Ο Στέφανος Κασσελάκης ξεκαθάρισε, όταν ρωτήθηκε, πως δεν θα αμφισβητήσει το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών του Ιουνίου. Ομως η συζήτηση που ξεκίνησε για το αδιάβλητο της εκλογικής διαδικασίας δεν εκκινούσε από μια μελλοντική αμφισβήτηση, αλλά από μια που εκείνος εισήγαγε στον δημόσιο διάλογο: η εμπιστοσύνη σε καμία Αρχή, όπως το υπουργείο Εσωτερικών από το οποίο έγινε η διαρροή προσωπικών δεδομένων αποδήμων, και σε κανέναν θεσμό, όπως η Δικαιοσύνη που δεν κινήθηκε γρήγορα στο θέμα των Τεμπών, δεν είναι δεδομένη.
Αυτή η συζήτηση έρχεται ύστερα από μια περίοδο όπου το ένα μετά το άλλο τα fake news και οι θεωρίες συνωμοσίας έχουν αρχίσει να κερδίζουν όλο και περισσότερο χώρο οριζόντια στους ψηφοφόρους όλου του πολιτικού φάσματος – καθώς δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να προωθηθεί μια προσωπική θεωρία από το να βασιστεί σε ένα πραγματικό πρόβλημα, όπως η πραγματική μάχη για την προστασία των προσωπικών δεδομένων ή οι υπαρκτές καθυστερήσεις και οι αδυναμίες στην απονομή δικαιοσύνης.
Οι αναλυτές εντοπίζουν τη διείσδυση στη διάρρηξη των σχέσεων μεταξύ της κοινωνίας και των θεσμών που στηρίζουν το κράτος και το πολιτικό σύστημα – εκεί, εξηγούν, βρίσκονται τα κενά που έρχονται να «γεμίσουν» οι θιασώτες της συνωμοσιολογίας. Κερδίζουν, εξηγούν, κυρίως γιατί φέρουν το πρόσημο ενός νέου αντισυστημισμού, που ειδικά τον τελευταίο χρόνο έχει αρχίσει και ενισχύεται. Η τραγωδία των Τεμπών μπορεί να θεωρηθεί σημείο καμπής, γιατί στην έλλειψη επαρκών απαντήσεων για τα αίτια του δυστυχήματος και ειδικά για τη μετέπειτα επικοινωνιακή διαχείριση της υπόθεσης, δεν ήταν «το σύστημα» αυτό που έσκυψε πάνω από την υπόθεση.
Οι τρεις κερδισμένοι
Τρία κόμματα θεωρείται πως εκμεταλλεύονται αυτή τη διάρρηξη της εμπιστοσύνης – και τα τρία, με τον δικό τους τρόπο, «γαργαλάνε» τα αντισυστημικά αισθήματα των πολιτών, δίνοντάς τους συγκεκριμένη κατεύθυνση: ο ΣΥΡΙΖΑ, διά του Στέφανου Κασσελάκη, βρίσκεται με το ένα πόδι εντός και με το άλλο εκτός, καθώς ο ίδιος ο πρόεδρός του δεν διαθέτει πολιτική εμπειρία, αλλά γνώση της αγοράς, και μπορεί με σχετική άνεση να κάνει κριτική χωρίς να ζητάει τη διάλυσή του.
Είναι επίσης το μεγαλύτερο από τα κόμματα που απευθύνονται στο συγκεκριμένο, σχετικά θυμωμένο ή απογοητευμένο, ακροατήριο με αυτόν τον τρόπο, άρα αυτό που προβάλλει ως μεγαλύτερος κίνδυνος για τη ΝΔ – ως μήνυμα, καθώς δεν διακυβεύεται η διακυβέρνηση της χώρας.
Η Ελληνική Λύση, η οποία σε κάθε δημοσκόπηση βγαίνει κερδισμένη, διαμόρφωσε το προηγούμενο διάστημα μια κοινωνική ατζέντα που απευθύνεται εξ ολοκλήρου σε ψηφοφόρους δεξιά της Δεξιάς και παραδοσιακούς ψηφοφόρους της ΝΔ που ενοχλούνται από τα διαρκή ανοίγματα στο Κέντρο, με κορωνίδα το ζήτημα του πολιτικού γάμου των ομόφυλων ζευγαριών.
Παράλληλα όμως έχει υπηρετήσει ψεκασμένες θεωρίες ήδη από την εποχή της πανδημίας, ειδικά αυτές που αφορούσαν τον εμβολιασμό, «χτίζοντας» μια σχέση με πολίτες που περιθωριοποιήθηκαν και συσπειρώθηκαν για μια σειρά από θέματα, ακόμα και απέναντι στις νέες ταυτότητες και τον ενιαίο αριθμό του πολίτη.
Το τρίτο κόμμα που φαίνεται πως βγαίνει κερδισμένο από τη νέα κατάσταση και τη γενική καχυποψία είναι η Πλεύση Ελευθερίας – και για αυτό ευθύνεται η ίδια η Ζωή Κωνσταντοπούλου, η οποία με αποσκευές τη διαφωνία της με τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015, που της στέρησε μια νέα θητεία στη Βουλή τότε, παίζει «αντισύστημα» απέναντι ακόμα και στον Πρόεδρο της Βουλής, εκνευρίζει τους υπουργούς με τους οποίους αντιπαρατίθεται στο βήμα της Ολομέλειας, δηλώνοντας παράλληλα πως κανείς δεν μπορεί να τη σταματήσει από το να αποκαλύπτει την αλήθεια μέσα στο Κοινοβούλιο. Οι αναλυτές βλέπουν σε αυτή την τακτική μια συσπείρωση ψήφων διαμαρτυρίας, κυρίως από τον ευρύτερο προοδευτικό χώρο.