαντικά και σίγουρα θα επηρέαζαν την ταυτότητα της πόλης. Κάποια θα ήταν προβληματικά, τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα, κάποια άλλα θα είχαν ενδιαφέρον» απαντά και παρατηρεί ότι ακόμα και στις περιπτώσεις που τα έργα υλοποιούνται το μεγάλο χρονικό διάστημα ανάμεσα στην απονομή του βραβείου και την ανέγερση του κτιρίου τα καθιστά ανεπίκαιρα και συχνά έχει αποτελέσει αφορμή ώστε να γίνουν συμβιβασμοί, με αποτέλεσμα η τελική εικόνα να έχει μειωμένη ένταση και δυναμική συγκριτικά με το αρχικό σχέδιο.
Ενα sci-fi εμπορικό κέντρο
Αέρα… Τόκιο θα έφερνε στην Αθήνα το Εμπορικό Κέντρο που ο δήμος της πόλης σχεδίαζε να δημιουργήσει το 1970 στα δύο οικοδομικά τετράγωνα που περιβάλλουν οι οδοί Φιλοποίμενος, Αριστογείτονος, Σωκράτους και Αρμοδίου. Η πρόταση του γραφείου Τομπάζη προέβλεπε μεταξύ άλλων δύο πλατφόρμες έκτασης ενός οικοδομικού τετραγώνου επάνω στις οποίες αναπτύσσονταν πέντε ανισοϋψείς πύργοι, αερογέφυρα που ένωνε τις πτέρυγες πάνω από την οδό Αθηνάς, περιμετρικούς διαδρόμους και εναέριες κυκλικές ράμπες κίνησης των αυτοκινήτων, με αποτέλεσμα τα ισόγεια κρεοπωλεία και παντοπωλεία της Βαρβακείου να ανεβαίνουν σε υπέργεια επίπεδα με τα αυτοκίνητα να στροβιλίζονται στις ράμπες που θα τα περιέβαλλαν.
Το «άλλο» Πρωθυπουργικό Μέγαρο
Πρωθυπουργικό Μέγαρο επρόκειτο να χτιστεί στον χώρο που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και Ακαδημίας δίπλα στο Μέγαρο Ανδρέα Συγγρού, που φέρει την υπογραφή του Ερνέστου Τσίλερ, σύμφωνα με τον διαγωνισμό που προκηρύχθηκε το 1959. Το κτίριο αυτό προβλεπόταν να στεγάσει την κατοικία και το πολιτικό γραφείο του εκάστοτε πρωθυπουργού, όπως και χώρους για τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης. Θα χτιζόταν στο πίσω μισό του οικοπέδου, ώστε να αφεθεί ακάλυπτος χώρος για την κατασκευή ενός ανδριάντα του Ελευθερίου Βενιζέλου και για την ανάπτυξη μιας μικρής δημόσιας πλατείας για εκδηλώσεις. Χαρακτηριστικό της διαγωνιστικής διαδικασίας είναι ότι τα δύο πρώτα βραβεία απονεμήθηκαν στην ίδια αρχιτεκτονική ομάδα (Σ. Βασιλείου, Λ. Μυλωνάδη, Θ. Παναγιωτόπουλο, Σ. Ποταμίτη, Φ. Σωτηράκη). Τελικά στη συγκεκριμένη θέση κατασκευάστηκε το 1971-1978 η γνωστή σε όλους μας νέα πτέρυγα του υπουργείου Εξωτερικών σε σχέδια Γ. Βικέλα, σε συνεργασία με τον Π. Μιχαλέα. Το 1982 αποφασίστηκε η αποκατάσταση και επέκταση του Μεγάρου Μαξίμου με τη χρήση που γνωρίζουμε όλοι σήμερα.
Μια φιλόδοξη φοιτητική εστία
Οι περιπέτειες της Εστίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, αν και δεν είναι γνωστές στο ευρύ κοινό, μοιάζουν με εκείνες των Μουσείου Ακροπόλεως και Ιδρύματος Γουλανδρή. Ξεκίνησαν, δηλαδή, να γίνουν σε διαφορετικά σημεία της Αθήνας και με άλλα αρχιτεκτονικά σχέδια και κατέληξαν σε εντελώς διαφορετικά και με εντελώς διαφορετική μορφή, καθώς επιλέχθηκαν εν τέλει διαφορετικές αρχιτεκτονικές προτάσεις. Αρχικά η Εστία επρόκειτο να ανεγερθεί στο οικόπεδο που περικλείεται από τις οδούς Μιχαλακοπούλου, Τετραπόλεως και Φειδιππίδου. Το πρώτο βραβείο προέβλεπε ένα εντυπωσιακό μοντέρνο τόξο με την υπογραφή του Γ. Χριστόπουλου, με ξεχωριστές πτέρυγες, ανεξάρτητες εισόδους-εξόδους για φοιτητές και φοιτήτριες, ένα μεγάλο χολ εισόδου με διπλά κυκλικά κλιμακοστάσια κι έναν «ενιαίο χώρο κατάλληλο για δεξιώσεις, φοιτητικούς χορούς κ.λπ.». Το κτίριο τελικά υλοποιήθηκε από το γραφείο Δεσύλλα, Κονταργύρη, Λαμπάκι και Λουκάκη στην Πατησίων, κοντά στον Αγιο Λουκά, σε πολύ μικρότερη κλίμακα και με πιο συμβατική ανάπτυξη.
Το πολύπαθο Ωδείο Αθηνών
Πολυτάραχη είναι η ιστορία του κτιρίου του Ωδείου Αθηνών. Αν και η μελέτη του έργου είχε ξεκινήσει το 1928, η κυβέρνηση το 1931 αποφάσισε να μετατοπίσει τη θέση του κτιρίου από τη συμβολή των οδών Πειραιώς και Σοφοκλέους στην πλατεία Κλαυθμώνος. Η αλλαγή θέσης σήμανε και αλλαγή αρχιτέκτονα και από τον Γάλλο Ζαν Μπατίστ Ματόν το έργο ανατέθηκε στον Βαυαρό Λίτμαν, ο οποίος όμως πέθανε και αντικαταστάθηκε από το μέλος της Ακαδημίας του Μονάχου Γκέρμαν Μπεστελμάιερ. Ο τελευταίος προσέφερε αφιλοκερδώς τις προτάσεις του, οι οποίες όμως δεν ικανοποίησαν το συμβούλιο του Ωδείου, ενώ στο μεταξύ έβλεπαν το φως της δημοσιότητας και άλλες ιδέες, όπως εκείνη του Βασιλείου Τσαγκρή που είχε καθαρά ελληνικό ύφος. Για να ξεφύγουν από το αδιέξοδο, οι υπεύθυνοι του Ωδείου ανέθεσαν το έργο στο νεοϋορκέζικο γραφείο Τόμσον εντ Τσόρτσιλ, καθώς ο Τόμσον είχε σχεδιάσει τη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη και το Αρχαιολογικό Μουσείο Κορίνθου. Το συγκεκριμένο γραφείο δέχθηκε να κάνει πιο συντηρητικά τα αρχικά τολμηρά σχέδιά του ώστε να προχωρήσει το έργο. Και ενώ όλα έμοιαζαν πως έβαιναν καλώς, η κυβέρνηση αποφάσισε ότι η πλατεία Κλαυθμώνος δεν ήταν κατάλληλη. Το 1939 ορίστηκε διά νόμου το οικόπεδο του παλιού δημοτικού νοσοκομείου, στο τετράγωνο που ορίζουν οι οδοί Ακαδημίας, Ασκληπιού, Σόλωνος και Μασσαλίας και τα σχέδια ξεκίνησαν από την αρχή, με έναν ακόμα διαγωνισμό να προκηρύσσεται αποκλειστικά για τις όψεις του κτιρίου, με νικήτρια την πρόταση του γραφείου Κασσάνδρα-Μπόνη. Τελικώς το Ωδείο εντάχθηκε στο Πνευματικό Κέντρο Αθηνών του Ιωάννη Δεσποτόπουλου, εγχείρημα που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, επί των οδών Βασιλέως Κωνσταντίνου και Ρηγίλλης.
Μια τολμηρή ιδέα για το Τεχνικό Επιμελητήριο
Στα χαρτιά έμεινε και γυάλινος κύβος που πατούσε σε τέσσερα λεπτά ορθογώνια τοιχία, ένα σχέδιο τολμηρό, που έφερε την υπογραφή του γραφείου Παπλωματά και προοριζόταν για να στεγάσει το κτίριο των γραφείων του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, στη συμβολή των οδών Ναυαρίνου και Χαριλάου Τρικούπη (όπου σήμερα βρίσκεται το πάρκο Ναυαρίνου). Η εν λόγω πρόταση που πήρε το πρώτο βραβείο (τα αποτελέσματα ανακοινώθηκαν τον Μάρτιο του 1980) δεν υλοποιήθηκε ποτέ λόγω των αντιδράσεων για την κατασκευή ενός τόσο μεγάλης κλίμακας κτιρίου σε ένα τόσο πυκνοδομημένο περιβάλλον, με αποτέλεσμα να προκηρυχθεί νέος διαγωνισμός με προτεινόμενη θέση το «δαχτυλίδι» της λεωφόρου Κηφισίας. Νικήτρια πρόταση βάσει των αποτελεσμάτων του 1994 ήταν εκείνη του γραφείου του Τάσου Μπίρη.