Είναι οι ημέρες που βιώνουμε τη δεύτερη πόλωση για την τραγωδία των Τεμπών, ενώ τα αμείλικτα ερωτήματα για τις παθογένειες ετών, την απονομή ευθυνών και τον τρόπο που μπορεί να επουλωθεί το μεγάλο τραύμα δεν έχουν απαντηθεί στο σύνολό τους. Τη νεότερη τραγωδία επικαλείται στην εισαγωγή του βιβλίου της και η Μαρίνα Καρύδα, η οποία υπογράφει το μεγάλο χρονικό της πυρκαγιάς στο Μάτι – 23 Ιουλίου 2018 – μέσα από τις μαρτυρίες κατοίκων, επιζώντων, ανθρώπων που υπέφεραν και θρήνησαν τους δικούς της.

«Το έργο της είναι ένα σύγχρονο μνημείο νεκρών και ζωντανών από την πύρινη καταστροφή στο Μάτι. Ενα μνημείο με λέξεις. Για τους νεκρούς, προφανώς, μα και για τους ζωντανούς, τους συγγενείς και οικείους τους και όσους, εθελοντικά ή αδόκητα, έγιναν τμήμα αυτής της κοινότητας πόνου…» σημειώνει αντί προλόγου ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

«Οι ιστορίες όλων μας συνθέτουν το παζλ του τι συνέβη εκείνη την ημέρα. Οι 104 νεκροί, οι 58 εγκαυματίες, δεν είναι ένα νούμερο. Είναι ο Δημήτρης, η Αγγελική, η Ελισάβετ, η Μαρία, ο μπέμπης. Είναι οι εκατοντάδες συγγενείς τους που έμειναν πίσω, που βίωσαν τον τρόμο, την αγωνία, τις τύψεις, την απώλεια» σημειώνει η συγγραφέας, αυτόπτης μάρτυς η ίδια, που ύστερα από έρευνα έξι ετών, συγκέντρωσε όλες τις πληροφορίες σχετικά με την καταστροφή, παραθέτοντάς τες μάλιστα με συγκρατημένο συναίσθημα.

Από το 2018 έως το 2020 η Καρύδα υποστήριξε εθελοντικά τους εγκαυματίες βοηθώντας σε συνεργασία με το υπουργείο Υγείας στη θέσπιση του ειδικού νομικού πλαισίου και τη δημιουργία Μητρώου Εγκαυματιών για τη συνταγογράφηση των Μη Συνταγογραφούμενων Φαρμάκων και υλικών από τον ΕΟΠΥΥ.

Από το 2021, εξάλλου, είναι συνιδρύτρια της Salvia Burn Association, της μοναδικής οργάνωσης για το έγκαυμα και τους εγκαυματίες στην Ελλάδα, με ιδρυτικό δωρητή το Ιδρυμα Ι.Σ. Λάτση. Το βιβλίο της «Μάτι», που αναμένεται την επόμενη εβδομάδα από τις εκδ. Παπαδόπουλος, περιλαμβάνει πάνω από 50 προσωπικές μαρτυρίες, την έκθεση του πραγματογνώμονα Δημήτρη Λιότσιου (2023), το κατηγορητήριο και τις απολογίες των κατηγορουμένων στη δίκη παραπέμποντας στα μέσα ενημέρωσης της περιόδου – ανάμεσά τους σε πολλά δημοσιεύματα της Μίνας Μουστάκα για «ΤΑ ΝΕΑ».

Στο πλαίσιο αυτό, η Καρύδα παραθέτει τις μαρτυρίες σε χρονολογική σειρά αποτυπώνοντας με επώδυνες λεπτομέρειες τα γεγονότα από τη μεριά ενός ανθρώπου που έζησε από κοντά την πυρκαγιά. Αποσπάσματα από τις μαρτυρίες προδημοσιεύουμε σήμερα με την άδεια του εκδοτικού οίκου.

Η αρχή της τραγωδίας

Από την πλευρά της Νέας Μάκρης

Μαρίνα Καρύδα

«Ο ήχος της σειρήνας ενός πυροσβεστικού»

Η κόρη μου η Λυδία αναρρώνει μετά από ένα σοβαρό 10ωρο χειρουργείο που είχε κάνει λίγες μέρες πριν. Στο Μάτι φιλοξενούμε, για λίγες ημέρες, και τα μικρά μου ανίψια, για να περάσουν λίγο χρόνο με τη γιαγιά τους, να παίξουν στον κήπο και να κολυμπήσουν στη θάλασσα. Το Μάτι το πιάνει ο βοριάς. Ακόμα και με 4-5 μποφόρ δεν μπορείς να κολυμπήσεις. Η ημέρα έχει ξεκινήσει με άπνοια και η θάλασσα, εκείνη τη Δευτέρα, είναι τέλεια! Δεν θέλουμε να φύγουμε, θέλουμε να την απολαύσουμε προτού αρχίσει ο αέρας που η Μετεωρολογική Υπηρεσία έχει ανακοινώσει για μετά το μεσημέρι. Κατά τις 15:00, έρχεται ο αδελφός μου να πάρει τα παιδιά, τα οποία θέλουν να μείνουν κι άλλο και τους υπόσχομαι πως, σε δύο μέρες, θα ξανάρθουν. Η Λυδία κι εγώ έχουμε ένα ραντεβού στην Αθήνα στις 18:00. Στο Μάτι πρόκειται να μείνει η μικρότερη κόρη μου, η Εμμανουέλα, μαζί με τη μητέρα μου. Βρίσκομαι στον κήπο με μια φίλη που μένει στο Κόκκινο Λιμανάκι. Για λίγα λεπτά σηκώνεται ένας παράξενος αέρας, τόσο δυνατός που μας κάνει να κοιταχτούμε απορημένες. Η Λυδία μουρμουρίζει πως αυτός ο αέρας είναι σαν την Αποκάλυψη και η φίλη μου με προτρέπει να κλείσω τη μεγάλη ομπρέλα του κήπου για να μη σπάσει. Οταν φεύγουν τα μικρά μου ανιψάκια, η μητέρα μου πηγαίνει να ξαπλώσει, να ξεκουραστεί. Το ραντεβού μας στην Αθήνα ακυρώθηκε, οπότε, ξαπλώνουμε η καθεμιά σε ένα καναπέ, έχοντας συγχρόνως την τηλεόραση ανοιχτή στην ανταπόκριση από τη φωτιά της Κινέτας. Τον μονότονο ήχο των τζιτζικιών διακόπτει ο ήχος της σειρήνας ενός πυροσβεστικού που περνάει από τη Λεωφόρο Μαραθώνος. Παραξενεύομαι, είναι δυνατόν να πηγαίνει από εδώ στην Κινέτα; Ζητάω από την Εμμανουέλα να κοιτάξει στο Internet να δει αν αναφέρεται κάποια πυρκαγιά στην περιοχή μας. Λέει για μία στο Νταού Πεντέλης που πηγαίνει προς Διόνυσο, μου απαντάει. Δεν δίνω σημασία. Αφενός η Πεντέλη συχνά έχει φωτιές, αφετέρου είναι αρκετά μακριά από εμάς και δεν ακούστηκε άλλη σειρήνα πυροσβεστικού, ούτε πετάνε ελικόπτερα.

«Νίκο, φεύγουμε»

Στις 16:50, η σύζυγος του Νίκου Γιαννόπουλου του τηλεφωνεί πανικόβλητη. «Ελα σπίτι γρήγορα, νομίζω θα έχουμε πρόβλημα με τη φωτιά.» Ο Νίκος, φτάνοντας στις 17:20 στα φανάρια της Αττικής Οδού, ακούει στο ραδιόφωνο τον κ. Μπουρνού (Δήμαρχο Ραφήνας) να λέει ότι υπάρχει φωτιά στο Νταού Πεντέλης, εκκενώνεται το Λύρειο Ιδρυμα και ότι αν ξεφύγει, θα πάει βόρεια προς Διόνυσο. Παίρνει τη γυναίκα του και της το λέει για να ηρεμήσει. Υστερα, τηλεφωνεί στη μητέρα του να δει τι κάνει. Η κίνηση στη Λεωφόρο Μαραθώνος είναι ήρεμη. Φτάνει στο σπίτι του και βλέπει τη σύζυγό του να ουρλιάζει. «Νίκο, φεύγουμε!» Της απαντά να ηρεμήσει, η φωτιά έχει άλλη κατεύθυνση.

Τεράστιο σύννεφο καπνού

Οι γονείς του Ανδρέα Τριανταφυλλίδη βρίσκονται στο σπίτι τους στο Μάτι. Ο Ανδρέας βρίσκεται στην εργασία του στην Αθήνα, όταν δέχεται τηλεφώνημα από τον 80χρονο πατέρα του πως υπάρχει έντονος καπνός στον Νέο Βουτζά. Ο Ανδρέας ξεκινάει να πάει κοντά στους γονείς του μήπως τον χρειαστούν. Βγαίνοντας από την Αττική Οδό στο Πικέρμι, ο Ανδρέας πέφτει σε μποτιλιάρισμα και αποφασίζει να πάει προς τη Λούτσα για να προσεγγίσει την περιοχή παραλιακά. Φτάνοντας στη Ραφήνα, βλέπει το τεράστιο σύννεφο καπνού που έχει τυλίξει το Μάτι και καταλαβαίνει πως οι γονείς του κινδυνεύουν. Αφήνει το αυτοκίνητό του στη Ραφήνα, παίρνει μαζί του ένα μπουκαλάκι νερό και τον πυροσβεστήρα του αυτοκινήτου και ξεκινάει να πάει στο Μάτι με τα πόδια. Στη διαδρομή, συναντά αλαφιασμένους ανθρώπους οι οποίοι έχουν μόλις φύγει από το Μάτι και επιβεβαιώνει πως όντως οι γονείς του κινδυνεύουν, κάτι το οποίο τον οπλίζει με δύναμη για να συνεχίσει.

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ

«Ασπίδα» για να σώσουν τα εγγόνια

Οταν, γύρω στις 18:00, καταλαβαίνουν πως η φωτιά βρίσκεται στο Μάτι, παππούς (Σπύρος Σπυρίδης), γιαγιά (Ελισάβετ) και εγγόνια μπαίνουν στο αυτοκίνητο να φύγουν. Αποκλείονται στην παραλιακή, αφού όλος ο κόσμος κατευθύνεται εκεί. Βγαίνουν απ’ το αυτοκίνητο και τρέχουν προς τη θάλασσα. Στη διαδρομή, όμως, τους πιάνει το θερμικό κύμα και νιώθουν να καίγονται. Ο παππούς και η γιαγιά γίνονται «ασπίδα» για να σώσουν τα εγγόνια τους. Ο παππούς Σπύρος σκεπάζει με το σώμα του τον εγγονό του και η σύζυγός του κάνει το ίδιο με την εγγονή της. Ο Κώστας Σπυρίδης βλέπει μια ανάρτηση στο Facebook ότι η φωτιά πλησιάζει τη Νέα Μάκρη. Τηλεφωνεί σε μια φίλη τους, γειτόνισσα, η οποία του επιβεβαιώνει πως καίγονται. Ο Κώστας και η σύζυγός του πανικοβάλλονται και ο Κώστας αποφασίζει να πάει στο Μάτι, ενώ η σύζυγός του μένει στο σπίτι, με τη σκέψη μήπως τηλεφωνήσει η πεθερά της.

Αγκαλιάζονται για τελευταία φορά

Ο Αγγελος και η Αγγελική Μάσχα έφυγαν από το Φανάρι όπου ήταν το σπίτι τους, κοντά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το 1965, προκειμένου να έρθουν στην αγαπημένη τους πατρίδα. Ζουν μόνιμα στην Καλλιθέα και τα καλοκαίρια παραθερίζουν στο Μάτι, σε ένα σπιτάκι στην κατασκήνωση του ΕΟΦ (Ενωση Ορειβατών Φυσιολατρών). Στις 18:30, αντιλαμβάνονται τη φωτιά και βγαίνουν από το σπίτι τους με μεγάλη δυσκολία γιατί η Αγγελική, έχοντας κινητικά προβλήματα, δεν μπορεί να κινηθεί γρήγορα. Διανύουν μόνο 15-20 μέτρα από το σπίτι τους, όταν οι φλόγες τους περικυκλώνουν. Αγκαλιάζονται για τελευταία φορά.

ΕΠΙΓΕΙΑ ΚΟΛΑΣΗ

«Το πρόσωπό της αρχίζει να λιώνει»

Μόλις καταφέρνουν να βγουν στον δρόμο, η Ζόι και ο Μπράιαν αρχίζουν να τρέχουν. Παντού υπάρχει καπνός και έχει σκοτεινιάσει ο τόπος. Με δυσκολία αναπνέουν. Τα μάτια τους καίνε. Το φόρεμα και τα πόδια της Ζόι αρπάζουν φωτιά, την οποία σβήνει ο Μπράιαν με τα χέρια. Συνεχίζουν να τρέχουν και αισθάνονται πως τρέχουν μέσα σ’ έναν τυφώνα φωτιάς. Της Ζόι καίγονται τα ρούχα και τα μαλλιά της. Ενώ τρέχουν, βλέπουν μπροστά τους τέσσερα-πέντε μικρά παιδάκια, μόνα τους, χωρίς να συνοδεύονται από ενήλικο. Τα παίρνουν αγκαλιά και συνεχίζουν. Στις 18:45 περίπου, μέσα απ’ τους καπνούς ξεπροβάλλει ένα αυτοκίνητο. Το σταματάνε και βάζουν μέσα τα παιδιά, αλλά δεν υπάρχει χώρος για εκείνους. Ζητάνε από τον οδηγό να τους βάλει στο πορτμπαγκάζ. Το αυτοκίνητο επιταχύνει και καταλαβαίνουν ότι ανεβαίνει ανηφόρα. Νιώθουν τις φλόγες να τους αγγίζουν. Το χέρι της Ζόι κολλάει στο καπό. Ολο το σώμα της και τα ρούχα του Μπράιαν έχουν πιάσει φωτιά. Ξαφνικά, ένα καιόμενο δέντρο πέφτει πάνω στο αυτοκίνητο και, με το τράνταγμα, ο Μπράιαν πετάγεται έξω από το πορτμπαγκάζ, προτού προλάβει να τον συγκρατήσει η Ζόι. Η τελευταία του λέξη, καθώς πέφτει μες στη φωτιά, είναι «Γιατί». H Ζόι τού φωνάζει πόσο τον αγαπάει, ότι είναι ο καλύτερος σύζυγος. Ο πόνος της είναι απερίγραπτος, αισθάνεται πως το πορτμπαγκάζ είναι το φέρετρό της. Το πρόσωπό της αρχίζει να λιώνει και εκείνη περιμένει να πεθάνει.

Μαρία Διονυσιώτη

(έχασε την κόρη της και τον εγγονό της)

«Ολοι μείναμε πίσω με ένα κάρβουνο»

Δεν με άφηναν να τη δω στην Εντατική. Μου λέγανε ότι έχουν καεί λίγο τα ματάκια της, θα τη δεις αύριο. Την άλλη μέρα, «έχουν καεί λίγο τα χεράκια της», θα τη δεις αύριο. Πέρασαν 11 μέρες και τη Μαργαρίτα δεν την είδα ποτέ. Πέθανε στις 3 Αυγούστου. Αυτοί που έφυγαν βασανίστηκαν πολύ, πόνεσαν. Μαρτύρησαν και, μαζί τους, μαρτυρήσαμε και εμείς. Η Μαργαριτούλα μας έκανε ασπίδα το κορμί της για να σώσει τον μπέμπη της. Τα παιδιά μας τα χάσαμε, μαζί με άλλους 103 ανθρώπους. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι μαρτύρησαν, πόνεσαν, υπέφεραν, άφησαν τις σάρκες τους και συνεχίζουμε να πονάμε κι εμείς μαζί τους. Ολοι μείναμε πίσω με ένα κάρβουνο. Εγώ δεν κάηκα, αλλά έχει καεί η ψυχή μου. Δεν ζω, απλά υπάρχω, μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Ετσι νιώθουμε όλοι όσοι χάσαμε τους δικούς μας ανθρώπους. Δεν τους βοήθησε κανείς. Η Μαργαρίτα μας ήταν η ζωή μας όλη. Μετά τον θάνατο του γιου μας, ήταν η μαμά μας, η γιατρός μας, η ψυχολόγος μας, ήταν τα πάντα για εμάς, ζούσαμε για να τη δούμε ευτυχισμένη. Εκανε έναν καλό γάμο, ένα πανέμορφο μωράκι που έζησε πολύ λίγο. Με πλησίασε ο γαμπρός μου, και έκανε την ίδια κίνηση, όπως όταν μου είπε ότι χάσαμε το μπέμπη μας. Τότε νερούλιασε το αίμα μου, μούδιασα ολόκληρη. Μου είπε ο Ανδρέας: «Η Μαργαριτούλα μας έφυγε, δεν άντεξε μακριά από τον μπέμπη μας. Πήγε μαζί του.»

Ελισάβετ Σπυρίδη

(εγκαυματίας η ίδια, έχασε τον σύζυγό της)

«Μέχρι πάνω κάηκαν τα πόδια μου»

Η φωτιά μας αιφνιδίασε στο σπίτι. Ηταν φρίκη, ήταν κόλαση. Ο άντρας μου είχε τον εγγονό και εγώ την Ελισάβετ – από ένα παιδί, αγκαλιασμένα, για να τα προφυλάξουμε… Καήκαμε μέχρι να φτάσουμε στη θάλασσα. Μας πρόλαβε το θερμικό κύμα. Κανείς δεν μας ειδοποίησε. Κατεβήκαμε σκαλιά –ο Θεός να τα κάνει– προς τη θάλασσα. Εκεί ήταν πολλοί. Δεν είχαμε τηλέφωνο, εγώ το έχασα, ο σύζυγος το άφησε στο αμάξι, το οποίο κάηκε. Μπήκαμε στη θάλασσα μαζί με τα παιδιά. Δεν υπήρχε κανείς πουθενά! Μείναμε τραυματισμένοι στα βράχια μέχρι τα μεσάνυχτα. Ενώ είχαμε φρικτούς πόνους, καταφέραμε, με μεγάλη δυσκολία, να φτάσουμε από τα βράχια σε ένα ξενοδοχείο. Δόξα τω Θεώ, σώσαμε τα παιδιά… Από τη φτέρνα μέχρι πάνω κάηκαν τα πόδια μου, έλαβα ψυχιατρική βοήθεια ενώ εξακολουθώ, ακόμη και σήμερα, να έχω σοβαρά προβλήματα υγείας.

Δέσποινα Ζαφειρίου

(εγκαυματίας η ίδια, έχασε τον σύζυγό της)

«Φύγε να σε βρουν, εγώ θα πεθάνω»

Ακινητοποιηθήκαμε. Ανοίγω την πόρτα, όπως είμαστε σταματημένοι, και βγαίνω. Ο άνδρας μου κολλάει πάνω στο τιμόνι. Τον έβγαλα στα χέρια, τον έπιασα από τη ζώνη. Γονάτισα και τον τράβηξα. Δεν μπορούσε να πατήσει, ούτε να στρίψει, ήταν καμένος… Λίγο πιο κάτω, μπήκαμε στην πιλοτή μιας πολυκατοικίας και του έριξα νερό με το λάστιχο. Δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε τα χέρια ούτε τα πόδια του. Ούτε ασθενοφόρο ήρθε, ούτε πέρασε αεροπλάνο, ούτε μας ειδοποίησαν ότι έπιασε φωτιά. Μετά, κατά τις 11 παρά, ένας άνθρωπος άκουσε τη φωνή μου και μου φωνάζει: «Μην κουνηθείς, έρχομαι.» Πού να κουνηθώ εγώ. Εκαιγε η φωτιά. Μας αφήσαν να καούμε. Δεν υπήρχε τίποτα. Τα κλαδιά δεν τα είχαν καθαρίσει, επανειλημμένως φωνάζαμε στον Δήμο. Οταν εγκλωβιστήκαμε, κατά διαστήματα δεν είχε τις αισθήσεις του. Οταν τις ανακτούσε φώναζε: «Φύγε να σε βρουν, εγώ θα πεθάνω.» «Δεν φεύγω», του έλεγα.