Το 2017, σε ένα άρθρο του στο Harper’s Magazine, ο Πάξτον περιγράφει ως εξής τον Ντόναλντ Τραμπ: «Πρόκειται για μια αυταρχική προσωπικότητα που στερείται κάθε σεβασμού για το κράτος δικαίου, την πολιτική παράδοση, ακόμη και την ιδεολογία. Μιλάμε λοιπόν για έναν φασίστα; Στην πραγματικότητα όχι». Τέσσερα χρόνια αργότερα αλλάζει γνώμη. Το άρθρο του στο τεύχος του Newsweek που κυκλοφορεί λίγες ημέρες μετά την έφοδο στο Κογκρέσο έχει τίτλο «Δίσταζα να αποκαλέσω τον Ντόναλντ Τραμπ φασίστα. Μέχρι τώρα». Η υποκίνηση της εισβολής στο Καπιτώλιο από τον Τραμπ διασχίζει μια κόκκινη γραμμή, γράφει ο αμερικανός ιστορικός. «Ο χαρακτηρισμός μοιάζει τώρα όχι μόνο αποδεκτός, αλλά αναγκαίος».
Το ζήτημα δεν είναι μόνο θεωρητικό. Για τον Τραμπ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι ρατσιστής, διεφθαρμένος, ότι περιφρονεί τις γυναίκες και ότι θα ήθελε να είναι δικτάτορας. Το κατά πόσον είναι φασίστας όμως εξακολουθεί να διχάζει την ακαδημαϊκή κοινότητα. Και ορισμένοι επιμένουν ότι η απάντηση πρέπει να δοθεί τώρα, πριν να είναι πολύ αργά. Για τον σκοπό αυτό εκδόθηκε πρόσφατα στις Ηνωμένες Πολιτείες ένας τόμος που συγκεντρώνει κείμενα πολλών καθηγητών όπως ο Πάξτον και φέρει τον τίτλο «Συνέβη εδώ; Προοπτικές για τον φασισμό και την Αμερική» (εκδ. Norton).
Αν ο φασισμός είναι ένα ιστορικό φαινόμενο που έλαβε χώρα στη δυτική Ευρώπη στα μέσα του εικοστού αιώνα, γράφει ο βιβλιοκριτικός του περιοδικού New Yorker, τότε εξ ορισμού δεν μπορεί να συμβεί σήμερα εδώ. Αν όμως ο ορισμός διευρυνθεί, η συζήτηση γίνεται πιο υποκειμενική. Για να πάμε στον ορισμό του Πάξτον, η παρακμή μιας χώρας την οποία μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να σταματήσει κολλάει πολύ με τον τραμπισμό. Τα μέτρα που θέλει να λάβει όμως ο Τραμπ για τα σύνορα με το Τέξας είναι ένα βήμα προς «εσωτερική εκκαθάριση» ή απλώς μια ωμή προσέγγιση της πολιτικής; H παρακίνησή του προς τους Proud Boys να είναι σε επιφυλακή συνιστά συνεργασία με «αφοσιωμένους εθνικιστές» ή απλή έκφραση γνώμης;
«Η αμερικανική δημοκρατία έχει υποστεί πλήγματα, αλλά επιβιώνει», σημειώνει σε ένα από τα κείμενα που δημοσιεύονται στον τόμο ο Ρίτσαρντ Εβανς, ομότιμος καθηγητής στο Κέιμπριτζ. «Η Χάνα Αρεντ είχε προειδοποιήσει να μη σπεύδουμε να μιλάμε για ολοκληρωτισμό σε ένα αμερικανικό πλαίσιο», τονίζει από την πλευρά της η συγγραφέας Ρεμπέκα Πανόβκα. «Προτιμώ να μιλώ για ακροδεξιό λαϊκισμό παρά για φασισμό, αν και αναγνωρίζω ότι θα ήταν παράλογο να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τον φασισμό μόνο όταν εκδηλωθεί πλήρως», γράφει ο φιλόσοφος του Πρίνστον Γιαν-Βέρνερ Μίλερ. «Αν ο Τραμπ είναι φασίστας στις πράξεις του, μικρή σημασία έχει αν είναι φασίστας στην καρδιά του», επισημαίνει η καθηγήτρια του Πανεπιστήμιο του Λονδίνου Σάρα Τσέρτσγουελ.
Στην πραγματικότητα, οι συγγραφείς χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Υπάρχουν αυτοί που πιστεύουν ότι ο Τραμπ είναι μια παρέκκλιση, μια ανωμαλία που μια μέρα θα εξαφανιστεί, άρα πρέπει πάνω απ’ όλα να αποφύγουμε να τον θεωρούμε μέρος μιας κανονικότητας. Υπάρχουν κι εκείνοι που θεωρούν την πολιτική του Τραμπ συνέχεια της πολιτικής του Κλίντον ή του Τζορτζ Μπους του νεότερου, άρα ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να χαρακτηρίσουμε κανονικό το στάτους κβο πριν από τον Τραμπ. Aν το κάνουμε αυτό, γράφει ο ιστορικός του Γέιλ Σάμιουελ Μόιν, δεν θα μπορέσουμε να καταλάβουμε πώς δημιουργήσαμε τον Τραμπ τις τελευταίες δεκαετίες.
Με άλλα λόγια, όπως και αν τον ονομάσουμε, ο τραμπισμός έχει βαθιές ρίζες στην αμερικανική ιστορία. Στην «Ανατομία του φασισμού», ο Πάξτον γράφει ότι η Κου Κλουξ Κλαν στον μετεμφυλιακό Νότο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένα πρωτοφασιστικό κίνημα. Ο δημοσιογράφος των Washington Times Σαμ Φράνσις, που ήταν υπέρμαχος ενός «ευυπόληπτου ρατσισμού», χαρακτήριζε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 τον εαυτό του φασίστα, προφέροντας μάλιστα τη λέξη με ιταλική προφορά. «Οσοι λένε ότι δεν πρέπει να κάνουμε αναλογίες», γράφει ο καθηγητής του Χάρβαρντ Πίτερ Γκόρντον σε ένα άλλο κείμενο του τόμου, «δεν υπερασπίζονται την ιστορία. Την καταδικάζουν σε μια αβοήθητη σιωπή».
Το συμπέρασμα είναι ότι ακόμη κι αν ο Τραμπ δεν είναι ένας καραμπινάτος φασίστας, δύσκολα μπορεί να πει κανείς ότι ο χαρακτηρισμός τον προσβάλλει. Τον Αύγουστο του 2022 ο Μπάιντεν δέχθηκε σφοδρή κριτική επειδή αποκάλεσε τη φιλοσοφία του «ημιφασιστική», αλλά η περιγραφή είναι αρκετά ακριβής. Στο κάτω-κάτω, όταν χρησιμοποιείς για κάποιον προσδιορισμούς όπως «πρωτο-» ή «ημι-», εννοείς ότι το φαινόμενο δεν έχει ακόμη κατασταλάξει. Μπορεί να περάσει, αλλά μπορεί και να επιδεινωθεί. Και το βέβαιο είναι ότι δεν δικαιούται κανείς να ρισκάρει υποτιμώντας το.