Στο ναδίρ φαίνεται πως έχει πέσει η αγοραστική δύναμη των ελληνικών νοικοκυριών και η πλειονότητα όσων αμείβονται με τον κατώτατο μισθό είτε αδυνατεί είτε δυσκολεύεται να βγάλει πέρα τον μήνα, παρά την αύξηση που ανακοινώθηκε πριν από λίγες ημέρες.

Πρόκειται για πραγματική αύξηση της τάξης των 39 ευρώ τον μήνα σε περίπου 570.000 εργαζομένους, όπως προκύπτει από την ανακοίνωση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη ότι ο κατώτατος μισθός διαμορφώνεται πλέον στα 830 ευρώ. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τα στοιχεία που συνέλεξαν «ΤΑ ΝΕΑ», το κόστος στέγασης, διατροφής, καυσίμων και λοιπών αλλά απαραίτητων αναγκών συνεχίζει να «στραγγαλίζει» τους καταναλωτές, ενώ η σύγκλιση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης καταγράφεται μόνο στο επίπεδο των τιμών, το οποίο, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις βρίσκεται σε χαμηλότερα επίπεδα από τον μέσο όρο, παραμένει υψηλό.

Στοιχεία

Στην «τσέπη», πάντως, τα πράγματα είναι διαφορετικά, με τους Ελληνες να παραμένουν στον μισθολογικό πάτο της Ευρώπης και το 2023, καθώς ο πληθωρισμός κατατρώει τα εισοδήματα, τα οποία είναι ιδιαιτέρως χαμηλά. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, η χώρα μας βρέθηκε την περασμένη χρονιά δεύτερη από το τέλος ανάμεσα στις 27 χώρες-μέλη της ΕΕ σε ό,τι αφορά τον δείκτη του κατά κεφαλήν Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, εκφρασμένου σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Μόνο η Βουλγαρία από όλες τις χώρες της ΕΕ (μέσος όρος 100) είχε χειρότερη επίδοση από τη χώρα μας και κατέλαβε την τελευταία θέση στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ με 64 μονάδες, ακολουθούμενη από την Ελλάδα με 67.

Ακόμη ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, τα οποία δείχνουν πως ο μέσος ετήσιος μισθός μειώθηκε στην Ελλάδα κατά 1.046 ευρώ το 2022 συγκριτικά με το 2021 λόγω των ανατιμήσεων και της ακρίβειας, ενώ ο μέσος ετήσιος μισθός σε σταθερές τιμές μετά και τον υπολογισμό του πληθωρισμού μειώθηκε από τα 17.220 ευρώ το 2021 σε 16.174 ευρώ το 2022.

Αγοραστική δύναμη

Αναφερόμενος στην αύξηση του κατώτατου μισθού στη χώρα μας, ο ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστημίου Αθηνών Παναγιώτης Πετράκης τονίζει πως «προφανώς είναι ένα μέτρο που στοχεύει στην αποκατάσταση μέρους της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, αφορά περίπου 600.000 εργαζομένους. Ωστόσο, θα χρειαστούν δύο χρόνια ακόμη για να αποκατασταθεί το πληθωριστικό σοκ του 2022 που έπληξε σε μεγάλο βαθμό τους μισθούς».

Με φόντο την αγοραστική δύναμη, ενδεικτικό είναι και το παράδειγμα για ένα ελληνικό νοικοκυριό με μέσο ονομαστικό ετήσιο εισόδημα από μισθούς στα 13.730 ευρώ. Βάσει αυτού, όταν διατίθεται το 32,3% του ποσοστού του οικογενειακού προϋπολογισμού για στέγαση, νερό, ηλεκτρικό ρεύμα, φυσικό αέριο και άλλα καύσιμα, το ποσό των 4.434 ευρώ πηγαίνει στις χρήσεις αυτές και μένουν άλλα 9.296 ευρώ για λοιπές δαπάνες, εκ των οποίων 1.849 για τρόφιμα, αφήνοντας ένα τελικό υπόλοιπο 7.447 ευρώ για όλες τις άλλες χρήσεις.

Στην Ιταλία, με 31.833 μέσο ετήσιο ονομαστικό μισθό, πηγαίνουν στη στέγαση και ενέργεια 12.001 ευρώ και 6.462 ευρώ για τρόφιμα, αφήνοντας 13.370 ευρώ για όλες τις άλλες ανάγκες. Οι Ελληνες, λοιπόν, έχουν 7.437 ευρώ για τις λοιπές ανάγκες, που καθορίζουν και την ποιότητα της ζωής, ενώ στην Ιταλία έχουν 13.370 ευρώ. Εάν, μάλιστα, αυξηθούν οι τιμές των δύο αυτών κατηγοριών κατά 10%, αυτό σημαίνει ότι στην Ελλάδα θα χάσουν 628 ευρώ και στην Ιταλία 1.846 ευρώ, αλλά τελικά στη χώρα μας θα μείνουν 6.819 ευρώ και στην Ιταλία 11.524 ευρώ, σχεδόν διπλάσια.

Συνθήκες ακραίας φτώχειας

Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι και το γεγονός πως, σύμφωνα με την ετήσια έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης, τουλάχιστον 6 στα 10 νοικοκυριά στην Ελλάδα δυσκολεύονται να βγάλουν τον μήνα με το διαθέσιμο εισόδημά τους, το οποίο επαρκεί μεσοσταθμικά για 19 ημέρες. Επιπλέον, το 15% των νοικοκυριών δήλωσε ότι τα εισοδήματά του δεν επαρκούν για να καλύψουν ούτε τις βασικές του ανάγκες, εύρημα που καταδεικνύει πως υψηλό ποσοστό νοικοκυριών διαβιοί σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, όντας, μάλιστα, αυξημένο σε σχέση με το ποσοστό της αντίστοιχης έρευνας του 2022 (11,9%).

Για έναν εργαζόμενο του ιδιωτικού τομέα που πληρώνεται με τον κατώτατο μισθό των 830 ευρώ (μεικτά), στο χέρι φτάνουν περίπου 706 ευρώ. Το ενοίκιο στην Κυψέλη για ένα δυάρι 29-36 τ.μ. της δεκαετίας του ’70, ανακαινισμένο υποτυπωδώς, ενοικιάζεται αυτή τη στιγμή προς 350-380 μηνιαίως. Συνεπώς απομένουν 326-356 ευρώ τον μήνα για την κάλυψη άλλων βασικών αναγκών, όπως τρόφιμα, κοινόχρηστα, ηλεκτρικό, θέρμανση, νερό, τηλεφωνία, μετακινήσεις (μέσα μεταφοράς, ταξί), ψυχαγωγία-εξόδους, ρουχισμός, υπόδηση κ.ά. Εάν δεν υπάρχει ΙΧ και κόστος για βενζίνη, τότε για σουπερμάκετ και τις άλλες βασικές υποχρεώσεις (λογαριασμοί ρεύματος, κοινόχρηστα κ.λπ.) ίσα-ίσα που μπορεί να φτάσει ο μισθός μέχρι το τέλος του μήνα, αν δεν έχει τελειώσει νωρίτερα, ακόμα κι αν περιορίσει στο ελάχιστο προσωπικές ανάγκες, ψυχαγωγία και εξόδους.

Η ίδια εικόνα και για μια τετραμελή οικογένεια, στην οποία και οι δύο γονείς αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, ήτοι 1.524 ευρώ. Ετσι, αν λάβει κανείς υπόψη ότι για ένα ενοίκιο διαμερίσματος δύο-τριών υπνοδωματίων στο κέντρο της πόλης χρειάζεται περίπου 500-800 ευρώ ανά μήνα, για ενέργεια περίπου 100-150 ευρώ ανά μήνα, τηλεφωνία και Internet περίπου 50-70 ευρώ ανά μήνα και για τρόφιμα η μέση μηνιαία δαπάνη εκτιμάται στα 400-450 ευρώ μηνιαίως, η διαβίωση καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη. Και χωρίς να συνυπολογιστούν έξοδα για εκπαίδευση, υγεία και ένδυση.