Αφού ξεκίνησε με σπουδές χημείας στο Βερολίνο, ο ελληνικής καταγωγής σχεδιαστής άλλαξε γνώμη και πέρασε στον κόσμο της μόδας αρχίζοντας την καριέρα του ως πρώτος βοηθός του Helmut Lang. Ο Κώστας Μουρκούδης έβαλε τη δική του γνήσια υπογραφή στο μινιμαλιστικό ντιζάιν των 90s ιδρύοντας τη δική του εταιρεία, παρουσιάζοντας ανδρικές και γυναικείες συλλογές στο Παρίσι από το 1996 έως το 2001. Η διαδρομή του στη μόδα είναι αυτόνομη και με ιδιαίτερες συνεργασίες, διατηρώντας τον δικό του ρυθμό στην ερευνητική επεξεργασία της πρώτης ύλης στην κατασκευή των κομματιών που ντύνουν το σώμα. Επειτα από χρόνια ο Μουρκούδης χτίζει σχέση με την ελληνική πλευρά του, κάνοντας ένα πρώτο νεύμα στην Αθήνα με μία περφόρμανς μόδας. Η συνέχειά της είναι μία φωτογραφική τεκμηρίωση στον χώρο Akwa Ibom. Και στη συνάντησή μας εκφράζει την επιθυμία του για πιο μόνιμες ανταλλαγές εμπειριών με την πόλη και τους ανθρώπους της.
Γεννηθήκατε στη Γερμανία;
Οχι μόνο στη Γερμανία. Γεννήθηκα στην Ανατολική Γερμανία. Εζησα πίσω από το σιδερένιο παραπέτασμα, για σχεδόν 14 χρόνια. Γεννήθηκα στη Δρέσδη από έλληνες γονείς που μάθαιναν εμένα και τον αδελφό μου ότι έπρεπε να μιλάμε ελληνικά. Στην ηλικία των 15-16 χρόνων αρχίσαμε να απαντάμε στα γερμανικά, οπότε έγιναν πιο σημαντική γλώσσα για εμάς γιατί ο περίγυρός μας αποτελείτο κυρίως από Γερμανούς. Μέχρι τότε ήμασταν περικυκλωμένοι από Ελληνες. Ζούσαμε στο σπίτι μας με δέκα ελληνικές οικογένειες. Στην τάξη μου στο σχολείο το ένα τρίτο ήταν Ελληνες και οι υπόλοιποι Γερμανοί. Επιπλέον, μετά τα γερμανικά, κάναμε δίωρα μαθήματα νέων ελληνικών με έλληνα δάσκαλο. Εζησα λοιπόν σε μια πολύ περίεργη κατάσταση στην Ανατολική Γερμανία. Οι γονείς μου πάντα ονειρεύονταν να γυρίσουν πίσω στην Ελλάδα για να ζήσουν σε ένα μικρό χωριό με τους γονείς της μητέρας μου. Τα κατάφεραν με αρκετή καθυστέρηση το 1995. Ο αρχικός τους στόχος ήταν να πάνε από τη Δρέσδη κατευθείαν στην Ελλάδα, αλλά δεν μας επετράπη γιατί εκείνη την εποχή ήταν ακόμη δικτατορία στην Ελλάδα και η οικογένειά μου ζούσε στην Ανατολική Γερμανία. Αποτέλεσμα, οι γονείς μου έπρεπε να παντρευτούν ξανά για να μείνουμε στο Δυτικό Βερολίνο, όπου παραμείναμε μέχρι να ολοκληρώσουμε και εμείς τις σπουδές μας. Είμαι χαρούμενος που πήραν αυτή την απόφαση. Αυτή είναι η ιστορία μου.
Επειτα από τόσες ώρες διδασκαλίας κρατήσατε την επαφή σας με την ελληνική γλώσσα;
Καταλαβαίνω ελληνικά και μπορώ ακόμη και να τα διαβάσω. Δεν νιώθω άνετα να μιλήσω, επειδή μου λείπει πολύ λεξιλόγιο. Παρ’ όλο που τα μιλάω γρήγορα όπως μιλάω τα αγγλικά ή τα γερμανικά, το πρώτο πράγμα που με ρωτάνε είναι «είσαι ξένος;» ή «από πού κατάγεσαι;». Και νιώθω αμηχανία.
Αν έρχεστε πιο συχνά στην Ελλάδα θα βρείτε τον ρυθμό σας στη γλώσσα.
Αυτό είναι στην πραγματικότητα το σχέδιό μου.
Πώς αποφασίσατε να κάνετε στην Αθήνα αυτήν την παρουσίαση μόδας σε έναν πεζόδρομο των Εξαρχείων τον περασμένο Νοέμβριο;
Νομίζω ότι πρώτη φορά ήρθα στην Αθήνα πιθανότατα στη δεκαετία του ’80 ή του ’90. Ημουν τόσο μπερδεμένος που δεν μπορούσα να δημιουργήσω μια σχέση με την πόλη. Με τράβηξαν όμως τα νησιά, όπου κάναμε τις διακοπές μας. Ακολούθησαν κάποιες σκόρπιες επισκέψεις, άρχισα να γνωρίζω περιστασιακά ενδιαφέροντες ανθρώπους. Αλλά η αφετηρία της γνωριμίας μου με την πόλη ξεκίνησε όταν γνώρισα τον Ηλία Λέφα. Ενας επιπλοποιός που μένει στο Βερολίνο με καταγωγή από τη Νάξο, πολύ κοινωνικός, μορφωμένος, ευγενικός, γοητευτικός τύπος. Γνωρίζει σχεδόν όλους στη Γαλλία και στην Ιταλία. Και όλοι γνωρίζουν εκείνον. Μέσω του Ηλία περιηγήθηκα στην Αθήνα, γνωρίστηκα με τόσους διαφορετικούς ανθρώπους και ήταν σαν να με σύστησαν στην πόλη τους. Ετσι γνώρισα και τη Μάγια Τούντα που κρατά τον χώρο Akwa Ibom και η οποία επικοινώνησε αργότερα μαζί μου για να μου προτείνει να κάνουμε μία διαφορετικού είδους παρουσίαση της συλλογής ρούχων μου στην Αθήνα. Είπα ναι, γιατί όχι; Ημουν ήδη έτοιμος για κάτι τέτοιο από τότε που άρχισα να αγαπώ πραγματικά τους ανθρώπους στην πόλη και ένιωσα ότι πρέπει να συνδεθώ με την κληρονομιά μου, τις ρίζες μου. Αρχισα να σκέφτομαι πώς θα μπορούσα να το προσεγγίσω αυτό. Είχα έναν λόγο να έρχομαι πιο συχνά, να αποκτώ φίλους και να νιώθω άνετα εδώ. Μετά αρχίσαμε να σχεδιάζουμε την παρουσίαση.
Και ήταν η πρώτη φορά που μια πράξη γύρω από τη μόδα κυριάρχησε στον δρόμο, με αυτή την έννοια. Εχουν βέβαια υπάρξει κάποιου είδους επιδείξεις μόδας σε πιο καθιερωμένους, αναμενόμενους χώρους με πιο glam προσεγγίσεις. Αυτό ήταν μια χειρονομία που ταίριαζε στον χαρακτήρα της σύγχρονης Αθήνας.
Ηταν ο στόχος μου να έρθω σε επαφή με τους νέους δημιουργικούς ανθρώπους της πόλης για να τους συμπεριλάβω και να τους προσκαλέσω, ακόμα και να τους ενθαρρύνω να σκεφτούν πάνω σε αυτήν την ιδέα. Με εξέπληξε η θετική αντίδραση των συμμετεχόντων, είτε ήταν η καλλιτεχνική σκηνή, ή τα μοντέλα. Οι περισσότεροι από αυτούς που εμφανίστηκαν στο σόου ήταν οι ίδιοι καλλιτέχνες. Εκτός από ένα μοντέλο από την Ουκρανία. Ηταν όλοι ντόπιοι μουσικοί, καλλιτέχνες βίντεο αρτ κ.λπ. Είχαμε ένα μεικτό κάστινγκ στο οποίο βοήθησαν φίλοι της Μάγιας Τούντα, η Τζούλια Λάνγκε, η οποία διευθύνει μεγάλο πρακτορείο στη Φρανκφούρτη και στο Λονδίνο, και η στυλίστρια με την οποία συνεργάζομαι, η Τζόντι Μπαρνς. Ετσι προέκυψε μία όμορφη παρέα από ενδιαφέροντες ανθρώπους που ήρθαν από το εξωτερικό και συναντήθηκαν με πρόσωπα της πόλης. Προσπαθήσαμε γι’ αυτό με τη βοήθεια της Μάγιας και της Ελενας (σ.σ. Παπαδοπούλου του χώρου Radio Athenes). Θα έλεγα ότι υπήρξε μεγάλη υποστήριξη από αυτό το υπόγειο τμήμα της πόλης και λιγότερο από τους επίσημους θεσμούς της πόλης. Την παραμονή του σόου ανησυχούσαμε να το κάνουμε ή μήπως όχι; Γιατί ήταν κάτι σαν αντι-γεγονός. Ναι, ήταν λίγο ριψοκίνδυνο… Θυμάμαι ήταν δέκα το βράδυ, κοιτούσαμε έξω από το παράθυρο και είπαμε εντάξει, ας το κάνουμε. Ας το κάνουμε punk.
Λίγες ώρες αργότερα έγινε αντάρτικο στους γύρω δρόμους.
Ημασταν απλά τυχεροί. Και πρέπει να πω, όλοι οι δημιουργοί αυτοί που βρέθηκαν κοντά μας, ήταν τόσο αφοσιωμένοι και τόσο υποστηρικτικοί. Εκανα τόσο πολλά σόου μόδας στη ζωή μου, στο Παρίσι, το Λονδίνο, πολύ συχνά στο Μιλάνο. Σε αυτές τις πόλεις αντιμετωπίζεις διαφορετικές καταστάσεις με τα μοντέλα επειδή είναι εκεί για χρήματα. Τους αρέσει ή δεν τους αρέσει η δουλειά σου, οπότε μπορεί να είναι αρκετά δύσκολο. Αλλά αυτοί οι τύποι εδώ ήταν όλοι τόσο ενθουσιασμένοι.
Ως ανεξάρτητος σχεδιαστής δεν ανήκετε σε όμιλο πολυτελείας;
Οχι. Κάνω αυτό που νιώθω ότι είναι σωστό για μένα. Και εξακολουθώ να πιστεύω στην πνευματική ιδιοκτησία. Κάτι που σπανίζει γιατί αισθάνεσαι ότι το επιζητούν ξανά όλο και περισσότερο στο επιχειρηματικό περιβάλλον της πολυτέλειας. Ακόμη και ο Raf Simons το ανέφερε πρόσφατα στο περιοδικό «System». Αλλά δεν είμαι νοσταλγός και δεν κοιτάζω προς τα πίσω. Ηταν μια διασκεδαστική στιγμή. Ωραία, αλλά τελείωσε. Αντιμετωπίζω λοιπόν νέες πραγματικότητες, ελίσσομαι μέσα από αυτές και προσπαθώ να βρω τον δρόμο μου.
Πότε αποφασίσατε να παραμείνετε ανεξάρτητος;
Ηταν στην πραγματικότητα η διευθύντρια του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Φρανκφούρτης που μου πρότεινε να κάνω έκθεση. Η ίδια αφιέρωσε στη δουλειά μου μία μεγάλη έκθεση λέγοντας ότι από τη στιγμή που για αρκετά χρόνια έκανα ρούχα τα οποία φτιάχνονταν μόνο σε ένα μέγεθος και δεν ήμουν διατεθειμένος να τα πουλήσω, αυτό λειτουργούσε ως ένα είδος «καλλιτεχνικής δήλωσης». Ετσι το 2015-16 μου παραχώρησε το μουσείο για να κάνω τη δική μου έκθεση σε σχέση με την τέχνη. Επισκέφθηκα λοιπόν το αρχείο του μουσείου και έκανα τις επιλογές μου από την εκπληκτική συλλογή τους. Σκέφτηκα ότι ίσως αυτός είναι πράγματι ο τρόπος μου να κάνω ελιγμούς μεταξύ των δύο πεδίων, της μόδας και της τέχνης. Ηξερα ότι δεν θέλω να γίνω καλλιτέχνης, ήξερα επίσης σε τι είμαι καλός: σίγουρα δεν είμαι άνθρωπος που δημιουργεί πράγματα για τον κόσμο.
Οχι για τον κόσμο, αλλά για το σώμα.
Ναι, για το σώμα. Νομίζω ότι μου αρέσει να κάνω αντικείμενα που έχουν νόημα στην καθημερινή ζωή. Και είναι χρήσιμα. Αν θέλω να δω κάτι όμορφο, πηγαίνω στο μουσείο. Δεν θέλω να το έχω στο σπίτι και ούτε καν πάνω στους τοίχους. Υπήρχε μια αρχική ιδέα για το πώς να συνεχίσω γιατί φυσικά πρέπει να έχω εισόδημα. Κερδίζω χρήματα από το γεγονός ότι κάνω συμβουλευτική ή συνεργασίες με άλλες μάρκες. Για τη δική μου επωνυμία, σκεφτόμουν ότι δεν με ένοιαζε αν πρέπει να πουλήσω 100 φορές ή 2.000 φορές ένα κομμάτι για να βγει κέρδος.
Αρα παρακάμπτετε το πρόγραμμα παρουσίασης των συλλογών ανά σεζόν;
Είμαι εντελώς ελεύθερος. Απλώς κάνω ένα ρούχο όπως θέλω να φαίνεται στο σώμα. Αυτό είναι μοναδικό κομμάτι. Στην πραγματικότητα είναι κάτι πολύ περισσότερο από τη ραπτική, γιατί στη ραπτική, κάνεις ένα και μετά προσαρμόζεσαι ανάλογα με τους αγοραστές ή το άτομο που ενδιαφέρεται να αγοράσει αυτό το κομμάτι. Το κάνουν άλλες 10 φορές τουλάχιστον. Και ζητούν από 100 έως 200.000 ευρώ ανά τεμάχιο. Δεν είμαι καν διατεθειμένος να πουλήσω αυτό το κομμάτι. Για μένα, είναι μία διαδικασία πειραματισμού. Είναι εξαιρετικά πολυτελές πρέπει να πω γιατί ξοδεύεις χρήματα και χρόνο για να φτάσεις σε αυτό το σημείο να το ολοκληρώσεις. Τότε πρέπει να το βάλεις στη ζωή απλά δείχνοντάς το ή τραβώντας το βίντεο.
Αυτά τα πειράματα είναι προς πώληση;
Οχι, δεν τα πουλάω. Το εισόδημά μου προέρχεται από το γεγονός ότι δίνω τη δημιουργικότητά μου σε άλλους επιχειρηματίες ή συνεργάζομαι με άλλες εταιρείες. Είναι το ιδανικό σενάριο.