Η απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το διαβόητο καθεστώς παρακολουθήσεων που έκανε την Ελλάδα να θυμίζει πολύ λιγότερο χώρες της Δυτικής Ευρώπης απ’ ό,τι άλλες που βγήκαν από τα παλιά κομμουνιστικά καθεστώτα αλλά δεν ξέχασαν τα παλιά χούγια τους, είναι ένα χτύπημα για την κυβέρνηση. Η απόφαση επέβαλε στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών να ενημερώσει τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ / ΚΙΝΑΛ Νίκο Ανδρουλάκη γιατί και πώς ως ευρωβουλευτής είχε γίνει στόχος παρακολούθησης από την ΕΥΠ, ζήτημα που υπήρξε κεντρικό στο γνωστό μέγα «τριπλό» σκάνδαλο. Τριπλό, επειδή πρώτον νομοθετήθηκε το απαράδεκτο καθεστώς, δεύτερον επειδή… «αξιοποιήθηκε» με τον πασίγνωστο τρόπο και, τρίτον, επειδή στο τέλος συνέπραξε και η Βουλή σε μία διαδικασία που την αμαύρωσε όσο λίγες στην ιστορία της, καθώς αντί να ελέγξει, προτίμησε να θωρακίσει και να προστατεύσει την κυβέρνηση από τον έλεγχο που όφειλε να κάνει.
Η σημασία της απόφασης έχει μεν περιορισμένο εύρος, προδίδει όμως τη βαθιά ηθική απαξία του θέματος. Βεβαίως, ουδείς με σώας τας φρένας μπορεί να υποστηρίξει ότι στον σημερινό κόσμο είναι δυνατόν τα κράτη να λειτουργήσουν, σε επίπεδο ασφαλείας των πολιτών τους αλλά και των συνόρων τους ακόμα, όπως και των υποδομών τους, χωρίς να διενεργούν παρακολουθήσεις. Είναι απλώς αδύνατον. Ομως, από εκεί, μέχρι το να παρακολουθείς βουλευτές (οι ευρωβουλευτές έχουν καθεστώς βουλευτή), ανώτατους επιτελικούς αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων, υπουργούς της ίδιας σου της κυβέρνησης και ποιος ξέρει ποιους άλλους, μεσολαβεί το χάος. Οπως μεσολαβεί και ποσοτικά: οι παρακολουθούμενοι της κυβέρνησης Μητσοτάκη φαίνεται να ήταν (είναι άραγε ακόμα;) πολλές χιλιάδες. Και σχεδόν άπαντες όπως μάλλον κατοικοεδρεύουν πέριξ του τριγώνου της εξουσίας στην Αθήνα – ουδεμία δηλαδή σχέση έχοντες με κινδύνους ασφαλείας της χώρας που θα δικαιολογούσαν παρακολουθήσεις της ΕΥΠ…
Το γεγονός ότι ήταν ένα τεράστιο σκάνδαλο το παραδέχθηκε άλλωστε εμμέσως θέλοντας και μη και ο Μητσοτάκης αποπέμποντας τον ανιψιό και τότε διευθυντή του γραφείου του, ο οποίος είχε το γενικό πρόσταγμα της υπόθεσης με εκτελεστικό βραχίονα τον τότε διοικητή της ΕΥΠ. Παράλληλα, προσπάθησε να πείσει την κοινή γνώμη ότι για κάτι τόσο σοβαρό ο ίδιος δεν είχε ιδέα, παρά το γεγονός ότι το κέντρο ελέγχου βρισκόταν μέσα στο ίδιο του το γραφείο! Εκανε δηλαδή την επιλογή να δηλώσει εντελώς ανίκανος να ελέγξει τους ίδιους τους ανθρώπους του που οργάνωσαν ένα είδος παρακρατικού μηχανισμού μέσα στο γραφείο του, από το να παραδεχθεί ότι είχε γνώση και συμμετοχή σε αυτόν.
Ολα αυτά είναι πρωτοφανή και σκοτεινά σε βαθμό άγνωστο στη μεταπολιτευτική πολιτική ζωή της χώρας. Αλλά και συνιστούν τέτοιας κλίμακας γεγονότα που θα συντάρασσαν συθέμελα ακόμα και τη μακράν πιο ταραγμένη τελευταία προχουντική περίοδο, τα μεγάλα πολιτικά σκάνδαλα της οποίας, εξαιρουμένων μόνον των Ιουλιανών του ’65, υπήρξαν αντίστοιχης τάξεως, αν όχι και λιγότερο σημαντικά.
Ο Πρωθυπουργός αγαπά να επαναλαμβάνει όπου σταθεί κι όπου βρεθεί ότι το «όνειρό του είναι να κάνει την Ελλάδα πραγματικά ευρωπαϊκή χώρα». Αυτό το διαρκώς επανερχόμενο μοτίβο, εκτός του ότι είναι λίαν υπερφίαλο, αλλά, μέσα στην αντίφασή του ταυτόχρονα και εξίσου προσβλητικό για την Ελλάδα, βρίσκεται και σε μετωπική σύγκρουση με σειρά από πρακτικές που εφαρμόζει στα χρόνια της εξουσίας του. Και η υπόθεση των παρακολουθήσεων είναι από τις πιο βαριές. Αφού όμως το λέει και το ξαναλέει, ας έχει στο μυαλό του κάτι που εδώ επαναλαμβάνεται έκτοτε επίσης σταθερά: ότι σε καμία χώρα δυτικά της Ελλάδας δεν θα είχε σταθεί για πάνω από μία εβδομάδα πρωθυπουργός αν είχε πράξει όπως ο ίδιος στο ζήτημα αυτό. Κάτι που ασφαλώς γνωρίζει. Ας χαμηλώσει λοιπόν λίγο τον πήχη των… «φιλοδοξιών» του. Και ας ανεβάσει (πολύ όμως) εκείνον του σεβασμού του στη δημοκρατία. Γιατί από τότε φάνηκε καθαρά ότι βρίσκεται στα τάρταρα.