Η ζωή τρέχει με άλλες ταχύτητες στην πολύβουη και ενίοτε χαώδη Αθήνα, έτσι που κάποιος είναι αδύνατο να επεξεργαστεί όσα συμβαίνουν γύρω του, να ηρεμήσει ουσιαστικά και να δει την αληθινή ομορφιά των πραγμάτων. Κι όμως, σε κάποιες γωνιές του κέντρου, χωμένα ανάμεσα σε πολυώροφες πανομοιότυπες πολυκατοικίες στέκουν αθόρυβα χώροι κατάνυξης. Χώροι που έχουν κυρίως συνδεθεί με απόμερα και δυσπρόσιτα και ειδυλλιακά σημεία της χώρας. «ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» περιηγήθηκαν στα πολύβουα στενά της πρωτεύουσας και «ανακάλυψαν» μοναστήρια που αναδεικνύουν τη συνύπαρξη ορθόδοξου και καθολικού δόγματος εκεί που δεν το περιμένει κανείς. Μάλιστα, ορισμένα από αυτά τα ησυχαστήρια προβάλλουν τη μοναδική αρχιτεκτονική κληρονομιά της πόλης και συμβάλλουν ώστε να παραμείνει – κατά το δυνατόν – αναλλοίωτη.
Πρώτη στάση η Ακαδημία Πλάτωνος στον Κολωνό όπου βρίσκεται η Ιερά Μονή Αδελφών Ιεραποστόλων της Αγάπης (Μητέρας Τερέζας της Καλκούτας). Στρυμωγμένη πίσω από μεταφορικές εταιρείες, μάντρες και παλιά κτίρια εγκαταλελειμμένα και μη, το μόνο που θυμίζει ότι εκεί βρίσκεται Οίκος του Θεού είναι η αυλόπορτα με τον μεγάλο σταυρό και στη σκιά μιας αναγεννημένης και θαλερής λεμονιάς το άγαλμα της Παναγίας. Η ηγουμένη, αδελφή Marta Krhanaj, με το χαρακτηριστικό λευκό μοναχικό ένδυμα με τις μπλε γραμμές, δεν επέτρεψε την είσοδο στα ενδότερα, καθώς, όπως ευγενικά εξήγησε, οι μοναχές προσέφεραν τρόφιμα και ρούχα σε αδύναμους συμπολίτες μας, ανεξαρτήτως καταγωγής και θρησκευτικών καταβολών.
Από το 1986. Σύμφωνα με την καθολική Αρχιεπισκοπή Αθηνών, οι μοναχές του συγκεκριμένου Τάγματος έχουν παρουσία στη χώρα από το 1986, όταν επισκέφτηκε την Αθήνα η Μητέρα Τερέζα (μετέπειτα αγία της Καθολικής Εκκλησίας). Εχοντας συμπληρώσει 38 χρόνια δράσης στην πρωτεύουσα, οι μοναχές που υπηρετούν εκεί διαβιούν χωρίς καμία πολυτέλεια, χωρίς δημόσιες σχέσεις, χωρίς επαφή με τα εγκόσμια μέσω Διαδικτύου, ενώ παραμένουν πάντα ενεργές δίπλα σε φτωχούς, αρρώστους, μονογονεϊκές οικογένειες, κακοποιημένες γυναίκες, πρόσφυγες.
Με μια ειλικρινή συγγνώμη, που δεν επέτρεψαν περισσότερες φωτογραφίες, οι αδελφές μάς αποχαιρέτησαν και συνέχισαν το έργο τους, όπως κι εμείς συνεχίσαμε τη διαδρομή μας λίγα χιλιόμετρα ανατολικότερα, στην καρδιά της πόλης. Προορισμός η Μονή Πετράκη, εκεί όπου βρίσκονται οι Αγιοι Ασώματοι Ταξιάρχες, η παλαιότερη σωζόμενη σε λειτουργία βυζαντινή εκκλησία της Αθήνας με σημαντικές μεταβυζαντινές τοιχογραφίες. Ανηφορίζοντας τον δρόμο που οδηγεί στο μοναστήρι, αφήνουμε πίσω το χάος της Βασιλίσσης Σοφίας και περνάμε δίπλα από το νοσοκομείο ΝΙΜΤΣ. Από εκεί και πέρα, η ατμόσφαιρα ηρεμεί και τον τόνο δίνουν οι ανθισμένες νεραντζιές που σμίγουν το άρωμά τους με τα κάθε λογής λουλούδια στον αυλόγυρο του μοναστηριού. Η πόρτα ορθάνοιχτη, αλλά το μόνο που ακούει κανείς είναι το κελάηδισμα των πουλιών και οι ψίθυροι των λιγοστών προσκυνητών.
Οι περίπου 16 μοναχοί είναι κλεισμένοι στα κελιά τους και προσεύχονται. «Είναι η ώρα που οι αδελφοί επιδιώκουν την υπόσταση σε αυτά που ζητάει η καρδιά τους, τον Θεό δηλαδή μέσα στις ψυχές τους» λέει με γλαφυρό τρόπο ο μοναχός Δαμασκηνός που έχει βρει την απόλυτη γαλήνη όχι στο Αγιον Ορος ή τα Μετέωρα, αλλά στο Κολωνάκι. Κατευθυνόμενος κι αυτός στο κελί του προσθέτει: «Πρέπει να σταματήσεις να σκέφτεσαι “εγώ, εγώ, εγώ”. Εδώ ανοίγει για εμάς ένα παράθυρο στον ουρανό, να πούμε μια καλημέρα σε όλα τα δημιουργήματα του Πανάγαθου. Στα σύννεφα, στους περαστικούς, στους διαβάτες, σε εκείνους που με τα χέρια στις τσέπες και τα μάτια κλειστά υψώνουν το πρόσωπο να μυρίσουν τη βροχή, αλλά και σε εκείνους που περιφέρονται με το κεφάλι σκυφτό γεμάτο λέξεις και νούμερα χωρίς σημασία».
Με μία βαθιά ανάσα, συνεχίζουμε το οδοιπορικό. Εχει πια μεσημεριάσει και το σύνηθες μποτιλιάρισμα του κέντρου έρχεται σαν σφαλιάρα να υπενθυμίσει πού βρισκόμαστε. Ανατολικά της Πατησίων και βόρεια του Πεδίου του Αρεως απλώνεται μια συνοικία αντιθέσεων που έχει καταφέρει να χωρέσει την ιστορία της πόλης. Δίπλα σε γκρίζες πολυκατοικίες, μπαρ, καφέ, εστιατόρια και καταστήματα, μπορεί κανείς να ιχνηλατήσει την πορεία της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής από τον 19ο αιώνα ως σήμερα. Σταματούμε μπροστά σε μία νεοκλασική μονοκατοικία του 1900, στην οδό Επτανήσου 32. Εκεί, στεγάστηκε το 1934 η καθολική Ιερά Μονή της Θεοτόκου και από το 1975 βρίσκεται ακριβώς δίπλα η εκκλησία της Αγίας Θηρεσίας, την οποία κατακλύζουν κάθε Κυριακή εκατοντάδες μετανάστες, αλλά και λιγοστοί Ελληνες.
Αν και είχε αμελήσει το ραντεβού μας, τρέχοντας – κυριολεκτικά – για τις ανάγκες άλλων συνανθρώπων μας, ο πατέρας Αλέξανδρος Ψάλτης, ή παπα-Αλέκος όπως είναι γνωστός στους πιστούς, ήρθε λίγο αργότερα με ένα τεράστιο χαμόγελο, από αυτά σε κάνουν να ξεχνάς τις δυσκολίες της καθημερινότητας. Δίπλα οικογένειες μεταναστών από την Αφρική, καθάριζαν τον χώρο και άλλοι παρακολουθούσαν κατηχητικό.
έλληνες μοναχοί. «Είμαι η μασκότ της γειτονιάς» λέει αστειευόμενος. Στα 83 του μοιάζει να έχει την ενέργεια εφήβου. Στο μοναστήρι βρίσκεται από το 1953 και πλέον χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως «τελευταίο των Μοϊκανών», καθώς στη Θεοτόκο δεν υπάρχουν πιά άλλοι έλληνες μοναχοί ή ιερείς. «Παλιά είχαμε πάνω από 400 οικογένειες ελλήνων πιστών, τώρα είναι περίπου 60 που έρχονται κάθε Κυριακή στη λειτουργία. Κάνουμε λειτουργίες στα τάγκαλογκ για τους Φιλιππινέζους, στα γαλλικά και στα αγγλικά, ενώ οι Αφρικανοί έχουν και ταμ-ταμ και ταμπούρλα – που τα βρίσκω λίγο υπερβολικά – αλλά έτσι έχουν μάθει» διηγείται.
Ο 83χρονος μοναχός με την πολιτική περιβολή είναι αεικίνητος. Οπως λέει, πάντα με χαμόγελο, κάνει 50 επαγγέλματα και λίγο τον παπά, ενώ με ίδια έμφαση παραδέχεται πως παρότι το επώνυμό του είναι Ψάλτης, δεν ψέλνει και τόσο καλά. «Μόνο αν μου πατήσουν τον κάλο. Τότε, ναι, μπορεί να ψάλλω και εγώ. Ολοι μου ζητούν να τους κάνω κάτι, να μεταφέρω κρεβάτια, να αδειάσω σπίτια, να καθαρίσω, να μαστορέψω, αλλά αυτή είναι ζωή μου, η Εκκλησία και η βοήθεια». Τέλος, μέσα σ’ όλες τις δραστηριότητες που καταπιάνεται, μας αποκαλύπτει με ιδιαίτερο καμάρι τις μεταφράσεις του από έργα ξένων διακεκριμένων θεολόγων για την αγία Θηρεσία. «Τώρα κάνω άλλο ένα βιβλίο, έχω φτάσει στις 100 σελίδες, αλλά δεν ξέρω αν θα προλάβω πριν πάω στον… άγιο Πέτρο. Πήγα ήδη μια φορά, όταν έπαθα σοβαρό έμφραγμα. Δεν με ήθελε και με έδιωξε, μου έκανε και παρατήρηση να προσέχω» καταλήγει πάντα ευδιάθετος και θετικός. Ενας πραγματικός άνθρωπος του Θεού, που με τη στάση του αποδεικνύει πως η Εκκλησία μπορεί να βρίσκεται μέσα στη σύγχρονη ζωή και όχι να είναι αποξενωμένη.