Το πολιτικό πεδίο που ανοίχτηκε μετά τη συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας είναι καινούργιο – για πρώτη φορά από τη μέρα που η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη βρέθηκε στην εξουσία, οι δημοσκοπήσεις έχουν αρχίσει να καταγράφουν αρνητικές απαντήσεις για τους χειρισμούς της σε μια σειρά κρίσιμων θεμάτων που αφορούν την κοινωνία, με αποκορύφωμα την τραγωδία των Τεμπών, όπου η πλειονότητα μιλάει για απόπειρα συγκάλυψης.
Αυτοί οι αρνητικοί δείκτες «κατεβάζουν» μεν τα ποσοστά της ΝΔ στην πρόθεση ψήφου στις ερχόμενες ευρωεκλογές του Ιουνίου, της επιτρέπουν όμως να παραμένει, τουλάχιστον στις εκτιμήσεις των δημοσκοπήσεων που ήδη έχουν δει το φως της δημοσιότητας, σε μια ασφαλή ζώνη.
Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει πως τα ευρήματα δεν προβληματίζουν τόσο τους επιτελείς στο Μέγαρο Μαξίμου όσο και τους δημοσκόπους: οι πρώτοι παρατηρούν για πρώτη φορά αυτού του είδους τη διάρρηξη εμπιστοσύνης μεταξύ κοινωνίας και κυβέρνησης, ενώ οι δεύτεροι, παρότι έχουν «καθαρό» δείγμα των κοινοβουλευτικών κομμάτων και των μετακινήσεων με βάση τα ποσοστά των τελευταίων εθνικών εκλογών, ανησυχούν τόσο για τις εκπλήξεις που μπορεί να φέρει ο «καναπές» όσο και για τους μετακινούμενους εντός της γκρίζας ζώνης – καθώς υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που από το καλοκαίρι έως σήμερα ενδέχεται να έχουν διεισδύσει σε νέο ακροατήριο, αυτό που οριζόντια σχηματίζεται ως αντισυστημικό τόξο, με πιθανή απρόβλεπτη ή ανορθόδοξη εκλογική συμπεριφορά.
Το «νέο ακροατήριο»
Στις δημοσκοπήσεις απαντούν, ως επί το πλείστον, οι ψηφοφόροι που θέλουν να φτάσουν μέχρι την κάλπη – κάνοντας το ποσοστό της αποχής να κυμαίνεται χαμηλά, από 2,5% έως 5%. Το ποσοστό των αναποφάσιστων, από την άλλη, παραμένει υψηλό: στην τελευταία δημοσκόπηση της Pulse φτάνει το 11,5%, που μαζί με την αποχή φτάνουν το ποσοστό στο 14%, ενώ σ’ αυτήν της MRB εκείνοι που δεν έχουν πάρει ακόμα την απόφασή τους φτάνουν το 14,6%, ενώ μαζί με το ποσοστό του λευκού και της αποχής αγγίζει το 20%. Οι ποιοτικές πληροφορίες μιλούν για μια δεξαμενή αναποφάσιστων που προέρχεται σε μεγαλύτερο βαθμό από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που εξηγείται τόσο από την επικαιρότητα των τελευταίων μηνών (και ειδικά της τελευταίας εβδομάδας) όσο και από τις δομικές αλλαγές που έχει υποστεί ο ΣΥΡΙΖΑ από τη διπλή του ήττα το περασμένο καλοκαίρι και μετά. Στα ποσοστά της αποχής που μπορεί να μετρηθεί (και είναι σαφώς μικρότερα από τα πραγματικά), οι περισσότεροι ψηφοφόροι φέρεται να προέρχονται επίσης από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από μικρότερους σχηματισμούς που βρίσκονται είτε σε οριακό ποσοστό είτε δυσκολεύονται με κάποιον τρόπο το τελευταίο διάστημα.
Το βασικό τυφλό σημείο είναι το εύρος που η αντισυστημική διάθεση έχει διεισδύσει στους αναποφάσιστους – και το προς τα πού αυτή η διάθεση θα στρέψει το μεγαλύτερο ποσοστό εξ αυτών. Χαρακτηριστικό αυτής της νέας τάσης που έχει αρχίσει να σχηματίζεται είναι πως στον δείκτη καταλληλότητας, σε μια έρευνα, ο «Κανένας» ξεπερνάει ακόμα και τον Κυριάκο Μητσοτάκη (29,9% στην MRB), ενώ σε άλλη (Pulse) το ίδιο συμβαίνει στο υπόλοιπο εκλογικό σώμα πέραν του ευρύτερου κεντρώου χώρου (31% έναντι 22% του Μητσοτάκη). Παράλληλα, η δημοσκόπηση της Public Issue κάνει λόγο για κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στους θεσμούς, δεδομένο που ευνοεί την αντισυστημικότητα, την ψήφο διαμαρτυρίας και την ακραία ρητορική: το 70% των ερωτηθέντων δεν εμπιστεύεται τη Δικαιοσύνη (ο αντίστοιχος αριθμός το 2018 ήταν 33%), ενώ το 78% δεν εμπιστεύεται τη Βουλή (το 2018 το ποσοστό είχε πέσει στο χαμηλότερο της δεκαετίας, στο 63%, ενώ έχει ανέβει 4 μονάδες από την τελευταία μέτρηση του 2021). Αυτό το κλίμα ευνοεί σταθερά μικρότερα κόμματα που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, έχουν επενδύσει στην αντισυστημικότητα, όπως η Ελληνική Λύση και η Πλεύση Ελευθερίας – το βασικό ερώτημα είναι αν αυτή η πλευρά του εκλογικού σώματος βρίσκει ευήκοα αφτιά και στον ΣΥΡΙΖΑ σε βαθμό που θα μπορούσε να αυξήσει το ποσοστό του περισσότερο από αυτό που καταγράφεται σήμερα.
Τα τρία μέτωπα
Στην πραγματικότητα, η προσοχή των δημοσκόπων έχει πέσει σε τρία μέτωπα, τρεις ταλαντεύσεις που στο τέλος θα καθορίσουν το αποτέλεσμα: στις μετακινήσεις ανάμεσα στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και τα μικρότερα κόμματα της Αριστεράς, και ανάμεσα στη ΝΔ και την υπόλοιπη γαλάζια πολυκατοικία. Από αυτά θα προκύψουν οι απαντήσεις που θα κρίνουν τη διαφορά του πρώτου από τον δεύτερο, καθώς και την ταυτότητα του δεύτερου και τη διαφορά του από τον τρίτο.
Ο ενδιάμεσος χώρος του Κέντρου μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ θα αποδείξει κατά πόσο η κυβέρνηση μπορεί να στεγανοποιήσει την κυριαρχία της στο πολιτικό κέντρο, την ώρα που το ΠΑΣΟΚ επιδιώκει να εκπροσωπήσει μια πιο «θεσμικού τύπου» αντιπολίτευση. Τουλάχιστον σ’ αυτήν τη φάση, οι εκροές και οι εισροές ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ φέρεται πως είναι σχεδόν ισόποσες, ενώ πληροφορίες λένε πως υπάρχει μια μικρή μετακίνηση ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ προς τη Νέα Αριστερά –, την οποία γνωρίζει και έχει αρχίσει να κοιτά με ενδιαφέρον και το νεότευκτο σχήμα. Μια εκτίμηση λέει πως η αύξηση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ βασίζεται στην αύξηση της συσπείρωσής του. «Επιβεβαιώνεται η αυξητική τάση του ΣΥΡΙΖΑ το τελευταίο δίμηνο», σχολιάζει ο διευθύνων σύμβουλος της GPO Αντώνης Παπαργύρης. «Οι πρόσφατες πρωτοβουλίες του Ανδρουλάκη προκάλεσαν συσπείρωση και στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ, το οποίο όμως δυσκολεύεται να διευρύνει τις δεξαμενές του». Η τρίτη παράμετρος, από την άλλη, αποτελεί κεντρικό ζήτημα για τη ΝΔ, καθώς εκεί θα αποδειχθεί αν παραδοσιακά δεξιοί ψηφοφόροι θα επιχειρήσουν να στείλουν μήνυμα στην κυβέρνηση, χωρίς το άγχος της επιλογής διακυβέρνησης, επιλέγοντας πιο δεξιά σχήματα.